Ο άνθρωπος πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τον θάνατο. Είναι το μόνο σίγουρο στην ζωή μας. Το λέει και ο Dylan άλλωστε, ότι γεννιόμαστε πολύ μακριά από τον προορισμό μας και σ’ όλη την ζωή είμαστε καθοδόν για το σπίτι.
Αυτό που μας τρώει όλους, συνήθως, είναι το πως πεθαίνουμε. Τι γίνεται εκείνη την στιγμή; Πως θα φύγει η ψυχή μας και θα μείνει το κορμί μας μόνο και έρημο…
Γι’ αυτή την στιγμή έχω διαβάσει διάφορα αλλά τόση απλή εξήγηση όπως του Al Masarik στο ποίημα Θα είναι πολύ εύκολο δεν διάβασα πουθενά.
Θα έρθει κάποια νύχτα, την ώρα που κοιμάσαι
και θα γλιστρήσει στο κρεβάτι σου
σαν τη γάτα που πάει σιγά σιγά να κλέψει
θα σταθεί να σε κοιτάξει που κοιμάσαι
και θα ζυγιάσει το κορμί σου
σαν ναυτικός σ’ ένα
μπουρδέλο της Τιχουάνα.
οι κουρτίνες θα κουνηθούν
αν τις έχεις κρεμάσει
& εκείνο θα πλησιάσει ακόμη πιο κοντά
μέχρι ν’ ακουμπήσει το πρόσωπό σου
πάλι σαν τη γάτα
θα σου ρουφήξει απ’ τη μύτη την ανάσα
την ώρα που θα κοιμάσαι.
και μαζί με την πνοή σου
θα σου πάρει τα όνειρα
και το μυαλό θα σταματήσει
σαν πεθαμένη μηχανή αυτοκινήτου
που αφήνει το τελευταίο πουφ απ’ την εξάτμιση.
πουλάκια θα τσιτσιρίζουνε
στις τουαλέτες θα τραβάνε καζανάκια
και όλα θα ‘ναι τόσο απλά
όταν θα φύγει από πάνω σου η ζωή
όπως μια γριά που σηκώνεται
απ’ την κουνιστή πολυθρόνα της
το φως σβήνει γίνεται σκοτάδι
μέχρι να χαθεί εντελώς.
έτσι όπως σβήνουν τα φώτα στο δρόμο
γύρω στις 5 το πρωί.
Φωτογραφία: Salvi Danés