Έχει κάνει την τύχη του ο όρος «καρυωτακισμός» που συνοδεύει τον Καρυωτάκη, αφού 62 χρόνια μετά το 1935, επιμένει να λέγεται, και θα δούμε τώρα πόσο και σήμερα δοκιμάζεται. Τον είχε πρώτος χρησιμοποιήσει ο νέος κριτικός Αντρέας Καραντώνης στο άρθρο του «Η επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους». (Τα Νέα Γράμματα, τχ. 9, Σεπτέμ. 1935, σσ. 478-486).
Ο Καραντώνης υποστήριζε ότι η επίδραση της ποίησης του Καρυωτάκη, καθώς έπαιρνε τον χαρακτήρα «αισθητικής» – έτσι την ονόμαζε- που βασιζόταν «κυριώτατα στην ασταμάτητη κλάψα καί στο ανακάτωμα δημοτικής καθαρεύουσας» των νέων ποιητών, είχε ως αποτέλεσμα να τους «αχρηστεύει» ουσιαστικά. Με άλλα λόγια, η μίμηση της ποίησης του Καρυωτάκη είχε «ολέθριες» συνέπειες (ό.α. σ. 478).
Στη συνέχεια όμως του άρθρου του, θεωρούσε ότι για την επίδραση του Καρυωτάκη στα χρόνια 1928-1931 υπήρχε κάποια ηθική δικαιολογία εξ αιτίας «της στάσιμης εκείνης, δίχως νεύρα και γιομάτης από νοσηρές αναθυμιάσεις εποχής […]». Έβρισκε όμως αδικαιολόγητη την παράτασή της, από το 1932 και έπειτα.
(Ομολογώ δεν καταλαβαίνω πολύ τι άλλαζε στην κοινωνική και πολιτική ατμόσφαιρα το 1932 σχετικά με το 1928-1931, δεδομένου ότι ο Καραντώνης δήλωνε ‘βενιζελικός’ και βέβαια το 1932 με την άνοδο του αντιβενιζελισμού η ατμόσφαιρα άλλαζε προς το χειρότερο. Εκτός αν την αλλαγή την έβρισκε στην ποίηση όταν είχε υπάρξει η Στροφή του Σεφέρη και μόνο, δεδομένου ότι ο Καραντώνης αρνιόταν τον Νικήτα Ράντο, τον Σαραντάρη κλπ. – Ο Ελύτης δεν είχε φανεί ακόμη. Ή μήπως, η θέση αυτή του Καραντώνη, ήταν επηρεασμένη από το Ελεύθερο πνεύμα του Γιώργου Θεοτοκά; Μια υπόθεση που δύσκολα στηρίζεται, χωρίς να ξέρομε τα παρασκήνια).
Και για να θεμελιώσει την άποψή του ο Καραντώνης για την κακή ποιότητα τής παραγόμενης ποίησης υπό την σκιά του Καρυωτάκη, έδινε παραδείγματα ‘γλωσσικής ακαλαισθησίας’ από σύγχρονους του ποιητές. Ενδεικτικά αντιγράφω ένα εύστοχο παράδειγμά του:
«Δεν σε γνωρίζω αγέρωχε κι ευγενικέ μου ιππότα…»
Το άρθρο του Καραντώνη ήταν οργισμένο και σαφώς: προϊόν πάθους. Εύκολες υπερβολές; Μάλλον. Είναι βέβαια, τότε, νέος 25 ετών, (που θα έλεγε ο Καβάφης).
Έστω όμως. Η επίθεση κατά των καρυωτακικών ποιητών, και σε δεύτερο στρώμα κατά του ίδιου του Καρυωτάκη, μειώνοντας τη σημασία του, αρχίζει από έναν νέο «φανατικό για γράμματα», λίγο βιαστικό στις κρίσεις και ακαταστάλακτο. Αν κρίνομε από τα ποιήματα που δημοσιεύει στα περιοδικά εκείνα τα χρόνια, είναι δέσμιος τής πιο τυπικής παραδοσιακής αντίληψης.
Πάμε σε μια άλλη κατηγορία κρίσεων. Στο τεύχος ενός άλλου περιοδικού (Νεοελληνικά Γράμματα, 1η Σεπτ.) ο Τέλλος Άγρας, με επαληθευμένη την κριτική του ευαισθησία, και ως ‘επαγγελματίας αναγνώστης’, κρίνοντας τούς ίδιους ποιητές, απάνω κάτω (Μανώλη Αλεξίου, Ρίτσο, Ανθία, κλπ.),4 υποστήριζε τα ακόλουθα:
«Αν ηθέλαμε να βρούμε τις πηγές όθε εξεπήδησε τούτη η ποίηση που γράφουν σήμερα σχεδόν όλοι οι νέοι, θα θυμηθούμε, νομίζω πρώτα πρώτα τα ποιήματα που ο Φώτος Γιοφύλλης δημοσίευε το 1917, καθώς και την ποιητική συλλογή Κλεψύδρες τού Ρώμου Φιλύρα που τυπώθηκε το 1918. Ο Όμηρος Μπεκές με τον ‘Δον Κιχώτη ’ του στο περιοδικό Λόγος της Πόλης (1919-1920) επρόσφερε ολίγο αργότερα κι αυτός τη συμβολή του. Ο Καβάφης, που ολοένα γινόταν τότε γνωστότερος στην Ελλάδα, υπήρξεν από τους αμίμητους διδασκάλους της νέας ποιητικής σχολής. Ο Χάγερ Μπονφίδης πρώτος άρχισε τότε ν ’ακολουθή σε άλλον τόνο, το παράδειγμά του. Ο Κώστας Ουράνης με τις “Νοσταλγίες” ενίσχυσε κι αυτός την νέα ποιητικήν αντίληψι. Κλασσικά της όμως δείγματα εθεωρήθηκαν ο “Πιερόττος” του Ρώμου Φιλύρα, η “Αγωνία του σταρέμπορα” τού Φώτου Γιοφύλλη και ο “Μοιραίος”[sic] του Βάρναλη, φανερωμένα όλα στον ίδιο καιρό περίπου, στα 1920 ή στα 1921.
Και κλασσικός της ποιητής θα μείνει ο Κώστας Καρνωτάκηςμε τις Σάτιρες που τις εξέδωσε σε βιβλίο το 1928, ο Μανώλης Κανελλής με τα “Ρίγη τής Γης”, ο Τεύκρος Ανθίας με το περίφημο ποίημα τού Αλήτη· ο Κ. Κοφινιώτης και ο Ορέστης Λάσκος στάθηκαν έπειτα από τους αληθινούς πρωτοπόρους. Και σήμερα, το ξαναλέω, όλοι σχεδόν οι νέοι (οι εξαιρέσεις, αν και σημαντικές, είν’ ελάχιστες) γράφουν με το παράδειγμα τού Καρυωτάκη και τώνμετά απ’αυτόν. Και τα πέντε ποιητικά βιβλία που έχω σήμερα επάνω στο κριτικό μου τραπέζι, είνε βιβλία (θα πω την ανυπόφορη λέξη ώς ότου βρεθεί η καλύτερη) “μοντέρνα”: βιβλία όλα μιανής αληθινής Σχολής, τόσο πιστής, τόσο σφικτής, τόσο ομόγνωμης, όσο σπανίως υπήρξαν ποιητικές σχολές, τόσο προγραμματικές θα έλεγε κανείς, ώστε να χάνεται συχνά όχι μόνο η πρωτοτυπία, αλλά και η προσωπικότητα τού κάθε ποιητού.»
