Ὁ Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε τὸ 1910 σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη τῆς Μαντζουρίας, στὴν περιοχὴ τοῦ Χαρμπὶν ποὺ ἦταν στρατιωτικὴ βάση. Λεγόταν τότε Νικόλσκι Οὐσουρίσκι, κοντὰ στὸν ποταμὸ Οὐσσούρ. Ὁ πατέρας ἦταν ἐπιχειρηματίας. Διατηροῦσε γραφεῖο γενικοῦ ἐμπορίου -εἰσαγωγὲς / ἐξαγωγὲς / μεταφορές-, διακινοῦσε μεγάλες ποσότητες ἐμπορευμάτων, τροφίμων καὶ ἄλλων καταναλωτικῶν εἰδῶν καὶ συγχρόνως ἦταν προμηθευτὴς τοῦ τσαρικοῦ στρατοῦ. Σ᾿ αὐτὴ τὴ μικρὴ πόλη γεννήθηκαν τὰ τρία ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας.
Τὸ 1914, στὴν ἀρχὴ τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ φέρει τὴν οἰκογένεια στὴν Ἑλλάδα, καθὼς πλανιόταν στὸν ἀέρα ἡ ἐπερχόμενη ἀνατροπή. Ταξίδεψαν μὲ τὸν Ὑπερσιβηρικὸ σιδηρόδρομο δεκαπέντε ὁλόκληρες μέρες διασχίζοντας τὰ Οὐράλια Ὄρη κι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐνδοχώρας. Φτάσανε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρήκανε τ᾿ ἀδέρφια τῆς μάνας ποὺ εἶχαν ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ μὲ κάποιο καράβι τους, τοὺς περάσανε στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Φτάσανε στὴν Ἀθήνα ὅπου ἔμειναν στὸ ξενοδοχεῖο «Διάνα». Τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιὰ εἶδαν γιὰ πρώτη φορὰ θέατρο – Τὰ «Παναθήναια» μὲ τὴ Μαρίκα Κοτοπούλη.
Καταλήξανε στὴν Κεφαλονιὰ στὰ πατρικὰ σπίτια μὲ τὶς γιαγιάδες καὶ τοὺς παπποῦδες, τῆς μάνας στὴν Ἄσσο, τοῦ πατέρα στὸ Φισκάρδο. Δὲν ἔμειναν πολύ. Ἦρθαν στὸ Ἀργοστόλι ὅπου νοικίασαν ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ περιβόλι στὸ δρόμο τῆς Λάσσης, καὶ γράψανε τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιὰ στὸ Νηπιαγωγεῖο τῆς σχολῆς Ἑλένης Μαζαράκη, «Παρθεναγωγεῖο αἱ Μοῦσαι».
Ὁ πατέρας γύρισε στὴ Ρωσία γιὰ νὰ τακτοποιήσει τὶς ἐπιχειρήσεις του καὶ τὰ μικρὰ ἀπομεῖναν ξαφνιασμένα στὸ ἀνύποπτο ὡς τότε καὶ ἥσυχο Ἀργοστόλι, ποὺ ἄρχιζε νὰ τὸ τραντάζει ὁ ἀπόηχος τοῦ πολέμου. Ὑδροπλάνα, ὁπλιταγωγά,ἀτμάκατοι, συμμαχικὸς στρατός, Ἄγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι. Τὰ παιδιὰ τῆς οἰκογένειας βρίσκονταν κάθε ἀπόγευμα μὲ τὴ νταντὰ στὴν πλατεία.
Ὁ Νίκος Καββαδίας ξέφευγε κατὰ τὴ συνήθειά του γιὰ νὰ κάνει φιλίες μὲ στρατιῶτες τοῦ συμμαχικοῦ στρατοῦ, κατὰ προτίμηση τοὺς Σενεγαλέζους ποὺ τὸν ἐντυπωσίαζαν μὲ τὸ χρῶμα τους καὶ τὸ μπόι τους καθὼς τὸν σήκωναν ψηλὰ στὰ χέρια τους καὶ τοῦ χαρίζανε ταινίες ἀπὸ τὰ καπέλα τους καὶ ἄλλα ἀντικείμενα. Ἡ οἰκογένεια ἀποκλείστηκε στὴν Κεφαλονιὰ καὶ ὁ πατέρας ἀποκλείστηκε στὴ Ρωσία. Ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια χάθηκαν τὰ ἴχνη του. Διώχθηκε, φυλακίστηκε, ἔχασε ὡς τὸ τελευταῖο του ρούβλι.
