Λίγοι σκηνοθέτες έχουν αφήσει τόσο έντονο αποτύπωμα όσο ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Ιταλός μετρ του κινηματογράφου, του οποίου η βραβευμένη, τεσσάρων δεκαετιών καριέρα κορυφώθηκε – σύμφωνα με τους περισσότερους – με τη Γλυκιά Ζωή (La Dolce Vita), το επικό φιλμ του 1960 που καταγράφει επτά ημέρες από τη ζωή του Ιταλού δημοσιογράφου Μαρτσέλο Μαστρογιάννι στη μεταπολεμική Ρώμη.
Μετά τον θάνατο του Φελίνι τον Οκτώβριο του 1993, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι παραβρέθηκαν στην επιμνημόσυνη τελετή του στα Στούντιο Τσινετσιτά (Cinecittà). Την ίδια περίπου περίοδο, οι New York Times δημοσίευσαν ένα άρθρο του Μπρους Γουέμπερ, στο οποίο ο αρθρογράφος εξέφραζε τη δυσφορία του για το υποτιθέμενα αδιαφανές και ακατανόητο έργο καλλιτεχνών όπως ο Φελίνι, ο Τζον Κέιτζ και ο Άντι Γουόρχολ, λέγοντας για τους δύο τελευταίους: «Ακόμα ακούω θόρυβο και βλέπω μια κονσέρβα σούπας.»
Λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά τη δημοσίευση του άρθρου, ένας αναγνώστης απάντησε με επιστολή που σύντομα αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα. Ήταν γραμμένη από έναν άλλο μετρ της τέχνης: τον Μάρτιν Σκορσέζε.
Νέα Υόρκη,
19 Νοεμβρίου 1993
Προς τον Εκδότη:
Το άρθρο «Με συγχωρείτε· Μάλλον Έχασα Μέρος της Ταινίας» (The Week in Review, 7 Νοεμβρίου) αναφέρει τον Φεντερίκο Φελίνι ως παράδειγμα σκηνοθέτη του οποίου το ύφος εμποδίζει τη διήγηση της ιστορίας του και των οποίων οι ταινίες, ως εκ τούτου, δεν είναι εύκολα προσβάσιμες από το κοινό. Διευρύνοντας αυτό το επιχείρημα, περιλαμβάνει και άλλους καλλιτέχνες: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Τζέιμς Τζόις, Τόμας Πίντσον, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Τζον Κέιτζ, Αλέν Ρενέ και Άντι Γουόρχολ.
Δεν είναι η άποψη που με ενοχλεί, αλλά η υποβόσκουσα στάση απέναντι στην καλλιτεχνική έκφραση που είναι διαφορετική, απαιτητική ή δύσκολη. Ήταν αναγκαίο να δημοσιευτεί αυτό το άρθρο λίγες μόνο ημέρες μετά τον θάνατο του Φελίνι; Θεωρώ πως πρόκειται για μια επικίνδυνη στάση — περιοριστική, μισαλλόδοξη. Αν αυτή είναι η στάση απέναντι στον Φελίνι, έναν από τους παλιούς δασκάλους του κινηματογράφου, και μάλιστα τον πιο προσιτό από όλους, φανταστείτε τι τύχη έχουν οι νέες ξένες ταινίες και οι σκηνοθέτες στη χώρα αυτή.
Μου θυμίζει μια διαφήμιση μπύρας που παιζόταν πριν από καιρό. Η διαφήμιση ξεκινούσε με μια ασπρόμαυρη παρωδία ξένης ταινίας — προφανώς ένας συνδυασμός Φελίνι και Μπέργκμαν. Δύο νεαροί άνδρες την παρακολουθούν μπερδεμένοι σε ένα βιντεοκλάμπ, ενώ η γυναικεία συνοδός τους φαίνεται πιο ενδιαφερόμενη. Εμφανίζεται ο τίτλος: «Γιατί οι ξένες ταινίες πρέπει να είναι τόσο… ξένες;» Η λύση είναι να αγνοήσουν τη ξένη ταινία και να νοικιάσουν μια περιπέτεια γεμάτη εκρήξεις, προς απογοήτευση της γυναίκας.
Φαίνεται πως η διαφήμιση ταυτίζει τις «αρνητικές» συνδηλώσεις των ξένων ταινιών με χαρακτηριστικά όπως: αδυναμία, πολυπλοκότητα, πλήξη — δηλαδή κάτι που αφορά τις γυναίκες. Μου αρέσουν κι εμένα οι ταινίες δράσης. Μου αρέσουν και οι ταινίες που λένε μια ιστορία — αλλά είναι ο αμερικανικός τρόπος ο μόνος τρόπος για να πει κανείς μια ιστορία;
Το ζήτημα εδώ δεν είναι η «θεωρία του κινηματογράφου», αλλά η πολιτισμική ποικιλομορφία και η ανοιχτότητα. Η ποικιλομορφία εγγυάται την πολιτισμική μας επιβίωση. Όταν ο κόσμος διασπάται σε ομάδες μισαλλοδοξίας, άγνοιας και μίσους, ο κινηματογράφος είναι ένα ισχυρό εργαλείο γνώσης και κατανόησης. Προς ντροπή μας, το άρθρο σας αναφέρθηκε εκτενώς από τον ευρωπαϊκό Τύπο.
Η στάση που περιγράφω εδώ γιορτάζει την άγνοια. Και, δυστυχώς, επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους των Ευρωπαίων κινηματογραφιστών.
Είναι αυτή η στενοκεφαλιά κάτι που θέλουμε να κληροδοτήσουμε στις μελλοντικές γενιές;
Αν αποδέχεστε την απάντηση της διαφήμισης, τότε γιατί να μη φτάσουμε στο λογικό της συμπέρασμα:
Γιατί δεν φτιάχνουν ταινίες όπως εμείς;
Γιατί δεν διηγούνται ιστορίες όπως εμείς;
Γιατί δεν ντύνονται όπως εμείς;
Γιατί δεν τρώνε όπως εμείς;
Γιατί δεν μιλάνε όπως εμείς;
Γιατί δεν σκέφτονται όπως εμείς;
Γιατί δεν λατρεύουν όπως εμείς;
Γιατί δεν μοιάζουν με εμάς;
Τελικά, ποιος θα αποφασίσει ποιοι είμαστε εμείς;