Οι πηγαίες μορφοπλαστικές ικανότητες των Κυπρίων είναι γνωστές από την αρχαιότητα. Από τη νεολιθική εποχή αναπτύχθηκε στο νησί ένας αξιόλογος πολιτισμός που άφησε θαυμάσια δείγματα σ’ όλους τους τομείς της τέχνης, ιδιαίτερα σε αρχιτεκτονική, γλυπτική, αγγειοπλαστική, αγγειογραφία, μεταλλουργία και ψηφιδωτό. Ο πολιτισμός αυτός αναπτύχθηκε παράλληλα με εκείνο των άλλων ελληνικών περιοχών με τις δικές του όμως ιδιοτυπίες, αποτέλεσμα μιας συνεχούς επικοινωνίας με την τέχνη γειτονικών λαών.
Κατά την ιστορική της όμως πορεία, η Κύπρος δεν έμελλε δυστυχώς να γνωρίσει μακρές περιόδους ειρήνης, πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ευμάρειας, αναγκαίες προυποθέσεις για να αναπτυχθεί, να ανθήσει και να εδραιωθεί εντόπια έντεχνη καλλιτεχνική δημιουργία, γιατί η σημαντική γεωπολιτική της θέση τη μετέτρεψε σε βορά των κατά καιρούς δυνατών.
Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1571 αρχίζει η πιο σκοτεινή πολιτιστική περίοδος του νησιού. O καινούργιος κατακτητής δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για το μορφωτικό επίπεδο των Κυπρίων ούτε άφησε στο νησί, κατά τους τρεις αιώνες που κυριάρχησε, οποιοδήποτε έργο καλλιτεχνικής ή πνευματικής δημιουργίας. Αντίθετα, άφησε να καταστραφούν, λόγω έλλειψης φροντίδας, πολλά παλαιότερα αξιόλογα μνημεία. Επίσης η απαγόρευση από τη μουσουλμανική θρησκεία της απεικόνισης μορφών δεν επέτρεψε την αναβίωση της ανθρωποκεντρικής ζωγραφικής παράδοσης της ελληνικής αρχαιότητας, κατά το παράδειγμα της Δύσης και αποτέλεσε επιπρόσθετο ανασταλτικό παράγοντα στην εξάπλωση και στο νησί των ιδεωδών της αναγεννησιακής τέχνης. O λαός που γνωρίζει κατά την περίοδο αυτή τη μεγαλύτερη οικονομική εξαθλίωση στην ιστορία του), αναγκάζεται να στρέψει όλες τις προσπάθειές του στη φυσική επιβίωσή του.
Βρετανική κυριαρχία
Οι ιστορικές αυτές συνθήκες και η απομόνωση του νησιού περιόρισαν, όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, την εικαστική έκφραση στη συνέχιση της βυζαντινής Τέχνης και στη λαϊκή δημιουργία που εξέφρασε κάποιες ομαδικές αισθητικές αξίες, αφήνοντάς μας υπέροχα δείγματα ξυλογλυπτικής, υφαντικής, κεντητικής και αγγειοπλαστικής. Και τα δύο όμως αυτά είδη Τέχνης είναι από τη φύση τους συντηρητικά και περιορίζονται συνήθως στην αναπαραγωγή παραδοσιακών θεμάτων και τύπων.
Το 1878 η Κύπρος παραχωρείται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μεγάλη Βρετανία. Στο αγγλικό αποικιοκρατικό καθεστώς, ο κυπριακός λαός επένδυσε αρκετές ελπίδες για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσής τοι] και για την ανύψωση του μορφωτικού του επιπέδου. Είναι γεγονός ότι μια βελτίωση παρατηρείται σε όλους τους τομείς. Όμως, οι μικρές βελτιώσεις δεν επαλήθευσαν όλες τις προσδοκίες των Κυπρίων.
Πολιτιστική αφύπνιση
Η πρώτη πολιτιστική αφύπνιση εντοπίζεται πριν και ιδιαίτερα αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει όμως τις ρίζες της στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 190u αιώνα. Αμέσως μετά την άφιξη των Άγγλων αρχίζουν να κυκλοφορούν οι πρώτες εφημερίδες. Λίγο αργότερα έχουμε και τις πρώτες εκδόσεις λογοτεχνικών βιβλίων και περιοδικών. Μια νέα γενιά ποιητών, συγγραφέων, δημοσιογράφων, νομικών, γιατρών, εκπαιδευτικών, αρχίζει να βάζει τις ρίζες της πνευματικής ζωής του Τόπου. Μερικοί από τους σκαπανείς αυτούς ήταν Κύπριοι που πέρασαν αρκετά χρόνια στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, και η αλλαγή της διακυβέρνησης στο νησί τούς έφερε πίσω στον τόπο τους. Άλλοι ήταν Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Μικράς Ασίας και άλλων κέντρων του Ελληνισμού που για διάφορους λόγους ήλθαν στην Κύπρο. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγονται και αρκετοί εκπαιδευτικοί που έρχονται για να διδάξουν στα νεοϊδρυθέντα Γυμνάσια της Κύπρου. Παράλληλα όλο και περισσότεροι Κύπριοι αρχίζουν να Κάνουν σπουδές στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Αθήνα και το Λονδίνο.
