Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Νίκος Καζαντζάκης – Ταξίδι στις Κυκλάδες πριν από 100 χρόνια

– Ποιο πράγμα είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στη ζωή σας;
– Τα όνειρα και τα ταξίδια. Ένα αρχαίος Αιγύπτιος είχε πει «Μακάριος ο άνθρωπος που είδε το πιο πολύ νερό στη ζωή του». Βλέπετε, αυτό προσπαθώ να κάνω και εγώ, να δω όσο πιο πολύ νερό και όσο πιο πολύ γη, προτού πεθάνω….».

Το 1925, ο Καζαντζάκης θα πραγματοποιήσει ένα από τα όνειρά του, να κάνει μέσα στον Αύγουστο τον γύρο των Κυκλάδων.

Μέσα από τα γράμματα του μας αποκαλύπτει γλαφυρά μια άλλη Ελλάδα που σήμερα δεν υπάρχει με την μορφή που την έζησε ο Καζαντζάκης. Μια χώρα ταπεινή, ανθρώπινη που έσφυζε από χαρούμενο κόσμο που απολάμβανε την ζωή, φτωχική μεν, όμορφη δε…

Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις – να βλέπεις- και να μην χορταίνεις- καινούργια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους και ιδέες, και να τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά, κι έπειτα να σφλανάς τα βλέφαρα και να νιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός, να κατασταλάξει το ξαθέρι απ’ όλες τις χαρές και τις πίκρες σου – τούτη η αλχημεία της καρδιάς, είναι, θαρρώ μια μεγάλη, αντάξια του ανθρώπου ηδονή.

Τήνος – 9 Αυγούστου

Η θάλασσα καλή. […] Στεγνό, καθάριο ελληνικό νησί, χωρίς νερά, χωρίς δέντρα, με καθαρά σπίτια, βαμμένα με ασβέστη, λουλάκι. Καθίζουμε στο καφενείο, τύποι Αθηναίικοι, σε διακοπές.

Σπίτι δε βρήκαμε, γιομάτα τα ξενοδοχεία. Πήγαμε σε μιαν αμμουδιά και βρήκαμε πού θα κοιμηθούμε το βράδυ. Το φεγγάρι θ’ αργήσει να βγει, και θα ’χουμε άστρα. Θεία σύκα, άσπρα. Είμαι ευτυχής, κρατώντας τα γλυκύτατα τούτα δώρα της γης. Αύριο φεύγουμε μ’ ένα καΐκι για τη Μύκονο. Έτσι στην τύχη θα πηγαίνουμε.

Τα βουνά είναι εδώ όπως τ’ αγαπώ: γυμνά, λιοψημένα, βυθισμένα σε κατάμπλαβο ουρανό. […] Στην αμμουδιά βρήκα δύο νέους ψαράδες και μιλήσαμε για τα χταπόδια, για τις γοργόνες και για τις μάγισσες.

Μύκονος – 11 Αυγούστου

Θάμα είναι η Μύκονος. Σπάνια χάρηκα τόσο βαθιά, όσο τη στιγμή που αντίκρυσα τη μικρή πολιτεία κάτασπρη, χιονάτη, με τις ασβεστωμένες ίσες ταράτσες, λάμποντας σαν πολιτεία φεγγαριού, απάνου από μια θάλασσα σκούρα γαλάζια και πράσινη.

Κι όταν μπήκα στα στενά σοκάκια, ήταν άφραστη χαρά η αποκάλυψη κάθε γωνιάς: σκάλες όλασπρες, κολόνες, καμάρες, πηγάδια σε μικρές πλατεΐτσες, συκιές, πλατάνια κι ολόγυρα ανεμόμυλοι που σαλεύουν αργά, κουρασμένα, ήσυχα τα φτερά τους. Θάμα είναι όλη η πολιτεία, ο αέρας, το χώμα, το ξερό βουνό, οι απλοί άνθρωποι, η μιλιά τους, τα σύκα, τα σταφύλια, το θυμάρι, η μέντα…

Κοιμήθηκα εξαίσια. Ο ουρανός γύριζε πάλι γύρα από το κεφάλι μου, το καΐκι χόρευε αλαφρά στο λιμάνι κι ένας καραβόσκυλος γαύγιζε δίπλα σε μια πλώρα…

Ανέβηκα τα βουνά για να πάω στο μοναστήρι της Πανωμεριάς∙ βρήκα μες στην εκκλησία πέντε κοπελιές του χωριού να στολίζουν την Παναγία -της έβαζαν κέρινους ανθούς, λουλούδια και κορδέλες. Και γελούσαν και σιγοτραγουδούσαν, σα να στολίζουν νύφη.

Νάξος – 15 Αυγούστου

«Έτρεμε η καρδιά μου ως αντίκρυσα το μεσαιωνικό καστέλι της Νάξος. Γυρίζω τους παλιούς γνώριμους δρόμους και θυμούμαι τα πάντα -διακρίνω γνωστές φυσιογνωμίες, πολλά σπίτια έχουν γκρεμιστεί, πολλές βρύσες στέρεψαν, πλήθος συκιές που γνώριζα ξεπατώθηκαν. Η πολιτεία πεθαίνει. Πολλοί γέροι και γριές, ελάχιστοι νέοι. Τη νύχτα ελάχιστα φώτα άναψαν, όλα τα σπίτια σφαλίζουν ενωρίτατα.
Είδα το σπίτι που μέναμε, τη Σχολή, τα παραθύρια μερικών κοριτσιών -της Αυγουστίνας, της Κλειώς, της Ιακώβας. Η καρδιά μου είναι βαριά και χαρούμενη, σαν του Οδυσσέα, σα γύρισε στην Ιθάκη. Πλήθος χαρακτηριστικά θα μπούνε στην «Οδύσεια».
Σαν τον ήλιο είμαστε κι εμείς οι άνθρωποι. Κάθε μέρα στο ίδιο αυλάκι κι ολοένα ανανεούμενοι με νέους πόθους κι ελπίδες, έτοιμοι να δημιουργήσουμε νέους κόσμους άγνωρους και σε μας τους ίδιους.»

Αμοργός – Μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου

«Το κρανίο μου γιομίζει φως, θάλασσα, βουνά, νησιά, φωνές, χρώματα. Είδα, χάρηκα με σιωπή, θάμα είναι αυτός ο κόσμος, μα χρειάζεται πολύς αγώνας για να τον δούμε. Υπόφερα πολύ, υποφέρω, μάχουμε μα δοξάζω το «θεό μου», γιατί κάποτε κατορθώνω να μετουσιώνω τον αγώνα σε αγάπη.
Ξάφνου βλέπω: Βλέπω για πρώτη φορά τα άστρα, τη θάλασσα, τις γυναίκες, τα δέντρα και το ζεστό τούτο λιοψημένο κορμί μου, που δέχεται κι επεξεργάζεται όλα τούτα τα θάματα και μάχεται να τα σώσει.
Όλα τούτα τα θεία οράματα των νησιών -φως, χρώμα, γραμμή, γαλήνη, ισορροπία, μέτρο, αρμονία- είναι για την εποχή μας τούτη που ζούμε πολυτέλεια, στολίδι, φτερό φανταχτερό, σοφία δασκαλική.»

*Η φωτογραφία του Καζαντζάκη είναι στην Κρήτη, λίγες εβδομάδες πριν αναχωρήσει για το ταξίδι στις Κυκλάδες. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες ανήκουν στον Frédéric Boissonnas από την εποχή περίπου της επίσκεψης του Καζαντζάκη. Ανήκουν στο αρχείο του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.