Μεσάνυχτα, και ο ποιητής Νίκος Καρούζος μου χτύπησε την πόρτα. Ήμουν μαζί μ΄ έναν φίλο, γνωστό με το παρατσούκλι Ευνούχος. Ο Καρούζος, χωρίς να χαιρετήσει, είπε:
«Πάω στοίχημα ότι εσείς οι νέοι δεν αντέχετε για τρέλες. Πως θα σας φαινόταν να φεύγαμε τώρα για Άγιο Όρος, να γίνουμε ρασοευχήδες. Κύριοι, έχετε τα κότσια;»
Προς έκπληξη του, σηκωθήκαμε σαν μαγνητισμένοι από την πρότασή και είπαμε με μια φωνή:
«Μέσα!»
Φτάσαμε στον Κηφισό αναζητώντας τολμηρό ταξιτζή – κανένας από μας δεν οδηγούσε – που θα ήταν διατεθειμένος να πάει τρεις παλαβούς στην Ουρανούπολη. Είδαμε έναν τύπο να μας κουνάει τα χέρια σαν ναυαγός. Ήταν ο άνθρωπός μας : σαλταρισμένος ταξιτζής, που μόλις είχε γυρίσει από σκυλάδικο!
«Φύγαμε», είπε.
Το ταξί ευρύχωρο, κυλούσε την Εθνική, με τον Καρούζο στο μπροστινό κάθισμα αμίλητο. Προφανώς ούτε εκείνος πίστευε αυτό που ζούσε, αφού δεν φανταζόταν ότι η πρόσκληση του θα είχε θετική ανταπόκριση. Λέω στον Ευνούχο.
«Αν ο Καρούζος χρησιμοποιήσει την έκφραση : βρίσκομαι στο χάος, την έχουμε βάψει…»
Και την είχαμε βάψει! Πλησιάζουμε στη Λαμία όταν ο Καρούζος γύρισε προς τον οδηγό: «Κάνε μια στάση, γιατί τα μάτια μου δεν είναι καλά. Πρέπει να βρούμε κολλύριο. Άντε πουλάκι μου, γιατί… βρίσκομαι στο χάος».
Φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της Λαμίας τέσσερις τα ξημερώματα. Ποιος όμως σώφρων άνθρωπος θα άνοιγε το φαρμακείο του σε τρεις μαντράχαλους ξενύχτηδες; Κι όμως, ένας φαρμακοποιός που μα λυπήθηκε και μας φοβήθηκε (;) πέταξε μέσα από τα κατεβασμένα ρολά ένα μπουκαλάκι φωνάζοντας : «Φευγάτε, δεν θέλω λεφτά».
Έτσι, βρισκόμασταν πάλι στο δρόμο προς Ουρανούπολη, με το Άγιο Όρος… στην καρδιά μας.
Ο Ευνούχος που ως συνήθως δεν καταλάβαινε τίποτα, άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημα του Σεφέρη.
Στους πρώτους τρεις στίχους ακούγεται ένα «στοοοοοόπ», και ο Καρούζος, που έψαχνε αφορμή να τελειώνει μ΄ αυτό το κακόγουστο αστείο που ο ίδιος είχε ξεκινήσει, σταματά το ταξί.
«Παρακαλώ τους κυρίους να κατέβουν από το αυτοκίνητο. Αμέσως. Εγώ σας πηγαίνω στο Άγιο Όρος κι εσείς μου μιλάτε για άλλον ποιητή!»
Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας: το ταξί έκανε επιτόπου στροφή και έφυγε με κατεύθυνση Αθήνα. Έτσι μείναμε ο Ευνούχος κι εγώ χαράματα στην Εθνική οδό, να κάνουμε ωτοστόπ μήπως και κάποιος μας μαζέψει. Κι ευτυχώς μας λυπήθηκε στην αρχή ένας οδηγός τρακτέρ και στη συνέχεια μια δασκάλα χωρίς χρυσά μαλλιά…
Μέρες αργότερα ο Καρούζος τηλεφωνεί σαν να μη συμβαίνει τίποτα και μας καλεί στο σπίτι του:
«Λέω, βρε πουλάκι μου, αυτό που περάσαμε, χα, χα,χα, να το κάνει ο ευνούχος μια ιστορία για το περιοδικό, την οποία εγώ θα προλογίσω».
Συμφωνούμε, και την επόμενη βδομάδα λαμβάνουμε δια χειρός του ποιητή τον πρόλογο μέσα σ΄ ένα φάκελο που μοίρα σκληρή τον θέλει να είναι σκισμένος.
Το να χάσεις χειρόγραφο του Νίκου Καρούζου σήμαινε : άλλαξε πατρίδα κι εκεί που πας φρόντισε να μη σε γνωρίζει κανείς! Ήμασταν σε απελπισία. Καθόμασταν στο σπίτι μου, γύρω από το τραπέζι, ο Ευνούχος, μια Γερμανίδα φίλη, ο γάτος μου, εγώ και η ηρωίδα η γυναίκα μου. Και, αντί για εγκεφαλικό που περιμένω να με χτυπήσει, μου ’ρχεται μια ιδέα.
Παίρνω στο τηλέφωνο τον Καρούζο και μπροστά σε όλους του λέω: «Θαύμα, Νίκο μου, έγινε θαύμα! Ο γάτος μου έκανε κομματάκια το χειρόγραφο σου και το έφαγε! Να, μίλα και με τα παιδιά εδώ, που ήταν μπροστά».
Από την άλλη μεριά του σύρματος, σιωπή. Τον είχα αιφνιδιάσει. Τον είχα χτυπήσει με το δικό του όπλο, τη μεταφυσική.
Με διέταξε να παρουσιαστώ στο σπίτι του αμέσως.
Ο Καρούζος σκυμμένος στη γραφομηχανή του και δίχως να με κοιτάξει, ψιθύρισε «Δείξε μου πως η γάτα έφαγε το χειρόγραφο».
Προσπάθησα – δεν ξέρω αν εκπροσώπησα καλά το έθνος των γατών, αλλά κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θα πρέπει να έσκισα. Μετά την παράσταση ο Καρούζος μου είπε;
«Ήταν θέλημα Θεού να φάει η γάτα το χειρόγραφο μου» – αφού είχα αρχίσει κι εγώ να πιστεύω στο τέλος πως μπορεί και να το’ φαγε.
Χρόνια μετά, λίγο πριν πεθάνει, ο Νίκος με ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι τότε η γάτα έφαγε το χειρόγραφο;»
Κι εγώ του απάντησα πολύ φυσικά: «Μα βέβαια, Νίκο μου. Πως σου πέρασε ποτέ απ΄το μυαλό το αντίθετο;»
Απόσπασμα από το βιβλίο Περί Αλητείας
Φωτογραφία: Sami Uçan (γάτα)