Γύρισε τὸ 1921, ταλαιπωρημένος, νευρασθενικός, ἄρρωστος -καὶ τὸ τραγικότερο, ξένος καὶ ἀνένταχτος. Μετακομίσαμε στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ὁ Καββαδίας τελείωσε τὸ Δημοτικὸ στὴ σχολὴ ἀδελφῶν Μπάρδη. Συμμαθητές του ὁ Γιάννης Τσαρούχης καὶ ὁ πάπα-Πυρουνάκης. Ἐκεῖ στὸ Δημοτικό, ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνει κάποια κλίση πρὸς τὸ γράψιμο. Μὲ συνδρομὲς ποὺ πῆρε ἀπὸ θεῖες, θείους καὶ φίλους ἔβγαλε ἕνα τετρασέλιδο φυλλάδιο σατιρικὸ ποὺ εἶχε τίτλο «Σχολικὸς Σάτυρος» (μὲ ὕψιλον ἀπὸ ἄγνοια βέβαια) ὅπου σατίριζε τοὺς συμμαθητές του. Τὸ φυλλάδιο αὐτὸ τυπώθηκε σὲ τυπογραφεῖο. Ἐκεῖ τὸν πῆγε ὁ πατέρας, ποὺ σ᾿ αὐτὰ βοηθοῦσε πρόθυμα τὸ μικρὸ γιὸ – ἦταν μάλιστα καὶ περήφανος. Στὸ τρίτο φύλλο ἔκλεισε καὶ οἱ συνδρομὲς ἐπιστράφηκαν.
Ἔγραψε καὶ στὴ «Διάπλαση τῶν Παίδων» μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ὁ μικρὸς ποιητής». Ἀργότερα ἄρχισε νὰ γράφει ποιήματα ποὺ τὰ ἔστελνε στὸν Πετμεζᾶ – Λαύρα στὸ περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας τοῦ Μακρῆ, ποὺ τὰ δημοσίευε στὴ σελίδα τῆς ἀλληλογραφίας μὲ τὸ ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας.
Σὲ μερικοὺς μῆνες, φτάσανε τὰ πλήθη τῆς προσφυγιᾶς ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ – ἐφιάλτης μὲ ἄπειρη γραφικότητα. Σὲ πολλοὺς δρόμους σχηματίζονταν τεράστιες οὐρὲς ἔξω ἀπὸ σπίτια ποὺ εἶχαν τὴν ἐπιγραφὴ «Περίθαλψη προσφύγων» γιὰ νὰ πάρουν κάποιο χαρτὶ ἢ δελτίο ποὺ τοὺς ἔδινε δικαίωμα σὲ διάφορες παροχές. Ἄρχισαν νὰ σχηματίζονται στὶς ἀκραῖες γειτονιὲς οἰκισμοὶ ἀπὸ ξύλινες παράγκες ποὺ στὴν καθεμιὰ ζοῦσαν ἕξι ἢ ὀκτὼ ἄτομα χωρὶς ἀποχέτευση – μία κόλαση.