Και αναφερόμενος στα θεματικά μοτίβα των νέων ποιητών, υπογραμμίζει:
«Όλος ο τεχνικός πολιτισμός και όλος ο γραφειοκρατικός πολιτισμός τής εποχής: με τους όρους και τις φράσεις του. […] Μαζί με αυτά, ιδού οι ‘αντιποιητικές’ λέξεις, μπαίνουν ελεύθερα, ίσως μάλιστα κ ’ επιδεικτικά… Αλληλένδετες με τη γλώσσα είνε, βέβαια κ ’ οι μεταφορές κ’ οι ποιητικές εικόνες. Μιλούν για κιλοβάτ, […] για επιχειρήσεις και για μετοχές, για προβολείς και για λινοτυπία, […] για ρεκλάμες, ντεκόρ, τρακτέρ, μοτέρ».
[…]
»Μα πώς μπορεί έτσι να σχηματίσει κανείς μια σωστή ποιητική μορφή όταν απ’ όλη την ελληνική ποιητική παράδοση μόνον ο Σολωμός, τα “Παθητικά Κρνφομιλήματα” τον Παλαμά, ο Γρυπάρης κι ο -αμίμητος ωστόσο- Καβάφης θα μπορούσαν να σταθούν διδάσκαλοί της;
»Σε όλ ’ αυτά ο κακός σύμβουλος είνε ο ρεαλισμός τής Σχολής. Είνε ωρισμένως η ‘πλατειά πύλη’ – που φέρνει στην απώλεια… Όλα τα θεωρεί εύκολα και πολλά περιττά- το διάβασμα -μάταιο, την παράδοση- μισητή, την εργασία – καταστρεπτική. Αρκεί ν’αντιγράφη κανείς την π ρ α γμ α τικό τη τα . […] κανείς ίσως δεν παρατηρεί ακόμη πόσον ο ποιητικός λόγος φτωχαίνει, πόσο κυλά προς την κακή δημοσιογραφία, πόσο τα ρητορικά τον σχήματα γίνονται φθηνά και κούφια… Ο Μαλλαρμέ ως τόσο μιλεί κάπου για τον Μεσαίωνα, όταν έσβνσεν ολότελα η λατινική πρόζα… αλλά άρχιζαν συγχρόνως τα ψελλίσματα τού νεαρώτατον τότε χριστιανισμού, ανάμεσα στους βαρβάρους τής Ενρώπης πον επιχειρούσαν να εκφραστούν. Να θεώρηση κανείς την τωρινήν εποχή ωσάν παρόμοια μικρογραφία του Μεσαίωνα; Γιατί κάθε άλλη εξήγησή της δεν μπορεί παρά να την αδικήση ίσως – αφού θα την καταδικάση. […]
[…] »Και τώρα, στο περιεχόμενο των έργων.
Το πρώτο στοιχείο τους είναι ο λυρισμός. Ποτέ δεν υπήρξε η ποίηση των νέων τόσο λυρική, τόσο στενά υποκειμενική, τόσο στενά δεμένη με το άτομο και το πρόσωπο![…].»
(Μεγάλο το παράθεμα, αλλά και επειδή είναι δυσεύρετο, νομίζω άξιζε ώστε να φανεί, συγκριτικά, η διαφορά προοπτικής Καραντώνη και Άγρα).
Οι απόψεις αυτές του Τ. Άγρα, μπορεί στις λεπτομέρειες να έχουν αρκετά λάθη αξιολόγησης, αλλά η συνολική εικόνα που δίνουν ενδέχεται να απαντά πιο ουσιαστικά στο πρόβλημα «καρυωτακισμός» και με διαφορετικό τρόπο από εκείνο που εντοπίζει το «πνεύμα του ρήματος» αποκλειστικά στον Καρυωτάκη. Ο Άγρας φωτογραφίζει μια κατάσταση η οποία προηγείται του φαινομένου και όταν αυτό παρατείνεται καταλήγομε στο αδιέξοδο που κεφαλαιοποιήθηκε όχι πολύ σωστά ως ‘καρυωτακισμός’. Το σημειώνω έστω ως υπόθεση εργασίας.
Το 1935 στο οποίο γράφονται αυτά, έχει προηγηθεί η ομιλία του Τέλλου Άγρα ‘Καρυωτάκης’ (28/12/1933. Η αρχή της έχει δημοσιευθεί στο τελευταίο τεύχος του περ. Νέα Ζωή, α. 103-109, τχ. 3,6, Μάρτιος 1934) ενώ το πλήρες κείμενό της θα δημοσιευθεί τον Δεκέμβριο του 1935 -ειρω νεία;- στα Νέα Γράμματα, που -ν α το υπογραμμίσω- διευθύνει ο Καραντώνης και έμμεσα, πλην αποφασιστικά, ο Γιώργος Κατσίμπαλης.
Με άλλα λόγια στο ίδιο έντυπο, το ίδιο εξάμηνο, θα καταδικαστεί ο καρυωτακισμός και θα μειωθεί ο Καρυωτάκης (κατά Καραντώνη), αλλά και θα δικαιωθεί ο Καρυωτάκης (κατά Τέλλο Άγρα). Ελευθεροφροσύνη; Νομίζω, μάλλον εποχή που η λογοτεχνία και η κριτική μας έμοιαζε να παραπαίουν ανάμεσα σε δύο ‘αισθητικές’. Ή , απλοποιώντας, με δύο διακεκριμένες ‘αντιλήψεις’ περί λογοτεχνίας- κυρίως ποιήσεως.
Ως εδώ, ένα πόρισμα: Η εποπτείατου Καραντώνη φαίνεται -και από άλλα στοιχεία- περιορισμένη στο άμεσο παρόν. Ο Παλαμάς του, σε συνδυασμό με τα ποιήματα που έγραφε έως το 1934, ανταποκρινόταν στις τότε αισθητικές του προτιμήσεις.
