Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Beat – Η ευσύνοπτη μπροσούρα μίας γενιάς – Αφιέρωμα – Φωτογραφικό άλμπουμ

Η Μπιτ Γενιά ήταν η γενιά της μακαριότητας, της ευχαρίστησης, της ζωής και της τρυφερότητας. Με αυτό τα λόγια, ειπωμένα το φθινόπωρο του 1968, αποσαφήνισε ο Τζακ Κέρουακ τα χαρακτηριστικά της γενιάς του. Ενδίδοντας στο βαρύ φορτίο της φήμης που του απέφερε το μυθιστόρημα «Στον Δρόμο», έμεινε μετέωρος μεταξύ του διπλού άλγους (σώματος-ψυχής) και προσκολλημένος στη δηλητηριώδη παραίσθηση του αλκοόλ. Πέθανε αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο (ποσοτικά και ποιοτικά) έργο, η ουσία του οποίου έρχεται σε πλήρη ταύτιση με φράση: «Γράψε για να διαβάσει και να δει ο κόσμος τις ακριβείς του εικόνες μέσα από εσένα»’.

Κάθε γενιά υπηρετεί έναν αυτοσκοπό, ακόμη και αν αυτός δεν είναι εξ αρχής δεδομένος, τελειωτικός. Αφήνει ένα στίγμα που να την προσδιορίζει. Αν η αυτοϊκανοποίηση της προσωπικής αισθητικής και ιδεολογίας, κάθε μέλους, λειτουργούσε με γνώμονα την οργανωτική πρακτική της ομάδας, τότε θα την οδηγούσε στο εγχείρημα μίας γενικότερης αναμόρφωσης. Αλλά η συνεχής μετάθεση ευθυνών, εξωραΐζει την αβεβαιότητα και την οδηγεί τελικά στο τέλμα. Καμία γενιά δεν πρέπει να αντικαθιστά την προηγούμενη, αλλά να ξεκινά από το σημείο «μηδέν». Η συνεχής αναμέτρηση με το παρελθόν, είτε αυτή γίνεται με ανταγωνιστικά κριτήρια είτε με το παρελθόν, είτε αυτή γίνεται με ανταγωνιστικά κριτήρια είτε με διάθεση αυθεντικής νοσταλγίας, δεν αποβλέπει στον ανεφοδιασμό στοιχείων (που συνήθως αποβαίνουν καταλυτικά στην τεκμηρίωση της σκέψης), με αποτέλεσμα να μην ευνοείται η επιτέλεση του νέου πλάνου αλλά να ακυρώνεται η ένταξή του στο παρόν.

Οι Μπιτ δεν υπήρξαν αντικαταστάτες κάποιας γενιάς. Παρ΄ ότι θήτευσαν στο έργο της Χαμένης Γενιάς του ’20, δεν ήταν συνεχιστές της. Εφοδίασαν το νου μελετώντας τις ρομαντικές, υπερρεαλιστικές, συμβολικές και υπερβατικές διαθέσεις παλαιότερων δημιουργών (Σέλεϊ, Μπλέικ, Σελίν, Έμερσον), που επέδρασαν στην αισθητική τους, ενώ κράτησαν ως «σύμβολο διαμαρτυρίας» τη σεβαστική μορφή του Θορό. Ωστόσο, παρ’ όλη την ενωτική τους ισχύ, αν γενιά ήταν «διχασμένη», αφού τα μέλη της είχαν ουσιαστικές διαφορές. Είχαν όμως σαν απαρέγκλιτο στόχο προσήλωσης το ελκυστικό νόημα μίας προφητείας: «Voici de la prose sur l’avenir de la poésie». Πάνω σ’ αυτή τη νεωτεριστική τεχνική του ελεύθερου στίχου, στήριξαν, κατέγραψαν κι ερμήνευσαν το κινητήριο αίσθημα των βιωμάτων και της συγκίνησης που εισέπρατταν από την πραγματικότητα της εποχής τους.

Η Γενιά των Μπιτ «επικηρύχτηκε» απ’ όλες σχεδόν τις πλευρές της κοινωνίας. Μα αυτό είναι κάτι που μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί. Οι αρχές της δεκαετίας του ’40 καθόρισαν το σημείο διασταύρωσης της «καθαρής» εικόνας του έθνους, μ’ εκείνης που εκφυόταν στον αντίποδα της. Οι Μπιτ ήταν τα «νόθα» παιδιά μίας Αμερικής, που έπειτα από τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στα θεμέλιά της, ως απόρροια του οικονομικού κραχ του 1929 και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, επούλωνε τις τραυματισμένες αξίες της και μονοπωλούσε την παγκόσμια προσοχή.

Ο αιρετικός βίος των Μπιτ και η αναζήτηση ισοδυναμίας μεταξύ πραγματικότητας και μύθου, έφεραν μία άτυπη επαναξιολόγηση στις πολιτιστικές συντεταγμένες του έθνους. Ακόμη και η προσωπική τους «διάλεκτος» ήταν παράγωγο ενός παλαιού λαϊκού ιδιώματως από τη σταθερή προφορική χρήση του από ανθρώπους του περιθωρίου. Αν συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα της παραγωγής τους περιείχε αναφορές στη σεξουαλική πράξη, στη χρήση «ουσιών» και στην αμιγώς πολιτική τους σκέψη, οι αντιδράσεις ήταν απόλυτα φυσιολογικές.