Ἦταν ὅμως ἄνθρωποι ἐργατικοί, πολυμήχανοι. Ὁ Πειραιᾶς γέμισε ξαφνικὰ ἀπὸ πλανόδια καροτσάκια ποὺ πουλοῦσαν διάφορα ἀνατολίτικα ζαχαρωτά, παγωτὰ σὲ χωνάκια καὶ σάμαλι. Ὁ σαλεπιτζῆς περνοῦσε κάθε πρωὶ διαλαλώντας τὸ ἐμπόρευμά του ἀπὸ τοὺς δρόμους τοῦ Πειραιᾶ. Οἱ γυναῖκες ἐκπληκτικὲς σὲ γενναιότητα καὶ ἐγκαρτέρηση. Τὸν πρῶτο καιρὸ λιγόστεψαν τὰ τρόφιμα – δὲν ἔφτανε τὸ νερό. Σκοτωμὸς γινότανε ὅταν περνοῦσε τὸ βράδυ ὁ νερουλᾶς καὶ κατέβαιναν οἱ ὑπηρέτριες ἀπὸ τὰ ψηλὰ σπίτια καὶ οἱ νοικοκυρὲς ἀπὸ τὰ χαμηλὰ γιὰ νὰ γεμίσουν τὴ στάμνα τους μὲ νερὸ τοῦ Πόρου.
Ἔκκληση ἔκαναν οἱ ἀρχὲς στὰ μεγάλα σπίτια νὰ νοικιάσουν ἕνα δωμάτιο σὲ πρόσφυγες. Ἦρθαν καὶ σὲ μᾶς (κρατούσαμε ἕνα σπίτι μὲ ἕξι δωμάτια) ἕνα ζευγάρι μεσήλικοι ἀπὸ τὸ Τσεσμέ, μὲ τὴν ψυχοκόρη τους. Ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι – βιβλικοὶ – ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Ζήσαμε ἁρμονικὰ μαζί τους δύο ἢ τρία χρόνια. Τοὺς ἀγαπήσαμε καὶ μᾶς ἀγαπήσανε. Μᾶς μεταφέρανε ἕναν ἄλλο πολιτισμὸ καὶ τὴν καρτερία τους. Τέλεια ἀντίθεση μὲ τὸν πρόσφυγα τῆς τσαρικῆς Ρωσίας. Αὐτὸς δὲν σήκωσε τὸν ξεπεσμό. Πῶς νὰ προσαρμοστεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴ στενεμένη ζωὴ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε σὲ μία ἀστικὴ κοινωνία τῆς ἀφθονίας, τοῦ πλούτου καὶ τῆς ἀλόγιστης σπατάλης.
Θύμωνε μὲ τὸ τίποτα, τοῦ φταίγανε ὅλα. Σήκωνε τὸ μπαστούνι του, ἔσπαζε ὅ,τι ἔβρισκε, ἠλεκτρικοὺς λαμπτῆρες, τζάμια, γυαλικά. Κι ἐνῶ στὸ βάθος ἦταν ἕνας καλὸς ἄνθρωπος ἀνίκανος νὰ κάνει κακό, νόμιζες πὼς χαιρόταν νὰ τοὺς μεταδίδει τὸν πανικό. Τοὺς βασάνιζε ἄθελά του, πήγαινε τ᾿ ἀγόρια σπρώχνοντας τὰ ἀπὸ τὴ σκάλα στὸ κουρεῖο, νὰ τοὺς κόψουν τὰ μαλλιὰ μὲ τὴν ψιλὴ μηχανὴ – στὰ πρῶτα χρόνια της ἐφηβείας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μόλις εἶχε λίγα χρήματα, τοὺς ἀνέβαζε ὅλους στὴν Ἀθήνα, καὶ πήγαιναν στὸν Ἐλευθερουδάκη ὅπου οἱ μεγαλύτεροι γέμιζαν τὴν ἀγκαλιά τους μὲ βιβλία.
Τ᾿ ἀγόρια πήγαιναν καὶ στὸ θέατρο Χρυσοστομίδη στὸ Πασαλιμάνι, στὸν Καραγκιόζη, στὸν κινηματογράφο. Μὲ τὴν κόρη ἡ συμπεριφορά του ἦταν διαφορετική. Τὴν αὐστηρότητά του δὲν τὴν ἐπέβαλλε ἀπευθείας ἀλλὰ μέσω τῆς μάνας. Ἡ μάνα ποτὲ δὲν τοῦ συγχώρησε ὅτι δηλητηρίασε τὰ πρῶτα ἐφηβικά τους χρόνια. Ἂν περάσαμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν περίοδο ἄθικτοι ψυχικὰ τὸ χρωστᾶμε σ᾿ αὐτὴ τὴν τέλεια μάνα -τὸ πρόσωπο τῆς θυσίας- ποὺ ξέχασε κάθε προσωπικό της δικαίωμα πάνω στὴ ζωὴ γιὰ νὰ στηρίξει τὰ παιδιά της διατηρώντας πάντα ἕνα ζεστὸ καὶ ὀργανωμένο σπιτικό.