Η πνευματική αυτή κινητικότητα παρατηρείται περισσότερο στον φιλολογικό και λιγότερο στον καλλιτεχνικό τομέα. Όμως, με τις πολιτικές και οικονομικοκοινωνικές αλλαγές που συντελούνταν άρχισαν να δημιουργούνται οι συνθήκες και για την εκδήλωση των μορφοπλαστικών ικανοτήτων των Κυπρίων σε είδη τέχνης πέρα από τη βυζαντινή και τη λειτουργική λαϊκή τέχνη. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους λαϊκούς ζωγράφους και γλύπτες που μολονότι πολύ λίγα δείγματα της δουλειάς τους έχουν διασωθεί, υπήρξαν πρόδρομοι της σύγχρονης κυπριακής τέχνης. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων, οι λαϊκοί αυτοί ζωγράφοι ασχολούνταν με τη φιλοτέχνηση τοιχογραφιών σε καφενεία και άλλους χώρους συγκέντρωσης με θέματα από την ελληνική ιστορία και παράδοση. Επίσης με τη ζωγραφική πάνω σε γυαλί ή τη διακόσμηση διαφόρων αντικειμένων οικιακής χρήσης ιδιαίτερα σιδερένιων κρεβατιών τα οποία κοσμούνταν με φυτόμορφα θέματα ή άλλες παραστάσεις, όπως προσωπογραφίες ζευγαριών στην κεφαλή τοι] κρεβατιοι), παραστάσεις οι οποίες συχνά επαναλαμβάνονταν αρκετά τυποποιημένες. ΟΙ λαϊκοί γλύπτες εκφράστηκαν διακοσμώντας σπίτια και εκκλησίες ή φιλοτεχνώντας απομιμήσεις αρχαίων γλυπτών.
Πέρα όμως από τη λαϊκή και θρησκευτική τέχνη ο 19ος αιώνας ελάχιστα δείγματα «έντεχνης» επώνυμης τέχνης μας έχει αφήσει.
Με τη μεταβίβαση της κυριαρχίας στους Βρετανούς άρχισαν να επισκέπτονται κατά καιρούς το νησί κάποιοι Άγγλοι ζωγράφοι (ερασιτέχνες τις περισσότερες φορές) είτε μεμονωμένα είτε συνοδεύοντας τα στρατεύματα, οι οποίοι λειτουργώντας ως φωτογράφοι αποτύπωναν ζωγραφικά τοπία και ανθρώπους. Οι ζωγράφοι αυτοί μετέφεραν στην Κύπρο την αγάπη των καλλιτεχνών της πατρίδας τους για τη νατουραλιστική αναπαράσταση του φυσικού χώρου επηρεάζοντας για κάποιο χρονικό διάστημα την εξέλιξη της ντόπιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα έργα των Βρετανών περαστικών καλλιτεχνών έχουν περισσότερη αξία ως μαρτυρίες μιας εποχής, παρά ως έργα με εικαστικές αξιώσεις. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην έξοδο των Ευρωπαίων ζωγράφων τον 190 αιώνα προς την Ανατολή η Κύπρος σπάνια συμπεριλαμβανόταν στη διαδρομή τους.
Καλλιτεχνικά μαθήματα
Μια άλλη κίνηση καλλιτεχνών προς την Κύπρο την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα έχει ως αφετηρία τα κέντρα του ευρύτερου Ελληνισμού. Οι καλλιτέχνες αυτοί έρχονται στο νησί για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν με την ίδρυση των πρώτων ελληνικών εκπαιδευτηρίων κατά την εισαγωγή των καλλιτεχνικών μαθημάτων στο πρόγραμμά τους.
Στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία έχουμε για παράδειγμα το Νικόλαο Κασσιφάκη, ο οποίος δίδαξε κατά τις χρονιές 1906— 1907 και 1908 – 1909 τον Απόστολο Γεραλή από το 1909 μέχρι το 1911 και τον Εμμανουήλ Αύγουστο από το 1911 μέχρι το 1917. Στη Λάρνακα έχουμε τον Κόντη και στη Λεμεσό τον Κουφό. Μερικοί από αυτούς ασχολούνται παράλληλα με την αγιογράφηση εκκλησιών και σε λιγότερο βαθμό με τη φιλοτέχνηση έργων τέχνης ανταποκρινόμενοι σε κάποια ζήτηση προερχόταν από μια νεοδημιουργούμενη αστική τάξη. Μεταξύ των καλλιτεχνών αυτών αναφέρουμε ενδεικτικά τον Μιχαήλ Κουφό και τον Οθωνα Γιαβόπουλο.
Ο πρώτος Ελληνοκύπριος που είναι γνωστό ότι αποπειράθηκε να σπουδάσει Τέχνη στο εξωτερικό είναι ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης (1849 – 1917). Ο Μιχαηλίδης πήρε στην αρχή μαθήματα αγιογραφίας και στη συνέχεια έφυγε για την Ιταλία με σκοπό να σπουδάσει τέχνη. Δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του και επιστρέφοντας στην Κύπρο εγκατέλειψε τη ζωγραφική και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην ποίηση. Από τα έργα που έχουν διασωθεί και για τα οποία υπάρχουν μαρτυρίες ότι ανήκουν στον Μιχαηλίδη, είναι φανερό ότι ασχολούνταν κατ’ εξοχήν με την αντιγραφή πινάκων ιδιαίτερα της αναγέννησης και με τη φιλοτέχνηση προσωπογραφιών.
Νίκος Νικολαΐδης
Ενας άλλος κορυφαίος Κύπριος λογοτέχνης εξάσκησε ως κύριο βιοποριστικό επάγγελμα τη ζωγραφική είναι ο Νίκος Νικολαΐδης (1884— 1956). Ο Νικολαΐδης προερχόταν από φτωχή οικογένεια, αναγκάστηκε από πολύ νωρίς να εγκαταλείψει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Εμαθε την τέχνη των χρωμάτων κοντά στον αγιογράφο Θεοχαρίδη και σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων άρχισε να γυρίζει την Κύπρο αναλαμβάνοντας διάφορες παραγγελίες.
Το 1907 πήχε στην Αθήνα και κατόρθωσε να γινει δεκτός στο Πολυτεχνείο ως ακροατής, μια και δεν είχε τα αναγκαία ακαδημαϊκά προσόντα για να εγγραφεί κανονικά. Παρακολούθησε τα μαθήματα για περίοδο 5—6 μηνών προσπαθώντας να εμπλουτίζει τις περιορισμένες γνώσεις του στη ζωγραφική. Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, στη Βόρειο και Νότιο Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Κατά καιρούς έζησε στην Αθήνα (1915-1919) και στην Κύπρο (1919-1923). Από το 1923 εγκατα-στάθηκε μόνιμα στην Αίγυπτο.
O Νικολαΐδης έδωσε πολλά σχέδια με μελάνι και παστέλ, υδατογραφίες και λάδια. Η θεματογραφία του εμπνέεται από το τοπίο και τους ανθρώπους ιδιαίτερα της Αιγύπτου. Καραβάνια, οάσεις, καμήλες, φοινικιές, πετρώδη τοπία, άνθρωποι την ώρα της δουλειάς, όλα δοσμένα περιγραφικά με αγάπη προς τη λεπτομέρεια. Σε κάποια έργα διαφαίνεται και η θητεία του στη βυζαντινή αγιογραφία.
Ανδρέας Θυμόπουλος
Ο πρώτος Κύπριος ο οποίος ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην τέχνη είναι ο γλύπτης Ανδρέας Θυμόπουλος (1881-1953). Σπούδασε στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα απ’ όπου αποφοίτησε το 1906. Λαμπρός φοιτητής αποσπούσε καθ’ όλα τα χρόνια των σπουδών του το Αβερώφειο και χρυσοβέργειο βραβείο. Εργάστηκε ως καθηγητής της ιχνογραφίας και της καλλιγραφίας στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης (1920—22). Ο Θυμόπουλος δημιούργησε μια σειρά έργων που αποτελούν τη βάση της κυπριακής γλυπτικής. Προσαρμόζοντας την Τέχνη του στην υπάρχουσα ζήτηση περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στην εκτέλεση μνημείων, ταφικών αναγλύφων και προτομών. Εως ένα βαθμό μετέφερε στην Κύπρο τις επιτεύξεις και το επίπεδο της γλυπτικής που υπήρχε στον κυρίως ελλαδικό χώρο στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Τα έργα του διακρίνονται για τις πλαστικές αρετές τους, την έντεχνη εκτέλεση και την ακρίβεια στην απεικόνιση των μορφών.
