Ένας ποιητής δεν γίνεται πάρα να ’ναι καλός άνθρωπος. Η καρδιά του να ’ναι γεμάτη αγάπη για το σύμπαν. Κ’ η πιο άσκημη δημιουργία της φύσης δε γίνεται παρά να του προκαλεί το θαυμασμό, το δέος και τη λατρεία. Μπροστά στο φάσμα κάθε ζωντανού όντος που είναι καμωμένο από κινούμενη ύλη δε γίνεται παρά να γονατίζει κι αν όχι να δακρύζει, να μένει σιωπηλός. Η φύση όμως δεν είναι και τόσο ήσυχη. Οι υπάρξεις της αλληλοσπαράσσονται σα να υπάρχει προαιώνιο μίσος. Μια λυσσαλέα κι ασταμάτητη βεντέτα διαιωνίζεται, ανελέητος σπαραγμός προς υγείαν των φυσικών νόμων που σαν καίσαρες παρακολουθούν άγρυπνα μέσα σε τούτο το κολοσσιαίο των μονομάχων το «ο θάνατός σου η ζωή μου». Και ποιος ο λόγος ν’ αγαπάει κάποιος μιαν ωραία πεταλούδα πιότερο από έναν άσκημο κι αλλήθωρο ρινόκερω; Η αγάπη για να ’ναι αγάπη δεν πρέπει να υποκύπτει μονάχα σε μια κάποια αισθητική, τυλιγμένη στο κουκούλι μιας κάποιας ηθικής. Η αγάπη δεν μπορεί παρά ν’ αγαπάει και τους νόμους που διαιτητεύουν την ισορροπία του στερεώματος. Αν και η αγάπη στο βάθος είναι συμφεροντολόγα. Λειτουργεί σύμφωνα με το συμφέρον της. Είχαμε πολλά τέτοια διλήμματα μέσα στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Να, ο Οθέλος σκότωσε την αγαπημένη του από την παράφορη αγάπη του. Αγάπη όμως που μέσα στην έντασή της πέρασε σε μια άλλη ποιότητα, στο μίσος.
Η αγάπη λοιπόν δεν μπορεί να ’ναι καθάρια όπως το νερό της πηγής. Μέσα της κρύβει άλλες δυνάμεις που σε μια στιγμή εξουδετερώνουν την ουσία της. Όμως επιμένω σ’ αυτό: στη ζυγαριά της αγάπης ένας δεινόσαυρος και ένα ζουζούνι έχουν το ίδιο βάρος.
Θα μου πείτε, αυτές είναι σαχλές αφηρημενολογίες περί αέρων και υδάτων. Μα ας τα κάνομε πιο λιανά, πιο συγκεκριμένα. Ο ποιητής Μπαλζάκ, ζώντας τη φωτιά και το σίδερο της Γαλλικής Επανάστασης, αντικαθρέφτισε όσο πιο πιστά κ’ ειλικρινά γινόταν την κοσμογονική γέννα με την απεριόριστη αγάπη του για την ανθρώπινη κοινωνία. Παρόμοια κ’ η αγάπη, όχι εκείνη που αναφέρουν τα χριστιανικά βιβλία του Θεού προς τον άνθρωπο, μα της μάνας προς το παιδί της. Μα κι αυτή η αγάπη, σύμφωνα με τη διαίσθησή μου, έχει ξεφτίσει, μπαγιατέψει. Πρέπει λοιπόν να δώσωμε καινούργιο αίμα, καινούργιο όνομα κ’ υπόσταση σ’ αυτό που μέχρι τώρα αναχαράζομε. Είναι το πιο δύσκολο πράμα στον κόσμο. Είναι λοιπόν δυνατό σ’ έναν ποιητή, όχι λογοτέχνη μα ποιητή, να διατηρεί στην καρδιά του ένα ντεπόζιτο καθαρής αγάπης προς όλα τα φαινόμενα της ζωής, υλικά είναι ή πνευματικά; Το νερό της αγάπης όσο καθάριο και διάφανο κι άγιο να ’ναι κάποτε γεννά κάτι ζωικές ουσίες που μεγαλώνουν, πρασινίζουν, γίνονται μούχλα, φύκια ή και βατράχια. Μα αν πάλι αφήσει κανείς τα αισθήματά του να τρέξουν όπως τα σπρώχνει ο νόμος των υγρών και αερίων κατά την καλπάζουσα ροή της κίνησης, τότε λικβιντάρεται κάθε στέρεο στοιχείο της λογικής του και γίνεται έρμαιο. Κι ο ποιητής δεν πρέπει να ’ναι έρμαιο, μα άνθρωπος.
Φτάσαμε όμως στο σημείο που οφείλω να ομολογήσω πως παρασύρθηκα από τη μικρή αυτή παλίρροια των στοχασμών, στοχασμών που μ’ είχαν βασανίσει πολύ πριν δυο χρόνια, μετά που μου ’τυχε το περίεργο όσο κι απλούστατο συμβάν να βρεθώ κριτής σ’ ένα μακελλειό, σ’ έναν πραγματικό πόλεμο μεταξύ εντόμων και ζωυφίων. Έναν πόλεμο χωρίς βέβαια δηλητηριώδη αέρια και ατομικές βόμβες μα εξίσου πεισματικό, που θα μπορούσε να βάλει σε τεστ όχι μόνο τη συνείδηση του προέδρου κάποιου συλλόγου, «αγαπάτε αλλήλους, τα ζώα και τα ζωύφια», αλλά και του πιο έμπειρου κοινωνιολόγου.
Απόσπασμα από το βιβλίο Μεγάλος ήρωας σε μικρή χαρτοσακούλα