Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε -παιδιά ήμασταν-, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ίσως επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Έχω την εντύπωση ότι ήταν αδύνατο να μην πάμε στο Πολυτεχνείο.
[…]
Φανταζόμασταν ότι τις κορυφαίες και κρίσιμες ώρες της τελευταίας μέρας θα έρχονταν για συμπαράσταση γύρω από το Πολυτεχνείο οι γονείς και οι θείοι των παιδιών, και αντί γι’ αυτούς είχαν έρθει τα δεκαπεντάχρονα, οι μαθητές…
[…]
Όσοι ανοίγαν τα σπίτια τους στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ γύρω γύρω για να σώσουν τα παιδιά ρισκάριζαν όσο κι αυτοί που έκρυβαν Εβραίους στην Κατοχή. Ρισκάριζαν γιατί, όπως κι εμείς, δεν ήξεραν το ξημέρωμα τι θα ‘φερνε. Δεν ξέρανε πόσο θα κρατούσε η Δικτατορία. (Παρεπιπτόντως, κι εμείς είχαμε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ότι η Δικτατορία μπορεί να κρατούσε τριάντα σαράντα χρόνια, σαν του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία και του Φράνκο στην Ισπανία.) Δεν ξέρανε πόσο στρατοκρατούμενη θα ήταν το επόμενο πρωί η Αθήνα και αν θα μπορούσαν να φύγουν τα παιδιά το πρωί απ’ αυτά τα σπίτια. Ούτε ξέρανε αν ο στρατός άρχιζε να χτυπάει και να σπάει πόρτες και να πιάνει τις γυναίκες των 60 ετών, τους δημόσιους υπαλλήλους και κάτι οικογενειάρχες οι οποίοι είχαν ανοίξει τα σπίτια τους οι άνθρωποι και μας είχαν βοηθήσει εκείνο το βράδυ. Πάρα πολλά σπίτια άνοιξαν, και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο -και την ιστορία του Πολυτεχνείου- θα’ πρεπε τα Εξάρχεια να μην τα πιάνουν στο στόμα τους τόσο εύκολα.
[…]
Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι στο Πολυτεχνείο νιώσαμε πλήρεις υπάρξεις. Δηλαδή, ακόμα κι εκείνοι που από τη φύση τους ή από τις συνθήκες ζωής τους ένιωθαν ως πολύ μεγάλη απειλή τη μοναξιά, εκείνες τις μέρες δεν τη νιώσανε ούτε δευτερόλεπτο. Και επειδή ήταν πολύ πυκνός ο χρόνος, υπήρχε αυτό το αντιφατικό στοιχείο: ταυτόχρονα μια ανείπωτη δυστυχία του να συνειδητοποιείς ότι οι στρατόκαβλοι μπορούν να δολοφονήσουν άοπλους μαθητές και σπουδαστές, κι από την άλλη, η απόκοσμη ευτυχία του να νιώθεις “ψυχή τε και σώματι ελεύθερος” μέσα σε συνθήκες Δικτατορίας. Και δε νομίζω να ήταν ένα συναίσθημα σπάνιο για τους ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί. Ερχότανε σα βουητό.
Απόσπασμα από το βιβλίο Όλη Νύχτα Εδώ – Μια Προφορική Ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Το κείμενο ανήκει στην Ιωάννα Καρυστιάνη