Το ότι ο Καραντώνης έχει γράψει το Γύρω στον Παλαμά (1929) και το Ο ποιητής Γ. Σεφέρης( 1931), μπορεί να μπερδεύει ένα μεταγενέστερο, νομίζοντας ότι ο νέος αυτός κριτικός βρίσκεται μέσα στα πράγματα τόσο της παράδοσης όσο και της μόλις αναφαινόμενης ανανεωτικής ποιητικής αντίληψης. Όμως λίγο να προσέξει κανείς την 1η έκδοση τού Ο ποιητής Γ. Σεφέρης, βλέπει ότι δεν απέρριπτε μόνο τον Φώτο Γιοφύλλη, ως δήθεν ‘μοντέρνο’, αλλά και τον Τάκη Παπατσώνη. Πράγματι ο «Σεφέρης» του ήταν ένα διατακτικό άνοιγμα προς το άγνωστο, και το παρασκήνιό του το ξέρομε.
Ο Άγρας αντίθετα (και λόγω ηλικίας· 11 χρόνια μεγαλύτερο -όταν μάλλον μετράει η διαφορά στη γνώση και στην πείρα) κατέχει όλα τα δεδομένα του θέματος. Ίσως ξεχνάει τον φουτουρισμό, δεν μιλώ για τον ιταλικό, αλλά τον ‘ρωσικό φουτουρισμό’, ο οποίος, κυρίως, μέσω Μαγιακόφσκι, έχει δώσει λίγα, ενδιαφέροντα πάντως, δείγματα ποιητικής γραφής. (Και ήταν ήδη μεταφρασμένος σε περιοδικά της Αθήνας).
Το 1938 προστίθενται νέα στοιχεία στο αντικείμενό μας. Ο επίσης νεαρός, μαρξιστής αυτός, Βάσος Βαρίκας, στο βιβλίο του για τον Καρυωτάκη (1938)8 υποστηρίζει:
«[…] το έργο τον και η επίδραση του γεμίζει τα τελευταία δέκα χρόνια τής πνευματικής μας ζωής. Από κει εξακολουθούν να ξεκινάνε οι νέοι μας, και οι περισσότεροι εκείνα σταματάνε. […]». [Εγώ αραιογραφώ].
Και σε άλλο σημείο του βιβλίου του: « Έτσι εξηγείται πως το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής γενιάς εξακολουθεί να βρίσκεται προσκολλημένο στην ψυχολογία που το διαμόρφωσε και γιατί η ποίηση των νέων δεν κατόρθωσε ν ’ απολυτρωθείαπ ’ τον καρυωτακι- σμό, δηλαδή απ’ το έργο τού ποιητή, που αποτύπωσε σε στίχους το αρρωστημένο περιεχόμενο αυτής της ψυχολογίας» [Πάλι εγώ υπογραμμίζω].
Εδώ ίσως για πρώτη φορά έχομε ρητή αναφορά στην «αρρωστημένη ψυχολογία» που εκφράζεται με την ποίηση του Καρυωτάκη. Ο κατηγορηματικός τρόπος που εκφράζεται ο Βαρίκας εκτός από το νεαρόν της ηλικίας ίσως αποδίδει και την (ιδεολογική) ορθοδοξία του κριτικού, ο οποίος ανήκει στην ‘αριστερή αντιπολίτευση’, που θέλει να απεγκλωβιστεί από τα μηχανιστικά πρότυπα χωρίς να το κατορθώνει επειδή σε ανάλογα οδηγείται. (Οι λόγιοι των διαφόρων αποχρώσεων της άκρας αριστεράς μάχονταν να αποδείξουν την επαναστατικότητά τους, αμφισβητούμενη από τους ‘συγγενείς’ -σε διάσταση – άλλους).
Ο Κ. Θ . Δημαράς στην περιβόητη επιφυλλίδα του («Ελεύθερο Βήμα» 21/2/1938) που αρνείται τον Καρυωτάκη ως ποιητή, – μάλλον ως καθαρό [λυρικό] ποιητή, – καταλήγει:
«Ο Καρυωτάκης αντιπροσωπεύει μέσα στη φιλολογία μας τη γενεά τον ολόκληρη: τίτλος μεγάλος που τού εξασφαλίζει την αθανασία· ας μην προσπαθούμε να στολίσομε τη δόξα τον με δάφνες ποιητικές που δεν τού ανήκουν».
Πλην όμως, έχει υποστηρίξει στην αρχή του κειμένου του και τα ακόλουθα σημαντικά:
«/…] ήταν δέκτης ευαισθησίας καταπληκτικής, πον συγκέντρωσε, μέσα τον, όλες τις διάχντες τάσεις και ροπές της γενεάς του, τις αποκρυστάλλωσε και τους έδωσε μορφή τελειωτική. Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο κ. Βαρίκας “το έργο του Καρυωτάκη δεν ήταν δυνατόν, [“] σε καμμιά περίπτωση, [”] να έχει συνέχεια”[σ. 182, β ’ έκδ., τα εισαγωγικά δικά μου, γιατί οι 3 λέξεις αυτές δεν ήταν μέσα στη φράση του Βαρίκα]: ο Καρυωτάκης ήταν ένα όριο· ύστερα από κείνον οι επαναλήψεις, οι μιμήσεις τού είδους του, μας εδόθηκαν. Κατά τούτο, λοιπόν, η θέση τον στη φιλολογία μας είναι σημαντική. (Εγώ υπογραμμίζω).
Ο Τίμος Μαλάνος, στο αντίστοιχο βιβλίο του, αφού αντικρούει την άποψη ότι ο Καρυωτάκης είναι αντιπροσωπευτικός της εποχής του, αιτιολογεί την απήχηση τού έργου του, στο ότι «διέπεται από ένα συγχρονισμένο πνεύμα fantaisiste, τόσο καινούριο για τον τόπο μας αλλά και τόσο ταιριασμένο με τη βαθύτερη ψυχική διάθεση τού ποιητή. Και δεύτερο, ο πόνος πον εκφράζει, είναι τόσο γνήσιος κ ’οι ήχοι τον τόσο σπαραχτικοί, πον δεν μπορεί παρά να συγκινεί, κι όχι μόνο τους σημερινούς νέους, μα και τους αυριανούς, και, γενικά, τον άνθρωπο κάθ ’ εποχής. »
Χρήσιμο να προσθέσομε και τον Σεφέρη στον κατάλογο, ο οποίος, προλογίζοντας τη μετάφραση της «Έρημης χώρας», έβρισκε συγγένειες [εκλεκτικές;] τού στίχου τού Έλιοτ «Μέτρησα τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ» με το στίχο τού Καρυωτάκη «ή, να βνθομετρούσατε κι εσείς με μια φουρκέτα το άδειο σας κεφάλι». («Τα Νέα Γράμματα», 1936, σ. 633).
Μπορούμε κατόπιν αυτών να υποστηρίξομε, χωρίς ορατό λάθος, ότι το 1935 ψηλαψίζεται ο καρυωτακισμός και το 1938, ο Καρυωτάκης, δέκα χρόνια μετά την αυτοκτονία του, και με αφορμή την έκδοση των Απάντων του, που ξαναδιαβάζεται ο ποιητικός λόγος του, έχει συμπληρωθεί (με σχετική επάρκεια) η φάση της κριτικής του αντιμετώπισης, από τους εν ενεργεία κριτικούς και λογίους τής εποχής, και έχει λησμονηθεί -διότι έχει οριστικά παρέλθει, αν και μερικοί επιμένουν- ο καρυωτακισμός. (Ο λόγος της μεταβολής ίσως οφείλεται στο ότι έχει στραφεί το ενδιαφέρον προς την ποιητική παραγωγή των Σεφέρη, Ρίτσου, Εμπειρικού, Ελύτη, Βρεττάκου, κλπ.).
