Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Βασίλης Μιχαηλίδης – Ο Αμολόητος και ο μύθος του Μενήνιου Αγρίππα

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι ο εθνικός ποιητής του νησιού μου και ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές του ελληνικού έθνους.

Στα νιάτα του έγραψε αρκετά μυλλωμένα τα οποία κυκλοφορούσαν χειρόγραφα ή από στόμα σε στόμα. Το πιο γνωστό είναι ο Αμολόητος.

Μυλλωμένα – Κυπριακή λέξη που προέρχεται από την λέξη μύλλα που είναι το λίπος. Έχει και την μεταφορική έννοια του αθυρόστομου, του πονηρού.

Ο Αμολόητος έχει βάσει τον μύθο του Μενήνιου Αγρίππα όπου εξιστορεί την διαμάχη των μελών του σώματος. Τον διηγήθηκε το 494 π.Χ. για να συμφιλιώσει τους πατρίκιους με τους πληβείους.

Πέραν του Μιχαηλίδη, ο πρώτος στα ελληνικά γράμματα που έγραψε ποίημα με βάση τον μύθο ήταν ο Μανιάτης ποιητής Νικήτας Νηφάκης, “Διήγησις νοστιμοτάτη και ωφελιμοτάτη  περί του πώς εφιλονίκησαν ποτέ τα του σώματος μέλη  περί της βασιλείας και πώς εβασίλευσεν ο  κυρ Κώλος,  προτιμηθείς πάντων των μελών  και περί των αυτοκρατορικών νόμων τε και διαταγών”.

Αμολόητος

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Χάρτης, τχ. 9, με την εισαγωγή,

Τον οποίο μου είπεν και αντέγραψα ο μακαρίτης Αναστάσης Γρίβας από την Επισκοπή (Μωρού Νερού) επ. Πάφου αλλά και στο περιοδικό Μικροφιλολογικά τετράδια, τχ 11.

Έναν τζαιρόν τζαι μιαν βολάν του σώματος τα μέλη,
έτσι σγοιαν είχαν ούλλα τους αγάπην σαν το μέλιν,
έκαμαν επανάστασην τζ’ αρκέψαν πάνω κάτω
να ρίψουσιν την τζεφαλήν ‘που το καπετανάτον.
Έτσι σαν εμαλλώνασιν τζ’ ήταν να σκοτωθούσιν,
αθθυμηθήκαν τους θεούς τζαι πάσιν να κριθούσιν.
Αφού τ’ αποφασίσασιν για να το κάμουν τότες,
εμπήκασιν εις την γραμμήν ούλα τούς στρατιώτες.
Βάλλουν τον αμολόητον ομπρός παϊρακτάρην
τζαι πουρουτζήν τον γείτον του να παίζει να τους πάρει
Πκιάννουν την στράταν, φίλοι μου, κατταρκαστοί λουρκάζουν,
παν’ κόττα βία στους θεούς τζ΄ αρκέψαν να φωνάζουν.
όι εγώ, όι εσού, πκοιος να’ σιει τα πρωτεία.
Θωρείς τζαι τζει π’ ακούουνταν ούλλους οι μαλλωμοί τους,
σηκώννεται ο αμολόητος τζαι στέκει τζαι λαλεί τους:
– Πάψετε τα μαλλώματα, κάτσετε ‘νεπαμένα
τζαι βάρτε φτιν ν’ ακούσετε τα λόγια μου εμέναν.
Είντα νεκατωθήκατε ούλα τους καραόλους;
Ό,τι τζ’αν είμαι, εγιώ είμαι, εγιώ σας ‘ρίζω όλους.
Αντάν τζοιμάστε ούλλοι σας τζ’ εσείς τζ’ ο καπετάνος,
εγιώ ξυπνώ τζαι στέκουμαι τζαι γλέπω σαν βαριάνος.
Βαριάνος ντούρος, άφοος, ‘γρυ’ να μου πει πκοιος μπόρει,
να κάμω χίσαν μιαν τρυπώ θωρακωτόν παμπόριν.
Εσείς πρέπει να στέκεστε ομπρός μου ντροπιασμένοι,
γιατ’ είστε μ’ έναν φτύμμαν μου ούλλοι σας καμωμένοι.
Εγιώ ξέρω είντα τράβησα, για να’ στε σεις να ζείτε,
χωρίς εμέναν την ζωήν πού έθεν να την δείτε;
Εξύπνουν τζ’ εσηκώννουμουν σαν λιόντας θυμωμένος
τζ’ επήαινα ανακούτρουλλος, δισακκοφορτωμένος.
τζαι δεν ετταϊνάτιζα μέ κρίσην μέ βασίλειον
παρά ‘μπηα τα μούτρα μου τζ’ έφτυννα μες στον σπήλιον,
σπήλιον πο’σιει το στόμαν του μες στα μαζιά χωσμένον,
τζ΄ άφηννα το δισάτσιν μου π’ αππέξω κρεμμασμένον”.
«Μούλλωσε συ, πουκατινέ, τζαι δεν σου ππέφτουν λόγια,
τζ’ ο αρχηγός εγιώ είμαι, που κατοικώ στ’ ανώγεια».
Τότες ο αμολόητος με στόμφον τζαι θυμόν πολλύν,
γυρίζει μ’ ένα ξίππασμαν, λαλεί στην τζεφαλήν:
«Εσού, κυρία τζεφαλή, να μεν αννοίεις στόμαν
τζ’ εν είσαι ο καπετάνιος μας, φορείς τα μαύρα ακόμα.
Ως που’ σαι δασερή εσύ τζαι μαυροφορημένη,
ο αρχηγός εγιώ είμαι, τζαι κάτσε ‘νεπαμένη.
Εννά΄σαι καπετάνος μας τζ’ εννά’ σιεις τα πρωτεία,
αντάν αλλάξεις τζαι ντυθείς τον άσπρον σου μαντύαν.
Τώρα σιώπα, μεν λάμνεις, τζ΄εγώ σε κουμαντάρω
τζαι όπου θέλω, ζόρολα, μιτά μου εννά σε πάρω».
Οι δικαστές εκήρυξαν την τζεφαλήν ανόητον
τζ’ εδώκασιν το δίκαιον στον μέγαν αμολόητον.
Τζ’ ο γείτος του ο πουρουτζής προς το ακροατήριον
ενθουσιώδες έκραξε βροντώδες νικητήριον.

