Ήταν σπίτι, ως συνήθως, βυθισμένη κάτω από το πάπλωμά της, παρακολουθούσε την καθιερωμένη σειρά των έξι, όταν ξαφνικά άκουσε τον ήχο του θυροτηλέφωνου. Σηκώθηκε οκνηρά, αν και γνώριζε πως δεν περίμενε κανέναν. «Ποιος είναι; Ποιος είναι παρακαλώ;» ρώτησε επανειλημμένα. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Έτσι στάθηκε πίσω από την πόρτα όλο περιέργεια, κοιτώντας από τη χαραμάδα των κλειδιών. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό βυθισμένη στην ανία, βρήκε κάτι που της κίνησε το ενδιαφέρον, ένιωσε την καρδιά στο στήθος της.
Περίμενε αρκετά προσπαθώντας να διακρίνει κάποια κίνηση μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Ώσπου ξάφνου είδε μια τούφα ξανθά μαλλιά να ακουμπούν την κλειδαρότρυπα. Ήταν σκυμμένος. Όταν σηκώθηκε, είδε το πρόσωπό του, είχε μια βαριεστημένη έκφραση, ήταν σχεδόν συνομήλικοι.
Ύστερα παρατήρησε πως της είχε ρίξει κάτι από τη χαραμάδα της πόρτας. Ήταν ένας κατάλογος γνωστής αλυσίδας fast food, με προσφορές για πίτσες. Τον κράτησε στα δυο της χέρια, σχεδόν με ευλάβεια. Ήταν ίσως η πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, που λάμβανε κάτι από έναν άλλον άνθρωπο. Πόσο μάλλον του αντίθετου φύλλου. Τον άνοιξε και άρχισε να διαβάζει με προσοχή τις περιγραφές των φαγητών, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει κάποιο κρυμμένο μήνυμα ανάμεσα στις λέξεις.
Μαργαρίτα, γίγας, καυτερά, λιωμένο τυρί και πάει λέγοντας. «Θέλει να με φροντίσει, νοιάζεται αν τρέφομαι καλά, γι’ αυτό μου άφησε αυτό το σημείωμα. Ο καλός μου..» σκέφτηκε. «Πόσο γλυκό εκ μέρους του!»
Το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της σαν φυλαχτό και το διάβαζε πρωί βράδυ για να της κρατάει συντροφιά. Δεν παρήγγειλε ποτέ. Φοβόταν πως αν σήκωνε το τηλέφωνο εκείνος, θα ‘χανε τα λόγια της, δε θα ήξερε τι να του πει. Άλλωστε είχε κόψει το φαγητό μέρες τώρα.
Στεκόταν εναγωνίως πίσω από την πόρτα μήπως τον ξαναδεί. Μετά από καμιά εβδομάδα άκουσε πάλι τον ήχο του θυροτηλέφωνου. Η καρδιά της σκίρτησε. «Αυτός είναι επιτέλους» σκέφτηκε. Περίμενε με σχεδόν κομμένη ανάσα, η καρδιά της κόντευε να εκραγεί. Βλέπει μια λευκή τούφα από την κλειδαρότρυπα, δεν ήταν εκείνος. Της είχε άφησε κάτι, το μάζεψε από το πάτωμα. «Ίσως δεν μπορούσε να έρθει κι έστειλε κάποιον άλλον να μου αφήσει το νέο μήνυμα.» συλλογίστηκε. Η μπροσούρα έγραφε «Κέντρο Ξένων Γλωσσών». Το διάβαζε ξανά και ξανά και ξανά και ξανά ώσπου να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμά του.
«Ρωσικά, πολύ καλό επίπεδο σε δύο εβδομάδες.» Επιτέλους το βρήκε, ήταν το μήνυμά του, ήθελε να φύγουν μαζί, μακριά σε μια άλλη χώρα, στη Ρωσία!! Ήθελε να την πάρει μακριά από το σκοτεινό της διαμέρισμα, να τη λυτρώσει. Παρατήρησε τη φωτογραφία, έγραφε Αγία Πετρούπολη, θα έκοβε εισιτήρια για εκεί, θα τολμούσε να βγει μετά από τόσο καιρό, θα τον συναντούσε.
Ξάφνου άκουσε κάτι να σκαλίζει τη χαραμάδα της εξώπορτας. «Κι άλλο σημείωμα;» σκέφτηκε «Τόσο σύντομα;». Έγραφε «Αποφράξεις σωληνώσεων. Άμεσα κι αποτελεσματικά.» Τώρα κατάλαβε! Ο πιο σύντομος δρόμος για την Αγία Πετρούπολη ήταν μέσω της αποχέτευσης, δια της οδού των υπονόμων. «Θα χωθώ μέσα στη λεκάνη, αφού πρώτα τους έχω καλέσει για να με ρουφήξουν» σκέφτηκε.
Έχωσε το κεφάλι της στη λεκάνη, περιμένοντας ένιωσε μια ασφυξία, δεν έδωσε σημασία. «Λόγω της αναμονής θα είναι.» σκέφτηκε «ύστερα το σώμα θα γίνει πανάλαφρο για την απόφραξη, θα ελίσσεται άνετα μέσα στις σωληνώσεις.»
Καλλιτέχνης: Francis Bacon