Η αναζήτηση των ‘κοινών τόπων’ – ‘κοινών παραγόντων’, αν θυμόμαστε τα μαθηματικά – των κριτικών αποτιμήσεων για τον Καρυωτάκη, φαντάζομαι να μας βρίσκει σύμφωνους. Τους απαριθμώ για να το δούμε:
Η διάσταση απόψεων για την ποιητική αξία του, επιτρέπει να δεχθούμε ότι, παρά ταύτα, πεποίθηση όλων ήταν ότι ο Καρυωτάκης εξέφραζε ένα πνεύμα -προσωπικό ή αντιπροσωπευτικό, αδιάφορο- με ‘τρόπο μοναδικό’ [κάπως απόλυτη η έκφραση] και για να το πω περιληπτικά: ικανό να μεταδοθεί στον αναγνώστη του· πιστοποιημένο εδώ και από τον «καρυωτακισμό». Η πρόσληψη τού έργου του είχε επιτευχθεί ευνοϊκά στην εποχή του. Και επίσης, (ένας ακόμη ‘κοινός τόπος’ των κριτών του): Η θετική επίδρασή του -εξαιτίας προφανώς της ιδιαιτερότητάς του- ήταν αδιανόητη. Οδηγούσε -όπως όλους τους μιμητές αξιόλογων ποιητών- σε άκομψες μιμήσεις και σε πληκτικές επαναλήψεις τού κλίματος που είχε αποτυπώσει ο πρώτος διδάξας. (Άλλη μια έμμεση απόδειξη τής μοναδικότητάς του).
Μένει εκτός συμφωνίας των κριτών, κατά πόσον το εξέφραζε σε ποιητική γλώσσα. Κρίσιμη διάσταση, της οποίας όμως η σημασία μπορεί να εκτιμηθεί με τη σημερινή προοπτική. Να σημειώσομε ωστόσο ότι η άρνηση της ποιητικής του αξίας στηριζόταν -υποτίθεται στις αρχές της καθαρής ποίησης. Όθεν: Αν αλλαχθεί η ‘αρχή’, ως προϋπόθεση, αλλάζει και το συμπέρασμα.
Άφησα, σκόπιμα, τελευταίο, το κατά πόσον τότε είχε οριστεί τι προσωπικό εκόμισε στην τέχνη ο Καρυωτάκης, όχι αόριστο και γενικό, αλλά συγκεκριμένο και πειστικό, ώστε να αποτελεί σημείο αναφοράς στους μιμητές και οπαδούς. Κοντολογίς: μπορούμε να βρούμε: τι περιεχόμενο δινόταν (και έπειτα το αφήνομε για διερεύνηση σήμερα) στον όρο ‘καρυωτακισμός;’ Ή αν μεταβάλλομε το περιεχόμενο του όρου, μπορούμε να κοιτάξομε διαφορετικά το θέμα των επιδράσεων. (Θα συμβεί 35 χρόνια αργότερα).
Ένας προσεκτικός αναγνώστης, ξέρει ότι ο Άγρας, στο ασύγκριτο εκείνο κείμενό του, (ενώ προηγουμένως είχε αναφέρει τα μορφικά γνωρίσματα τής ποίησής του) διευκρίνιζε και προσδιόριζε:
«Τέλος ο Καρυωτάκης των Σατιρών – αυτός επήρε κάτι από τον ρεαλισμό και την τραγικότητα τον Καβάφη.
Αυτά, θαρρώ είναι τα ελληνικά μαθήματα τής ποιητικής του τέχνης.
[.. .]»Και το περιεχόμενό του; αυτό δεν το δανείστηκε από κανένα. Αυτό το πήρε από τον εαυτό του κατ’ ευθείαν. Και δεν πιστεύω ν’ αμφιδάλη κανείς, ότι μόνο με το περιεχόμενο τού έργου του, ένας ποιητής γίνεται αντιπροσωπευτικός μιανής εποχής. Ή, αλλοιώς να το πω: ότι μόνον οι ποιηταί που παρέχουν περιεχόμενον, μόνον αυτοί γίνονται αντιπροσωπευτικοί μιας εποχής. […]» [Εγώ υπογραμμίζω].
Πόρισμα. Ώστε, για όλους τον καρυωτακισμό δεν τον συγκροτούσε η ‘μορφή’ αλλά τα ‘σημαινόμενα’ τής ποίησης του.
Κάπου 35 χρόνια αργότερα, ένας καλός και εργατικός φιλόλογος, ο αλησμόνητος φίλος Γιώργος Σαββίδης, στο μελέτημά του «Ο Καρυωτάκης ανάμεσά μας ή τι απέγινε εκείνο το ποδάρι» (1972), ξαναέφερε στην επιφάνεια την ξεχασμένη υπόθεση των επιδράσεων του Καρυωτάκη, εκτιμώντας αλλιώς το θέμα. Υποστήριξε ότι αυτά τα χρόνια ο ποιητής των «Ελεγείων και Σατιρών» εξακολουθούσε υπόγεια και βασανιστικά να βρίσκεται «ανάμεσά μας».
Στο μελέτημα αυτό, για πρώτη φορά τόσο κατηγορηματικά, ενώ τονίζεται ότι ο παλιός ο καρυωτακισμός είναι υπόθεση ξεπερασμένη (και ότι οι ποιητές που τον εξέφραζαν δίκαια «έπεσαν σε σπλαχνική λήθη») αναπτύσσεται η θέση της έμμεσης επίδρασης της ποίησης τού Καρυωτάκη: ως φορέα ενός πνεύματος, το οποίο βρίσκομε να επιβιώνει γόνιμα από τη γενιά του ’30 έως και τη ‘γενιά του 70’.11 Προφανώς και εδώ είχαμε επιβίωση λόγω περιεχομένου, καθώς έδειχναν τα κείμενα που ανθολογούσε.
Και μια ακόμη ένδειξη δια τού αντιθέτου. Αν είναι σωστή η άποψη του Ζήσιμου Λορεντζάτου ότι: «Με τα Ελεγεία και Σάτιρες’η παλιά ποιητική παράδοση έχει ξεπεζέψει. Ο Καρυωτάκης προετοιμάζει το λεγόμενο ελεύθερο στίχο […]», η υπόθεση του παραμερισμού της μορφής ενισχύεται.