Τυχόν άγνωστες λέξεις

αμολόητος: ο ακατονόμαστος, ο ανομολόγητος
σγοιαν: σαν, όπως, καθώς
αρκεύκω: αρχίζω
παϊρακτάρης: σημαιοφόρος
πουρουτζής: που παίζει τη μπουρού, ο σαλπιχτής
κατταρκαστοί λουρκάζουν = περπατάνε στη σειρά, στη γραμμή
κόττα βία = βιαστικά
νεπαμένος: αναπαυμένος, ήσυχος
βάρτε φτιν = βάλτε αυτί
καράολος, καραόλος: το σαλιγκάρι [σε μας καράβολας]
αντάν: όταν
βαριάνος: ο φρουρός [σε μας βαρδιάνος]
χίσα: επίθεση, έφοδος [τκ. hisa]
ανακούτρουλλος = ξεσκούφωτος
τταϊνατίζω: υπακούω – μέ… μέ.. = ούτε… ούτε
μαζίν: αγκαθωτός θάμνος
μουλλώνω: σωπαίνω, λουφάζω
μ’ένα ξίππασμαν: ξαφνικά, απότομα
εννά = θε να, πρόκειται να, θα
λάμνω: προχωρώ [αρχ. ελαύνω], Εδώ: μη μιλάς.
ζόρολα: με το ζόρι, μιτά: μαζί

*Μύθος του Μενήνιου Αγρίππα

ΜΕΝΕΝΙΟΣ: Έναν καιρό όλα τα μέλη του κορμιού σηκώθηκαν ενάντια στην κοιλιά και την κατάκρεναν πως μόνο αυτή, σαν καταβόθρα, στη μέση του κορμιού, ακαμάτρα κι άνεργη χάφτει ολοένα τις τροφές, χωρίς ποτές σαν όλους να κουραστεί κι αυτή, ενόσω τ’ άλλα τα όργανα βλέπουν, ακούν, νογάν, λαλούν, βαδίζουν, πιάνουν και, συναλλάζοντας, βοηθάνε στην κοινήν όρεξη κι ευχαρίστηση όλου του κορμιού […]. Η κοιλιά μας σοβαρή σκεφτόταν, δε βιαζόταν σαν τους κατηγόρους της κι απάντησε έτσι: «Η αλήθεια, φίλοι ομόσαρκοί μου, πως είμ’ εγώ που πρωτοδέχομαι όλη την τροφή που απ’ αυτήν ζείτε. Κι έτσι πρέπει, γιατί εγώ ’μαι πρατήριο κι αποθήκη για όλο το κορμί. Αλλά, αν καλοθυμάστε, εγώ την ξαποστέλνω μέσα απ’ τα αιμάτινα κανάλια σας ως την καρδιά, που ’ν’ το παλάτι και ως τον θρόνο το μυαλό και μέσα από αγωγούς και κλείδωσες του ανθρώπου τα πιο χοντρά του νεύρα, οι πιο λεπτές φλεβίτσες λαβαίνουν από μένα αυτή την ταχτική ταγή που ζουν. Και μόλον που όλοι σας συνάμα,, φίλοι μου δε μπορείτε να ιδείτε τι μοιράζω στον καθένα, ωστόσο μπορώ λογαριασμό να δώσω για όλα, πως όλοι από μένα απ’ όλα παίρνουν τον ανθό κι εμένα αφήνουνε τα πίτουρα» […] Της Ρώμης οι συγκλητικοί είναι αυτή η καλή κοιλιά και σεις τ’ αντάρτικα τα μέλη: για ξετάσετε τις έγνοιες και φροντίδες τους. Καλοχωνεύτε τι πρέπει για το γενικό καλό, θα ιδείτε πως καμιά δημόσια χάρη δε λαβαίνετε απ΄αλλού, παρ’ όλα βγαίνουν κι έρχονται απ’ αυτούς σε σας κι όχι ποτέ από σας τους ίδιους.

*Δημοσιευμένο στο μπλογκ Ενθέματα

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.