Ἕνας συγγραφεύς, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης— ἀπέθανε καὶ ἀπέθανε εἰς τὸ νησί του, εἰς τὸ ἴδιον ἐρημικὸ νησὶ, εἰς τὸ ὁποῖον ἐγεννήθη καὶ τὸ ὁποῖον ἐδόξασε. Διότι ὁ Παπαδιαμάντης ἦτο μιὰ δόξα, δόξα ἀδιαφιλονίκητη σχεδόν, ἀλλὰ παράξενη καὶ παρεξηγημένη. Καὶ εἶνε ἀρκετὰ παράξενο φαινόμενο, τὸ ὅτι ἕνας συγγραφεύς, τὸν ὁποῖον οἱ σύγχρονοί του, αὐτοὶ ὅλοι οἱ ἐκλεκτοὶ νὰ ποῦμε τῆς τέχνης παραδέχονται ὡς μίαν κορυφὴν τοῦ νεοελληνικοῦ διηγήματος, δὲν κατώρθωσε νὰ συγκεντρώσει σὲ τόμο τὰ ἔργα του. Καὶ αὐτὸ τὸ παράξενο φαινόμενο μόνον ἡ ἀστάθεια καὶ ὁ ἑρμαφροδιτισμὸς τῆς νεοελληνικῆς σκέψεως μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν. -Πάντως μία ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Παπαδιαμάντη εἶχε τὴ θέση της- θέση ξεχωριστὴ ἀνάμεσα στὶς διάφορες ἐκδόσεις τῶν κατασκευασμάτων τῆς νοθευμένης νεοελληνικῆς σκέψεως. Τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη ἦτο καθολοκληρίαν ἑλληνικόν· καὶ, ἄν ἐπηρεάσθη σὲ τίποτε ἀπὸ τοὺς ξένους συγγραφεῖς ἦσαν τὰ κινήματα μόνον τῆς τέχνης τὰ ὁποῖα ἐν τούτοις ρυθμίζει ὅπως αὐτὸς θέλει, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ διδασκάλου. Παραμένει πάντοτε ὁ ἁπλὸς ζωγράφος τῆς ἤρεμης Ἑλληνικῆς ζωῆς καὶ ἡ ἁπλότης του—ἁπλότης γενικὴ σὲ ὅλα, ἐκτὸς ἐλαχίστων σημείων, εἶναι τὸ πολυτιμώτερο στοιχεῖο τῆς τέχνης του. Ἔμεινε προσκολλημένος εἰς τὸ ἠθογραφικὸ διήγημα, ἄν καὶ ἤξερεν ὅτι εἶνε ἀπὸ τὰ χαμηλότερα εἴδη τοῦ λόγου, ἀπὸ συνείδησιν τῆς ἀξίας του. Ἐπροτίμησε νὰ μείνει κυρίαρχος τῆς τέχνης εἰς τὸ ἐπίπεδον εἰς τὸ ὁποῖον ἠμποροῦσε νὰ τὴν ὁδηγήσει, καὶ νὰ δόσει ἔτσι ἄρτια ἔργα μὲ σχετικὴν ἀξία, παρὰ νὰ δόσει προσπάθειες ἔστω καὶ ὡραῖες οἱ ὁποῖες, ὡρισμένως, θὰ ἦσαν ἀβέβαιες καὶ ἀτελείωτες. Κι’ ἔτσι ἔδοσεν ἔργα σὰν τὸ « Ὄνειρο στὸ κύμα» εἰς τὸ ὁποῖον αὐτὸς ὁ θρησκόληπτος καὶ μυστικοπαθὴς ξανοίγεται ἁβρότατος ἠδονιστής, λεπτὸς ζωγράφος τοῦ γυμνοῦ, στὴν ἀφελέστερη ἴσως ἔκφραση τῆς ἠδυπάθειας τὴν ὁποίαν ἀποδίδει μὲ γλυκείαν ἀπαλότητα χρωματισμῶν, καὶ μὲ ἐξαιρετικὴν εὐγενικότητα γραμμῶν, χωρὶς πουθενὰ νὰ εἰσχωρεῖ τίποτε βάρβαρον, τίποτε ὄχι λεπτό. Κι’ ἀκόμα, ἔδοσε «Τ’ ἀερικὸ στὸ δένδρο» διήγημα μυστικοπαθὲς ποὺ προκαλεῖ τὸ ἐλαφρὸν ρῖγος τοῦ ἀνεξήγητου καὶ τοῦ μυστηριώδους. —Ἀναφέραμεν ἀπὸ τὴν ἐκλεκτὴ σειρά τῶν διηγημάτων τοῦ Παπαδιαμάντη δύο μόνον—κι’ αὐτὰ μὲ τόση συντομία, διότι δὲν σκοπεύομε μὲ τὸ πρόχειρον αὐτὸ σημείωμα νὰ κρίνωμεν τὸ ἔργο του. Ἄλλως τε κριτικὴ γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη εἶνε παρὰ πολὺ δύσκολος σήμερα ποὺ τὰ ἔργα του βρίσκονται σκορπισμένα ἐδῶ κι’ ἐκεῖ σὲ διάφορα ἡμερολόγια, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Ὁπωσδήποτε ὅμως, καὶ τώρα, μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς μὲ κάποιαν βεβαιότητα πῶς ἕνα μέρος τῶν ἔργων τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ ζήσει γι’ ἀρκετὸ καιρὸ ὡς ντοκουμέντο ἑνὸς λογοτεχνικοῦ εἴδους τῆς ἐποχῆς μας.
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1 του περιοδικό Γράμματα, χωρίς υπογραφή. Αποδίδεται στον Γιάννη Κασιμάτη που ήταν ένας από τους ιδρυτές του περιοδικού.
Φωτογραφία: Γεώργιος Χατζόπουλος