Συνεπώς είτε είναι σωστό είτε όχι ότι ο Καρυωτάκης προετοίμασε τον ελεύθερο στίχο, το γεγονός ότι επικράτησε ο ελεύθερος στίχος έκτοτε, επιτρέπει να ξεγράψομε, στη διερεύνηση αυτή, τα μορφικά στοιχεία της ποίησης τού Καρυωτάκη, διότι δεν τα είχαν ανάγκη οι ‘ελευθεροστιχίτες’.
Δύσκολο εξ άλλου βρίσκω να μπορεί υποστηριχθεί σήμερα ότι η νεωτερική ρυθμική επηρεάστηκε από τον «ξεκλείδωτο» στίχο του Καρυωτάκη. (Χωρίς να το αποκλείω θεωρητικά, αν υποθέσομε πως ένας νεότερος ερευνητής θελήσει να δουλέψει επί του θέματος, αποδεικνύοντας το αντίθετο).
(Εδώ θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι θεωρητικά η επιστροφή στον μετρικό στίχο δεν μπορεί να αποκλειστεί -και έχομε ήδη από τη δεκαετία του ’80 τέτοια δείγματα. Παρατηρώ πάντως, εάν περιοριστώ σε αυτά τα δείγματα, ότι η ρήση τού μετρικού στίχου από τους συγκεκριμένους αυτούς ποιητές γίνεται με αρκετές ανοχές απέναντι των αυστηρών κανόνων της μετρικής. Όμως αυτό δεν αποκλείει θεωρητικά μια ρωμαλέα επιστροφή στον μετρικό στίχο στο μέλλον. Σε αυτή όμως την περίπτωση ο ετεροβαρύς στίχος του Καρυωτάκη τι μπορεί να σημαίνει; Ερώτημα ανοιχτό).
Ωστόσο επειδή η απόδειξη έρχεται έξωθεν, ας παρατείνομε λίγο ακόμη την εξέταση της μορφικής επίδρασης, ώστε να ενισχυθούν τυχόν οι λόγοι της απόρριψης της σημασίας των γλωσσικών τύπων.
Αίφνης θα μπορούσαμε να εντοπίσομε λέξεις από το λεξιλόγιο του Καρυωτάκη «μη κοινόχρηστες», που τυχόν επαναλάμβαναν μεταγενέστεροι ποιητές. Νομίζω βρίσκονται. Όμως οι γλωσσικοί τύποι, όπως και άλλα ανάλογα (λ.χ. φραστικά σχήματα, ή όσα καταγράφει ο Άγρας) θεμελιώνουν μια ποιητική που να είναι αναγνωρίσιμη; Ή απλώς συνιστούν επουσιώδες γνώρισμα, ή καρικατούρα της μίμησης; Όμως καθώς έχομε δύο «Πίνακες λέξεων» της ποίησης του Καρυωτάκη, η επεξεργασία του ζητουμένου είναι εύκολη, αρκεί να καταρτίσομε πίνακες λέξεων κάποιων ποιητών που τους βαφτίσαμε καρυωτακικούς. Έτσι μπορεί να μας προκύψει μια απάντηση στην πάντοτε εκκρεμή απορία γιατί στήνομε δομικές αναλύσεις αποκλειστικά και μόνο για τους ήδη αναγνωρισμένους συγγραφείς.
Επομένως, άμεσα και έμμεσα κοιτάζοντας, καταλήγομε ότι τα μορφικά στοιχεία, ως όρους της επίδρασης Καρυωτάκη, μπορούμε μάλλον να τα αποκλείσομε, μαζί με τους μη ποιητές εκείνους που, αμέσως μετά την αυτοκτονία του, αδέξια τον μιμήθηκαν και που πιθανόν εξ αιτίας τους γεννήθηκε, και επιβίωσε ο συκοφαντημένος, λίγο ή πολύ, όρος: καρυωτακισμός.
Να συμπεράνομε επομένως ότι, με κοινή συμφωνία παλαιών και νέων στοχαστών, η επίδραση του Καρυωτάκη εστιάζεται στο νοσηρό (ή, όπως αλλιώς το ετικετάρομε) κλίμα που κατέγραψε. Προφανώς εφ’ όσον παραμερίζομε τη μορφή, την οποία πάντως αντέγραφαν οι τότε καρυωτακίζοντες ποιητές, που δικαίως λησμονήθηκαν. Από αυτή την πλευρά η επίδρασή τους παύει να μας ενδιαφέρει, ως ‘μη ποιητική’ ή ως κακός ‘αναδιπλασιασμός’ τού Καρυωτάκη.
Καιρός να πάμε στο θέμα των γόνιμων επιδράσεων.
Ο Γ. Π. Σαββίδης στην ανθολόγηση που κάνει για να επαληθεύσει την επίδραση Καρυωτάκη, προβαίνει σε τρεις κατηγοροποιήσεις. Στις δύο πρώτες, παίρνει παραδείγματα ποιημάτων, από τους περίπου συνομήλικους τού Καρυωτάκη, τους οποίους κατατάσσομε στη γενιά του 30, υποδεικνύοντας έμμεση και άμεση επίδραση. Στην τρίτη κατηγορία, ανιχνεύει πολύ μεταγενέστερες ‘επιδράσεις Καρυωτάκη’, κοιτάζοντας πέντε ανθολογίες, που εμφανίστηκαν τη δεκαετία 1960-70. Πρόκειται για ποιητές που είθισται να τους ονομάζομε, τής γενιάς του ’70.
Να θεωρήσω ότι δεν είναι τυχαίο το πως ‘από τη γενιά τού ’30’, μεταβαίνομε στη γενιά του ’70, παραμερίζοντας την πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά; Και εδώ, ας μου επιτραπεί να επικαλεστώ την παρατήρησή μου, που έχω ήδη υποσχεθεί να υποστηρίξω, ότι μετά το 1938, διαπιστώνομε περίπου εξαφάνιση των κριτικών μελετών για τον Καρυωτάκη.
Μήπως για τις δύο αυτές μεταπολεμικές γενιές, η τυπική απουσία Καρυωτάκη, οφείλεται σε ‘απώθηση’; – δανείζομαι τη λέξη/κλειδί από τον Βύρωνα Λεοντάρη.
Γενικώς πάντως: Η απουσία των ποιητικών συλλογών και των Απάντων Καρυωτάκη, τού 1938, μάς επιτρέπει νομίζω να δεχθούμε ότι ο Καρυωτάκης διαβάζεται πλημμελώς μέσω των ανθολογιών, από τις οποίες η πλουσιότερη, και με αλφαβητική κατάταξη των ποιητών, τού Ηρακλή Αποστολίδη (1933 και 1940), περιελάμβανε 13 ποιήματα τού Καρυωτάκη, και στην 4η έκδοση (1940, χ.χ.) τα διπλασίαζε. (Να συνέλαβε άραγε ο ανθολόγος την αλλαγή του κλίματος υποδοχής;).
Κατά τη δική μου μέτρηση ο Καρυωτάκης έως και την έκδοση τού 1965 ( Άπαντα τα ευρισκόμενα, επιμέλεια Σαββίδη) ήταν εκδοτικά Απών.