Στην εκπνοή της δεκαετίας του ’40, η Νέα Υόρκη φάνταζε ως η ιδεώδης φωλιά για την εκκόλαψη κάθε ονείρου. Οι 96 όροφοι του Empire State Building καταργούσαν την παλιά στάθμιση των κοινωνικών και οικονομικών ορίων, θέτοντας στη χώρα την «πρωτοκαθεδρία» που για αιώνες κατείχε η Ευρώπη (η οποία, παρότι στέγαζε απομεινάρια μίας σπουδαίας –όσο και καταστροφικής- ιστορίας, : σμιλέψει το «προσωπείο» της Δύσης). Είναι η εποχή που το κατακτητικό τους ένστικτο οργιάζει. Ξελογιάζονται από τη σαγήνη της νύχτας, την «αγιότητα» των «ανεξιχνίαστων» δρόμων και τη μοντέρνα Τζαζ, που το ηχόχρωμα της αντικατοπτρίζεται στο έργο τους αι νομιμοποιείται στη ζωής τους, σε μία σχέση αμφίδρομη με το μοιραίο. Η σύζευξη, που καθορίστηκε όλου αυτού του βιωματικού υλικού θα αναπλαστεί με αφηγηματική δεξιότητα στα γραπτά τους. «ψηφίδα» που θα αποπερατώσει αυτό το «μωσαϊκό» τοποθετείται το 1948, όταν θα την ορίσει η έμπνευση του Τζακ Κέρουακ: «Ω, αυτή ναι πραγματικά μία Μπιτ Γενιά!».

Η αυγή της δεκαετίας του ’50 θα τους δώσει άλλη ώθηση. Όλα όσα υπηρέτησαν και υπερασπίστηκαν με την ευρηματικότητα του στοχασμού τους, διεκδικούν τώρα το μερίδιό τους στην τυπωμένη σελίδα. Η εξαιρετικά εκτεταμένη λογοτεχνική τους παραγωγή θα συμπεριλάβει και το είδος της επιστολογραφίας. Η επισφράγιση των οραμάτων τους θα καταλύσει πάνω στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού και μέσα στα Φώτα της Πόλης. Εκεί θα αποκτήσουν πιο συγκεκριμένη μορφή κοινότητας, υπό την «ηγεσία» του (υπερασπιστή του λυρισμού και των πολιτικών διακηρύξεων κατά της παγκοσμιοποίησης) Λόρενς Φερλινγκέτι. Οι δημόσιες αναγνώσεις των ποιημάτων τους θα τονώσουν το κοινωνικό τους υπόβαθρο και την επιθυμία διάδοσης των ιδεών τους, ενώ η επαφή τους με τη γόνιμη επικράτεια γνώσης και σοφίας που προσδίδουν τα αξιώματα του Βουδισμού, θα γονιμοποιήσει σε βάθος τη συνείδησή τους. Έπειτα, αφού διασχίσουν το εδαφικό ανάγλυφο των Ηνωμένων Πολιτειών, θα ταξιδέψουν πέρα από τα σύνορα από το Μεξικό στο Περού κι από το Μαρόκο στην Ευρώπη σαν παρατηρητές, αναχωρητές και αυτοεξόριστοι.

To «Αμερικάνικο Όνειρο» αποδείχθηκε τελικά χιμαιρικό. Ξέμεινε το κουφάρι του, για να σκοντάφτουν πάνω του οι ευέλπιδες γενιές, διεκδικώντας με τη σειρά τους το αυθεντικό βίωμα της ελπίδας. Ποιο είναι λοιπόν το στοιχείο εκείνο που αναπέμπει τη λογοτεχνική παρακαταθήκη των Μπιτ σε μία επαναξιολόγηση από τους νεότερους αναγνώστες; Μία λέξη μονάχα (στην προστακτική ενεστώτα), ου την παραγκώνισε η εθελοτυφλίας μας: «Ζήσε!». Αυτή είναι η πιο συναρπαστική συμφωνία που έχει να κάνει κάποιος με τον εαυτό του, καθώς ταξιδεύει στις στιγμιαίες αποχρώσεις μίας αιωρούμενης αιωνιότητας. Όσο θα υπάρχουν γενιές που θα απομυζούν την ουσία της ζωής και των άναρχων ονείρων της, τόσο θα μετατρέπεται η θολή τους εικόνα σε ενεργή παρουσία:

 

Μονάχα το φως
στα μάτια μας αποκοιμισμένο
βαστά κάποιον ελάχιστο υπαινιγμό
για ένα ιριδίζον μέλλον
για ένα διάπυρο ριζικό.

 

To κείμενο ανήκει στον Γιάννη Κατσούλη και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Beat ανάλεκτα.

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.