Ὁ πατέρας προσπάθησε νὰ βρεῖ κάποια δουλειὰ στὰ βαπόρια τῶν συγγενῶν. Δὲν κατάφερε νὰ σταθεῖ – δὲν τὸν βοήθησαν. Τότε πουλήθηκαν τὰ κοσμήματα τῆς μάνας καὶ ὅ,τι ἀκριβὸ ὑπῆρχε μέσα στὸ σπίτι. Ἀργότερα μ᾿ ἕναν ἄλλο πρόσφυγα, πλούσιο ἐπιχειρηματία τῆς Πετρούπολης, ὁ πατέρας ἄνοιξε ἕνα μικρὸ κατάστημα τροφίμων, κοντὰ στὸ Πασαλιμάνι, μὲ ἕνα μεγάλο δωμάτιο στὸ πίσω μέρος. Ἐκεῖ μαζεύονταν οἱ Ρῶσοι ἐμιγκρέδες τοῦ Πειραιᾶ – γιατρὸς Σενιώφ, ναύαρχος Ρεβελιώτης, στρατηγὸς Ρασνερίσιν -, περνοῦσαν τ᾿ ἀπογεύματα πίνοντας βότκα καὶ κάνοντας σχέδια καὶ προγράμματα ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα. Ἕνας τόπος συνάντησης ναυαγῶν χωρὶς σωτηρία. Ἀπέναντι ἀκριβῶς βρισκόταν τὸ παλιὸ Γυμναστήριο τοῦ Πειραιᾶ καὶ κεῖ ἔρχονταν τ᾿ ἀπογεύματα νὰ παίξουν καὶ νὰ γυμναστοῦν ὁ Νίκος Καββαδίας καὶ τ᾿ ἀδέρφια του, κάτω ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ ἐπίβλεψη τοῦ πατέρα.
Στὸ γυμναστήριο ὁ Καββαδίας γνώρισε τὸν πρωταθλητὴ τῆς πυγμαχίας Νίκο Μενεξῆ καὶ πῆρε μαζί του μαθήματα. Κι ἐνῶ ἡ κράση του καὶ ὁ χαρακτήρας του δὲν δικαιολογοῦσαν μία τέτοια ἐπίδοση, αὐτὸς σ᾿ ὅλη τὴ ζωή του δὲν ἔπαψε ν᾿ ἀγαπάει αὐτὸ τὸ ἄθλημα. Εὐτυχῶς τὸ καταφύγιο αὐτὸ τῶν Ρώσων ἐμιγκρέδων δὲν κράτησε πολὺ, ἔκλεισε πάνω στὸν δεύτερο χρόνο. Στὸν Πειραιᾶ ὁ Καββαδίας καὶ τ᾿ ἀδέρφια του τελειώσανε καὶ τὸ Γυμνάσιο. Ἐκεῖ εἶχε συμμαθητὴ τὸ γιὸ τοῦ Παύλου Νιρβάνα, τὸν Κώστα Ἀποστολίδη, ποὺ τοῦ γνώρισε τὸν πατέρα του. Μένανε σ᾿ ἕνα σπίτι στὸ Νέο Φάληρο. Ὁ Καββαδίας πήγαινε συχνὰ – ἡ αὐστηρὴ παρακολούθηση τοῦ πατέρα εἶχε χαλαρώσει. Ἡ ἀρρώστια εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν λυγίζει.