Σκέπτομαι όμως, με δεδομένη την αφθονία των εκδόσεων στις δεκαετίες 1950 και 1960, ότι η μη ζήτηση επανέκδοσης τών ποιημάτων Καρυωτάκη, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τους λόγους. Δεν τους ονομάζω και δεν πειράζει να αφήνομε εκκρεμότητες, όταν οι πιθανές απαντήσεις είναι περισσότερες της μιας και τελεσίδικης, που κάποιος αναλαμβάνει να την διεκπεραιώσει.
Και δεν τους ονομάζω διότι δεν θέλω να τολμήσω την υποψία ότι δεν τον ζητούσε η αγορά, αν πιστεύομε ότι αυτή κινείται με ευαίσθητους κανόνες.
Στο ερώτημα λοιπόν τι επιβιώνει από το κλίμα Καρυωτάκη -διότι περί αυτού και μόνο πρόκειται – η απάντηση θα παραμένει αινιγματική , ως προς τις νεότερες γενιές, αφού δεν βρισκόταν στην αγορά το σώμα της ποίησής του.
Ποιός όμως μπορεί να αποκλείσει ότι ένιοι ποιητές -η επίλεκτη αυτή μειοψηφία- είχαν πρόσβαση στο σύνολο του έργου του, ψάχνοντας φανατικά στα υπόγεια παλαιοβιβλιοπωλεία;
Νέο ερώτημα: Από ποιούς λόγους κινήθηκε η φήμη του στους μεταγενέστερους, πριν από το 1965; Από το ίδιο το ποιητικό έργο του ή, έμμεσα, από την γοητεία που ασκούσε η αυτοκτονία του, εξ αιτίας της οποίας ανέβαινε το κύρος της ποίησής του;
Ξέρω, διαμαρτύρεται ο Σαββίδης το 1972, ζητώντας να ξεχάσομε την αυτοκτονία του, και να δούμε το ίδιο το έργο του. Συμφωνούν και οι νέες θεωρίες (ήδη από ‘Νέα Κριτική’ επί Ρίτσαρς και Έλιοτ) ότι τα βιογραφικά στοιχεία των ποιητών δεν ενδιαφέρουν στην αποτίμηση του έργου, και παραπλανούν στην ερμηνεία του.
Σωστά. Όμως υπάρχουν και οριακές περιπτώσεις, όπως οι αυτοκτονίες του Μαγιακόφσκι και του Καρυωτάκη που έμοιαζαν να απορρέουν από τις κοινωνικές συνθήκες τις οποίες ζούσαν. Η μετριοπαθής απόδοση του λόγου αυτού ήταν ότι υπεύθυνες για την πράξη τους υπήρξαν οι αντίστοιχες μικρόψυχες γραφειοκρατίες των χωρών τους. Κατά μια πιο φιλόδοξη εκδοχή: Στο πρόσωπο του Μαγιακόφσκι αυτοκτονεί η αυθεντική Επανάσταση του 1917. Με τη χειρονομία Καρυωτάκη ενταφιάζεται η Μεγάλη Ιδέα.
Παραμερίζοντας τέτοιες ή ανάλογες ερμηνείες, ας δεχθούμε το δεδομένο της απήχησης του Καρυωτάκη σε ένα αναγνωστικό κοινό που υπερβαίνει το μάλλον περιορισμένο κοινό τής ποίησης. Ωστόσο αυτό καθε αυτό το φαινόμενο βρίσκεται εκτός της ποίησής του, ως ποίησης, αφού ανήκει αποκλειστικά στα σημαινόμενά της και όχι στους τρόπους που αυτά ανα- και απο-δεικνύονται μέσω της γλώσσας.
Και το ερώτημα που έρχεται λογικά είναι: γιατί αυτό συμβαίνει. Ψάχνοντας μια απάντηση, για το θέμα της ευρύτερης απήχησης, ας πάμε στον βίο του Καρυωτάκη. (Προφανώς θα βρεθούμε εκτός των όρων της λογοτεχνικής αποτίμησης). Το τελευταίο διάστημα της υπαλληλικής του ζωής, μάλλον εξ αιτίας τής συνδικαλιστικής του δράσης, και ίσως επειδή κατηγορήθηκε για διαφυγή κάποιων απορρήτων στοιχείων από το υπουργείο που εργαζόταν, υπέστη συνεχείς διώξεις, οι οποίες κατέληξαν στην τελευταία και μοιραία μετάθεσή του στην Πρέβεζα – όπου και η εσχάτη χειρονομία. Η οποία θα επαναλάβω ένα λεκτικό παιχνίδι μου- κόντεψε να θεωρηθεί ως η τετάρτη ποιητική συλλογή του. Και η φήμη της αυτοκτονίας του δεν είναι αμελητέο γεγονός· για ποιό κοινό; Ας το δούμε.
Είναι βέβαιο το πόσο μέτρησε στις εκτιμήσεις τών κριτικών του, την εποχή εκείνη, η χειρονομία του ως πράξη που επαλήθευε την ποίησή του, και ως έκφραση τόλμης. Τολμούσε αυτό που δεν τόλμησαν εκείνοι, επίσης και αυτοί αρνούμενοι τα φαινόμενα τής (παρούσας) ζωής και της (υπαρκτής) κοινωνίας των ετών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ακόμη πιό πριν: των συνθηκών που προέκυψαν μετά τη σύγκρουση Βενιζέλου – Κωνσταντίνου, το 1916.
Ο ίδιος ο Καρυωτάκης ονομάζει την χειρονομία του ‘ταπεινωτική’· ορθώς με τα κριτήρια της εποχής. Για να το αντιληφθούμε, ας αναφερθεί ότι η αυτοκτονία του Συκουτρή, μια 10ετία αργότερα, είχε επιμελώς αποκρυβεί από τους οικείους και φίλους του.
«Ταπεινωτική» την χαρακτήριζε ο ίδιος, και το πίστευε. Αλλιώς πώς μπορεί να εξηγηθεί, γιατί δοκίμασε πρώτα να αυτοκτονήσει με πνιγμό στη θάλασσα, οπότε: ακόμη θά ψάχναμε αν ήταν ηθελημένο ή τυχαίο συμβάν.
Ο Κλέων Παράσχος, υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα, αμφιταλαντεύεται (1928):
«…μια χειρονομία […] που δεν ξέρουμε πότε ακριβώς δείχνει δειλία και πότε θάρρος, […]»
Και ο Τέλλος Άγρας, την συγκρίνει με τις αυτοκτονίες διαμαρτυρίας των Ιαπώνων, άποψη που ενισχύει την υπόθεση τής αυτοκτονίας, ως απόρροιας διαμαρτυρίας.
(Υπενθυμίζω: Και ο Άγρας ήταν δημόσιος υπάλληλος. Το 1944 υποσχόταν να μιλήσει μετά τη συνταξιοδότησή του. Όθεν μπορούμε να υποθέσομε τι θα καταλόγιζε στην γραφειοκρατία, την οποία εξ άλλου είδε από το ύψος της Εθνικής Βιβλιοθήκης).
