Έχει επικρατήσει μια παρεξήγηση για τον ρόλο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στη Μικρασιατική Καταστροφή, ότι στα 23 του, κάλυψε ως ανταποκριτής την πτώση της Σμύρνης. Στην πραγματικότητα δεν βρέθηκε ποτέ εκείνες τις ημέρες στη Σμύρνη. Ως δημοσιογράφος της Toronto Star προσπάθησε να πάει, αλλά έφτασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη και έπειτα στην Αδριανούπολη, όπου κατέγραψε από κοντά την οδυνηρή έξοδο Ελλήνων προσφύγων και την κατάρρευση ενός εξουθενωμένου στρατού, μιλώντας παράλληλα με αυτόπτες μάρτυρες της καταστροφής. Αργότερα, στη συλλογή διηγημάτων Στην εποχή μας και στη νουβέλα Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο, μετέπλασε λογοτεχνικά βιώματα και αφηγήσεις εκείνης της περιόδου, γεγονός που πιθανότατα τροφοδότησε τη σύγχυση ανάμεσα σε μυθοπλασία και ρεπορτάζ.
Η πορεία του ως τότε εξηγεί την οξυμένη του ματιά. Είχε ήδη υπηρετήσει ως τραυματιοφορέας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τραυματίστηκε βαριά στο ιταλικό μέτωπο και επέστρεψε με βραβεία αλλά και μόνιμα τραύματα. Μετά τα πρώτα βήματα στη δημοσιογραφία (Kansas City Star, Toronto Star), εγκαταστάθηκε στο Παρίσι ως ανταποκριτής. Το φθινόπωρο του 1922 έφτασε στην Πόλη μέσα σε φήμες για τουρκική προέλαση. Άρρωστος από ελονοσία και εξουθενωμένος, δεν κατάφερε να κινηθεί προς το μέτωπο της Ιωνίας ούτε στα Μουδανιά, όπου ρυθμίστηκε η παράδοση της Ανατολικής Θράκης. Στις ανταποκρίσεις του από τη Θράκη έδωσε έντονα ανθρωποκεντρικές εικόνες, πομπές σιωπηλών προσφύγων, κουρασμένους αλλά πεισματάρηδες στρατιώτες, κακή οργάνωση και σύγχυση. Μέσα από συνεντεύξεις Βρετανών παρατηρητών απέδωσε την κατάρρευση σε «προδοσία» και σε επιτελικές ανεπάρκειες, κρίσεις νεανικές, παθιασμένες, αλλά και συζητήσιμες ιστορικά.
Χρόνια αργότερα, ο Φρέντυ Γερμανός ανέσυρε εκείνα τα κείμενα, φωτίζοντας τον νεαρό ρεπόρτερ που είδε το τέλος μιας εκστρατείας από την πλευρά των ηττημένων. Συμπέρασμα, ο Χέμινγουεϊ δεν «κάλυψε» τη Σμύρνη· έγραψε, όμως, από τη Θράκη με βλέμμα αιχμηρό και, στη λογοτεχνία του, μετέτρεψε το 1922 σε μνήμη που ξεπερνά την είδηση.
Τρία χρόνια αργότερα, όταν εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, ξεκινούσε με ένα σύντομο κείμενο που τιτλοφορείται “Στην προκυμαία της Σμύρνης”.