Ὁ Νιρβάνας ὑπῆρξε γιὰ τὸν δεκαπεντάχρονο Καββαδία ὁ πρῶτος δάσκαλος. Τοῦ διάβαζε τὰ ποιήματα ποὺ ἔγραφε – βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ βιβλία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἕνας μικρὸς τόμος μὲ χρονογραφήματα καὶ μὲ τὴν ἀφιέρωση: «Στὸ μικρό μου φίλο Ν. Καββαδία, ἀπὸ ἐκτίμηση στὸ νεαρό του τάλαντο.» Συχνὰ ὁ ἡλικιωμένος συγγραφέας καὶ ὁ νεαρὸς ποιητὴς κάνανε μακρινοὺς περιπάτους στοὺς ἥσυχους δρόμους τοῦ ἤρεμου προαστίου μὲ τὶς διάσπαρτες βίλες. Ἕνα εἶδος σιωπηλῆς λατρείας εἶχε ὁ μικρὸς Καββαδίας γιὰ τὸν πολιτισμένο καὶ σοφὸ ἄνθρωπο, ποὺ τοῦ φέρθηκε σὰν ἴσο πρὸς ἴσο. Μία τέτοια φιλία εἶχε ἀργότερα καὶ μὲ τὸν Κ. Καρθαῖο ποὺ κι αὐτὸς ὑπῆρξε δάσκαλος κι ὁδηγητής του.
Τὸ 1929 ὁ πατέρας πέθανε ἀπὸ καρκίνο. Ὁ μικρὸς γιὸς εἶχε μπαρκάρει μὲ τὰ καράβια καὶ ἔγινε καπετάνιος σὲ φορτηγά. Ὁ Νίκος Καββαδίας πῆγε νὰ ἐργαστεῖ στὸ ναυτικὸ γραφεῖο τοῦ Ζωγράφου, ποὺ πρακτόρευε τὰ βαπόρια τῶν ἀδερφῶν τῆς μάνας του, μὰ γρήγορα ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ φεύγει μὲ τὰ καράβια. Τὸ 1933 δημοσιεύει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ «Μαραμπού», ποὺ τῆς ἀφιέρωσε πολὺ ἐπαινετικὴ κριτικὴ ὁ Φῶτος Πολίτης στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας «Πρωΐα».
Τὸ 1933 ἄφησαν τὸν Πειραιᾶ καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀθήνα. Μείνανε στὴν Κυψέλη – τὰ περισσότερα χρόνια, στὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Ἁγ. Μελετίου 10. Ἐκεῖ τοὺς βρῆκε ὁ πόλεμος. Πῆρε μέρος στὸν Ἀλβανικὸ καὶ γύρισε ἀπὸ τοὺς τελευταίους μὲ τὰ πόδια, ταλαιπωρημένος, ἀδύνατος, τρώγοντας ὅ,τι τοῦ ῾διναν οἱ νοικοκυρὲς στὰ χωριὰ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε.
Στὰ χρόνια της Γερμανικῆς Κατοχῆς ἔμεινε στὴν Ἀθήνα καὶ πῆρε μέρος στὴν Ἀντίσταση, μέσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ Κ.Κ.Ε. Ἐκεῖ ὅπου Ἕλληνες ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ Γερμανοὶ καὶ Ταγματασφαλίτες ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔπαιζαν τὸ παιχνίδι τῆς γάτας μὲ τὰ ποντίκια. Τότε ποὺ γέμισαν τὰ Χαϊδάρια κι οἱ Καισαριανὲς καὶ δὲν ἤξερες ἂν τὸ βράδυ θὰ κοιμηθεῖς στὸ σπίτι σου ἢ στὴν Ἀσφάλεια τῆς ὁδοῦ Μέρλιν. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Στρατοῦ Κατοχῆς μπαρκάρισε ὑπὸ περιοριστικοὺς ὅρους καὶ ταξίδεψε σ᾿ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του ὡς ἀσυρματιστής, μέχρι τὸ θάνατό του, στὶς 10 Φεβρουαρίου 1975.
*Γραμμένο από την αδερφή του Τζένια Καββαδία
Φωτογραφίες: Ιστολόγιο του Senile Decay και Lifo