Ωστόσο, η πράξη του αυτή -έστω – «επαλήθευε» την ποίησή του. Όχι όμως – «για όνομα τού Θεού» – και ότι έγινε για να «αποδείξει» τη συνέπεια της.
Πόρισμα. Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη έπαιξε ρόλο στην καθιέρωσή του. Ο Μήτσος Παπανικολάου το επικαλείται ρητά. Να υποθέσομε ότι και το ευρύ κοινό επηρεάστηκε από την έσχατη χειρονομία του και τον ξεχώρισε; Ζητούμενο.
Ας εξετάσομε τα θέματα τού κοινωνικού περίγυρου.
Ο ιδιαίτερα ευαίσθητος στα μηνύματα τής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, Κ. Θ. Δημαράς, έχει, το 1938, επισημάνει πως ο Καρυωτάκης ‘ήταν δέκτης’ και ‘αποκρυστάλλωσε’ τις διάχυτες τάσεις/ ροπές της εποχής του, όπως είδαμε στην αρχή να το διατυπώνει.
Θα επιμείνω να κοιτάξομε σήμερα, σε απόσταση ιστορίας, το κατά πόσον εξέφρασε διάχυτες ροπές της εποχής του, και η ανάγνωση της ποίησης τού Καρυωτάκη ορίζει αυτές τις διάχυτες ροπές και τις αναπαράγει. (Η συνθήκη προφανώς είναι αναγκαία, αμφιβάλλω όμως αν είναι και ικανή για να το αποδώσει).
Ο Τ. Μαλάνος το είχε αμφισβητήσει. Το 1988 το αμφισβητεί και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος:
«Ο Καρυωτάκης δεν είναι αντιπροσωπευτικός καμιάς εποχής. […] Απλά και μόνο εκφράστηκε με τα μέσα της εποχής του ή με όσα ξεδιάλεξε από την εποχή τον. Τα όσα η εποχή του κατάλαβε από τον Καρυωτάκη, το φανερώνει ο λεγόμενος καρυωτακισμός. […]» (όπ.π. σ. 43).
(Ομολογώ ότι και σι τρεις θέσεις που διατυπώνονται σε αυτό το παράθεμα, με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο. (Η διαύγεια της δια τύπωσης όσο και η συνοπτικότητά τους είναι παραδειγματικές).
Μήπως όμως είναι απλοποίηση να μιλάμε για διάχυτες ροπές και τάσεις μιας εποχής, οι οποίες εκφράζονται με ένα και μοναδικό τρόπο; Μήπως ορθότερα πρέπει να μιλάμε για μια δέσμη τάσεων και ροπών; Και ότι η δέσμη αυτή -α ν υποτεθεί προσπελάσιμη και περιγράφιμη στο σύνολό της, πράγμα, ορθά, αμφισβητήσιμο- έχει συγκροτηθεί από ποικίλες επί μέρους τάσεις και ροπές; Και ότι οι ‘δεσπόζουσες’ ή ‘κυρίαρχες’, όπως κάποιες εξ αυτών ονομάζονται, ορίζονται με κριτήρια κάθε φορά υποκειμενικής κατηγορίας και εξαρτημένα από ιδεολογικές παραμέτρους; Και ότι σε αυτή την περίπτωση η λογοτεχνία αποτελεί υποσύνολο;
Και τέλος, μήπως, έτσι ή αλλιώς, αμφισβητούμενα ή όχι – πάντως: συζητούμενα- αυτά τα ‘δεσπόζοντα ρεύματα’ μιας εποχής, εάν ανιχνεύονται σε ένα δημιουργικό έργο, συνεπάγεται ότι το έργο αυτό, πέραν της λογοτεχνικής, έχει και ιδεολογική, τελικά: πολιτική διάσταση;
Και μήπως τα λογοτεχνικά έργα που έχουν ιδεολογική, πολιτική διάσταση, ή αλλιώς ειπωμένο: εκείνα που φαίνεται να κοιτάζουν τον κόσμο ‘από δική τους οπτική γωνία’, που όμως δεν ανήκει σε συγκεκριμένη συντεχνία, και φαίνεται να απαντούν σε ευρύτερες ‘αγωνίες’, δημιουργώντας ‘ανταποκρίσεις’ (έτσι ώστε να ικανοποιείται ο όρος τής λεγόμενης πρόσληψης, όταν αυτή συνιστά και: αξιολόγηση) τα έργα (ακριβώς αυτά) επιβιώνουν: επειδή με αναγνωρίσιμο τρόπο εκφράζουν κάποιες από τις ‘διάχυτες ροπές μιας εποχής’ οι οποίες έχουν αντικειμενική υπόσταση; (Σε σύγχρονη ορολογία: εκφράζουν ασαφείς προσδοκίες).
Και μήπως κάποιες ‘διάχυτες ροπές’ μιας εποχής, δεν ανήκουν σε μιά και μόνη εποχή, αλλά έχουν -να πω τη λέξη που έγινε της μόδας- ‘οικουμενικό’ χαρακτήρα; Μήπως επίσης, κάποια σημεία των καιρών του Μεσοπολέμου, συντηρούνται και στη μετά τον πόλεμο εποχή, διότι ένιοι ή αρκετοί θεσμοί -αίφνης η γραφειοκρατία – λειτουργούν ως σχέσεις εξουσιαστικών θεσμών; Και να συμ πληρώσω με μιά λέξη της μόδας: Οι ‘δομές’ των κρατικών μηχανισμών -από τον Μεσοπόλεμο και μετά, τουλάχιστον από την πλευρά της συνείδησής τους- δεν έχουν αλλάξει αισθητά.
Δύσκολη η απάντηση, αν περιμένομε μια και μόνη και μάλιστα κατηγορηματική. Καθώς μάλιστα μπορούν να δοθούν -ή δόθηκαν πρόθυμα πολλές ανάλογες ή μη απαντήσεις. Ίσως μια στατιστική καταγραφή θα μας το επιβεβαίωνε.
Τελικά, νομίζω μπορούμε να συμφωνήσομε ότι τα κείμενα του Καρυωτάκη βρίσκονται μέσα στα συμφραζόμενατης εποχής του, -ή των εποχών- παραδειγματικό μέρος των οποίων το ‘εγγράφει’ ποιητικά, αποδίδοντάς το. Αυτή δε η ειδοποιός του διαφορά καθορίζει την αξία και τη σημασία του. Αν είναι αισθητικής τάξεως η αξία της γραφής μπορεί να κρίνεται από τους ελάχιστους επαρκείς αναγνώστες της τέχνης. Ωστόσο για ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών θα έχει την αξία του επειδή τα περιεχόμενά τους αφορούν ευρύτερα στρώματα επειδή απαντούν σε κοινωνικά φαινόμενα και τα αναπαράγουν.