Ένα παράξενο πράγμα, είπε, πώς ούρλιαζαν κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν πάντα εκείνη την ώρα. Ήμαστε στο λιμάνι κι εκείνες βρίσκονταν στην προβλήτα και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Για να σωπάσουν, ρίχναμε τον προβολέα πάνω τους. Αυτό πάντα έπιανε. Ανεβοκατεβάζαμε το φως του προβολέα πάνω τους δύο ή τρεις φορές για να πάψουν. […]
Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά μωρά. Ήταν αδύνατον να πείσεις τις γυναίκες να εγκαταλείψουν τα νεκρά μωρά τους. Είχαν στην αγκαλιά τους μωρά πεθαμένα εδώ και έξι μέρες. Δεν έλεγαν να τ’ αφήσουν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρεις με τη βία. Έπειτα, ήταν και μια ηλικιωμένη κυρία, αυτή ήταν η πιο απίστευτη περίπτωση. Μίλησα γι’ αυτό σ’ ένα γιατρό και είπε ότι έλεγα ψέματα. Τις μαζεύαμε από την προβλήτα, είχαμε να μαζέψουμε και τα πτώματα, και αυτή η ηλικιωμένη κυρία ήταν ξαπλωμένη μέσα σ’ ένα σωρό σκουπίδια. Είπαν, «Θα της ρίξετε μια ματιά, κύριε;» Και της έριξα μια ματιά κι εκείνη τη στιγμή πέθανε και κοκάλωσε αμέσως. Τα πόδια της τέντωσαν και η ίδια τέντωσε από τη μέση και κάτω κι έγινε τελείως άκαμπτη. Σαν να είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα. Ήταν νεκρή και τελείως άκαμπτη. Το είπα σ’ ένα γιατρό και μου είπε ότι αυτό δε γίνεται.
Βρίσκονταν όλες στην προβλήτα και δεν έμοιαζε καθόλου με σεισμό ή κάτι τέτοιο διότι ποτέ δεν έμαθαν για τον Τούρκο. Ποτέ δεν έμαθαν τι θα έκανε ο Τούρκος. Θυμάσαι που μας διέταξαν να μην πλησιάσουμε το λιμάνι και να μην μαζέψουμε άλλους; Όταν εκείνο το πρωί μπήκαμε στο λιμάνι ήμουν τρομερά ανήσυχος. Είχε στη διάθεσή του αρκετές πυροβολαρχίες και θα μπορούσε να μας τινάξει όλους στον αέρα. Ήταν να μπούμε μέσα, να πλησιάσουμε στην προβλήτα, να ρίξουμε άγκυρα και μετά να βομβαρδίσουμε τον τουρκικό τομέα της πόλης. Αυτοί θα μπορούσαν να μας έχουν τινάξει στον αέρα αλλά κι εμείς θα μπορούσαμε να ισοπεδώσουμε ολόκληρη την πόλη. Απλώς μας έριξαν μερικές άσφαιρες βολές καθώς μπαίναμε στο λιμάνι. Κατέβηκε ο Κεμάλ και απέλυσε τον Τούρκο διοικητή. Για κατάχρηση εξουσίας ή κάτι τέτοιο. Μάλλον ήταν εκτός εαυτού. Θα γινόταν πραγματική κόλαση.
Θυμάσαι το λιμάνι. Κάμποσα ωραία πραγματάκια επέπλεαν εκεί μέσα. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που άρχισα να φαντάζομαι διάφορα. Δεν σε πείραζε για τις γυναίκες που γεννούσαν όσο για εκείνες που έσερναν πάνω τους τα νεκρά μωρά τους. Πάνω τους. Είναι ν’ απορείς που μόνο τόσες λίγες από δαύτες πέθαναν. Απλώς τις σκεπάζαμε με ό,τι βρίσκαμε και τις αφήναμε να μπούνε στο πλοίο. Πάντα διάλεγαν την πιο σκοτεινή γωνιά στο αμπάρι για να τα έχουν στην αγκαλιά τους. Από τη στιγμή που άφηναν την προβλήτα, καμιά τους δεν έδινε δεκάρα για τίποτε άλλο.
Κι οι Έλληνες, καλά παιδιά ήταν και δαύτοι. Κατά την υποχώρηση, έπιασαν κι έσπασαν τα μπροστινά πόδια των αλόγων και των μουλαριών επειδή δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους και μετά τα έριξαν στα αβαθή για να πνιγούν. Όλα εκείνα τα μουλάρια, να τα σπρώχνουν να πέσουν στ’ αβαθή, με τα μπροστινά τους πόδια σπασμένα. Ήταν μια πολύ ευχάριστη επιχείρηση. Α, ναι, μα την πίστη μου, πολύ ευχάριστη.