Βασίλης Βρυωνίδης
Πρωτεργάτης της κυπριακής τέχνης είναι επίσης και ο Βασίλης Βρυωνίδης (1882—1958) ο οποίος πήρε μαθήματα για μικρό χρονικό διάστημα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου έζησε για δέκα περίπου χρόνια. Σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες, στη Βενετία συνδέθηκε με τον Amadeo Modigliani. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα ως ελεύθερος σπουδαστής στις Ακαδημίες de la Granae και Colarossi στο Παρίσι όπου συναναστρεφόταν καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής. Η ζωγραφική του Βρυωνίδη είναι επηρεασμένη από τη χρωματικότητα της Βενετσιάνικης Αναγέννησης και από τους Γάλλους ιμπρεσιονιστές και μεταϊμπρεσιονιστές ζωγράφους. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, γυμνά και σκηνές από την καθημερινή ζωή στην πόλη. Ζωγράφισε Ιδιαίτερα με τέμπερες προσπαθώντας με διάφορες αναμίξεις και χημικές αντιδράσεις να επιτύχει το μέγιστο της διαφάνειας και φωτεινότητας.
Ο Βρυωνίδης έζησε αποξενωμέvos και παρεξηγημένος από το περιβάλλον του χωρίς καμιά κατανόηση και αναγνώριση της δουλειάς του. ΓΙ’ αυτό και συνειδητά δεν εξέθεσε ποτέ τα έργα του.
Ιωάννης Κισσονέργης
Σημαντική παρουσία στα πρώτα αυτά χρόνια πρέπει να θεωρηθεί ο Ιωάννης Κισσονέργης (1889-1963). Ο Κισσονέργης παρακολούθησε ιατρική για τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του για να συνεχίσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ύστερα από σπουδές ενάμιση χρόνου αναγκάστηκε λόγω σοβαρής ασθένειας να επιστρέψει στην Κύπρο, όπου εργάστηκε ως καθηγητής τέχνης.
Η συμβολή του Κισσονέργη στην εξέλιξη της σύγχρονης κυπριακής τέχνης είναι ουσιαστική. Εργάστηκε με συνέπεια σε μια εποχή δύσκολη, στην οποία καλλιτεχνική κίνηση και ζωή ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει κυρίως τοπία και ηθογραφικά θέματα από την κυπριακή αστική και αγροτική ζωή. Επίσης, σε λιγότερο όμως βαθμό, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, γυμνά, μυθολογικά και ιστορικά θέματα.
Προσπάθειά του υπήρξε η όσο το δυνατό πιστότερη αναπαράσταση της πραγματικότητας γι’ αυτό και τα έργα του αποτελούν σήμερα πολύτιμα ντοκουμέντα. Ηταν ο πρώτος Κύπριος καλλιτέχνης που χρησιμοποίησε την ακουαρέλα, πιθανώς επηρεασμένος από τους Άγγλους, ερασιτέχνες ως επί το πλείστον, ζωγράφους που εργάζονταν ή επισκέπτονταν κατά καιρούς το νησί. οι υδατογραφίες αποτελούν και την καλύτερη δουλειά του. Πρόκειται για επιμελώς δομημένες συνθέσεις με ανάλαφρα χρώματα τα οποία τοποθετούνται με ήρεμες πινελιές και στις οποίες καθοριστικό ρόλο παίζουν οι φωτοσκιάσεις και οι αρμονικές εναλλαγές των τόνων.
Αντίξοες συνθήκες
Μαζί του τελειώνει και η γενιά των πρωτεργατών της σύγχρονης κυπριακής τέχνης, των καλλιτεχνών που είδαν το φως πριν από το χάραμα του 20ου αιώνα. Μιας γενιάς που έθρεψε την τέχνη της από το φυσικό περιβάλλον, από την καθημερινή και ιστορική ζωή και που εκφράστηκε πάντα μέσα από διάφορα παραστατικά εικαστικά λεξιλόγια. Οι πρώτοι αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν την άγνοια, την αδιαφορία ακόμη και την εχθρότητα του κοινού. Σίγουρα το έργο τους έχει άνιση καλλιτεχνική αξία, άνοιξαν όμως το δρόμο σε μια δεύτερη γενιά καλλιτεχνών που με τις πιο ουσιαστικές τους αναζητήσεις έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης τέχνης, της γενιάς του Α. Διαμαντή, του Γ. Γεωργίου, του Σ. Φραγκουλίδη, του Β. Ιωαννίδη, της Λ. Νικολαΐδου Βασιλείου και του Τ. Κάνθου.
Κείμενο της Ελένης Σ. Νικήτα που δημοσιεύτηκε στο ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής την 1η Ιουνίου 1997.