Αλλά επειδή η κλεψύδρα τελειώνει, συντομεύω. Και μιλώ •’όχι ανακεφαλαιωτικά’, γιατί προς τι τόσος περιττός λόγος, αλλά συμπεραίνοντας με τα τεκμήρια που μας προέκυψαν, όσο μπορώ σωστά να τα διαβάσω.
1. Ο Καρυωτάκης τού 1919, 1921, των δύο πρώτων συλλογών ποιημάτων του, συνεργάστηκε στο περιοδικό Μούσα, των συνομηλίκων του (I. Μ. Παναγιωτόπουλου, Στασινόπουλου, Άγρα), που κατά τον χαρακτηρισμό του Άγρα, ανήκουν στον «νεορομαντισμό και νεοσυμβολισμό». Ήταν φιλοξενούμενος τους. Δεν ανήκε, με τη στενή και ουσιαστική έννοια, στον κύκλο τους· παρουσίαζε όμως πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Είχε τις ίδιες κινητήριες αρχές. Από ένα όμως σημείο και μετά, σιγά σιγά και οδννηρά: προσγειώνεται σε ένα -α ς τον πούμε- «νεορεαλισμό», που τον διαφοροποιεί καθοριστικά από τη συντεχνία των ομοτέχνων του, οι οποίοι πίστευαν ότι αυτοί οι όροι ανήκαν στα ‘εξωποιητικά’ στοιχεία. Οι συνηλικιώτες του -με αυτούς και μόνο η σύγκριση- δεν κατόρθωσαν να βγουν από τον «θάλαμο», αν έτσι περιληπτικά ονομάσομε την ‘ποίηση δωματίου’.
Στην φάση αυτή το πεδίο όπου συναλλάσσεται υπερβαίνει τις ποιητικές σταθερές της εποχής του, όταν η τέχνη τρεφόταν από τις σάρκες της. Και ενώ οι άλλοι συνηλικιώτες ποιητές πνίγονται μέσα σε ‘ασφυκτικούς θαλάμους’, ο Καρυωτάκης αντιδρά ως ‘πολίτης’, εισάγοντας μέσα στην ποίησή του προβλήματα της πολιτείας.
2. Ο καρυωτακισμός, εκείνος της μετά την αυτοκτονία Καρυωτάκη και λίγα χρόνια αργότερα, αποτελούσε κακή μίμηση (ακόμη και μορφική), αλλά είχε ένα και μόνο θετικό στοιχείο: επιβεβαίωνε το πως ο ποιητής είχε εκφράσει, μορφώσει ‘διάχυτες ροπές και τάσεις της εποχής του’, τις οποίες μόνο αυτός επισήμανε. Οι μιμητές αντέγραφαν κακογράφοντας.
3. Η αναθεωρητική τοποθέτηση του Γ. Π.Σαββίδητο 1972,για την απήχηση τού ποιητή, πέτυχε να προκαλέσει, στο φαινομενικά οριοθετημένο ζήτημα, νέες ζυμώσεις και να επαναφέρει τον Καρυωτάκη «ανάμεσά μας», κατά τον τίτλο της μελέτης του. Έτσι, από τον επί σειρά ετών, ενταφιασμένο καρυωτακισμό το πρόβλημα μεταπήδησε στις κρυπτόμενες επιδράσεις τού ‘δραστικού’ όχι πιά ‘λόγου’ αλλά της ‘απομυθοποιητικής’ νοοτροπίας που εκόμισε ο ποιητής. Επ’ αυτού ο Σαββίδης μάς παρέδωσε τα πρώτα δείγματα ‘έμμεσων’ και ‘δημιουργικών’ επιδράσεων. Έτσι εκτός από εκείνους που ξέραμε ότι έχουν καλώς ή κακώς επισημανθεί (Ρίτσος, κλπ.) προκύπτουν λίγο ή πολύ απροσδόκητα ο Σεφέρης, ο Εμπειρικός, ενώ για τους νεότερους ο πίνακας επηρεαζομένων είναι εκτενής.
Σύμφωνοι. Μπορούμε όμως να δεχθούμε ότι τα σημεία που επισήμανε ο Γ. Π. Σαββίδης, ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στον Καρυωτάκη ή σε ό,τι ονομάζει «διάθεση Καρυωτάκη»; Ή μήπως η έρευνα πρέπει να αρχίσει ως συγκριτική τής ποιητικής ενός κύκλου ποιητών, όπου θα ορίζονται οι κοινοί τόποι τους και θα μάς προκύψουν καθαρά οι ιδιαιτερότητές τους- και ειδικά η ιδιαιτερότητα του Καρυωτάκη, επί τη βάσει της οποίας θα διαπιστωθεί πόσο ο ποιητής είναι παρών στα ποιήματα των υποτίθεται επηρεασμένων από αυτόν άλλων ποιητών. Πιθανολογώ ότι στατιστικά θα φανεί ότι το σύνολο των ‘απαισιόδοξων στάσεων ζωής’ και των κοινωνικών αρνήσεων δεν απαλλοτριώθηκε από τον Καρυωτάκη.
Σήμερα το θέμα έχει στάδιον δόξης λαμπρόν από τη συγκριτική γραμματολογία. Ας ευχηθούμε ότι έρευνες, εκτός από τις υποστηλώσεις των νέων θεωριών, μπορεί να εδράζονται και στο ποιητικό υλικό με το οποίο στήθηκε το ικρίωμα, ώστε να είναι πειστικές και χρήσιμες.
4. Με λιγότερη αστυνομική διαίσθηση, από όση μπορεί να επιστρατεύσει ένας επαρκής φιλόλογος, μπορώ σήμερα (και για λογαριασμό μου) να διακινδυνεύσω ξέροντας το αποχαιρετιστήριο γράμμα του, αλογόκριτο ότι ο Καρυωτάκης, πιθανόν, μπορούσε να παρέμενε επί μακράν, χαζεύοντας τα ‘γύψινα ανάγλυφα’ στο ταβάνι του, ως ‘ιδανικός αυτόχειρας’, αν δεν υποχρεωνόταν να πάει στην Πρέβεζα και αν δεν ήταν άρρωστος από το αφροδίσιο νόσημα. Ένα νόσημα, που ταλαιπωρούσε, μαζί με την φθίση, την εποχή του και οι διαδικασίες της θεραπείας ήταν οδυνηρές. Αλλά γι’ αυτά απαιτούνται νέες επιχειρηματολογίες, κι εδώ αστυνομικές, ήγουν αμφιλεγόμενες, αφού θα είναι υποθετικές. Βέβαια σιις υποθέσεις μπορούμε να συμπεριλάβομε και τις πιο οξυδερκείς, που δεν σημαίνει ότι αποβαίνουν και πειστικές.
Κείμενο του Αλέξανδρου Αργυρίου με τίτλο Καρυωτακισμός: Ένα φαινόμενο μέσα και έξω από τη λογοτεχνία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες, αριθ. τεύχους 81, Ιούνιος-Οκτώβριος 1997