Κατ’ αρχάς, η αγάπη είναι μια κοινή εμπειρία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα – όμως το ότι είναι μια κοινή εμπειρία δεν σημαίνει πως είναι και παρόμοια εμπειρία για τους δύο εμπλεκόμενους. Υπάρχει ο ερωτευμένος κι ο αγαπημένος, αλλ’ αυτοί οι δύο έρχονται από άλλη χώρα ο καθένας. Συχνά ο αγαπημένος είναι μονάχα ένα έναυσμα για όλη την αποθηκευμένη αγάπη που υπάρχει αθόρυβη μέσα στον ερωτευμένο για πολύ καιρό. Και μ’ έναν τρόπο κάθε ερωτευμένος το ξέρει αυτό. Νιώθει μες στην ψυχή του πως η αγάπη του είναι κάτι μοναχικό. Φτάνει στο σημείο να γνωρίσει μια νέα παράξενη μοναξιά και τούτη η γνώση είναι που τον κάνει να υποφέρει. Έτσι, υπάρχει ένα πράγμα μόνο που μπορεί να κάνει ο ερωτευμένος. Να στεγάσει μέσα του την αγάπη όσο καλύτερα μπορεί, να δημιουργήσει για τον εαυτό του έναν ολόκληρο νέο εσωτερικό κόσμο – έναν κόσμο έντονο και παράξενο και πλήρη εντός του. Να προστεθεί εδώ ότι αυτός ο ερωτευμένος για τον οποίο μιλούμε δεν χρειάζεται απαραιτήτως να είναι ένας νεαρός άντρας που μαζεύει στην άκρη λεφτά για βέρες – αυτός ο ερωτευμένος μπορεί να είναι άντρας, γυναίκα, παιδί, ή όποιο άλλο ανθρώπινο ον στη Γη.
Κι ο αγαπημένος μπορεί να ‘ναι κι αυτός κάθε λογής. Οι πιο αλλόκοτοι άνθρωποι μπορεί να είναι έναυσμα για την αγάπη. Ένας άντρας μπορεί να ‘ναι ραμολί και προπάππους, και παρ’ όλα αυτά ν’ αγαπά ένα άγνωστο κορίτσι που είδε στους δρόμους του Τσίχοου ένα απομεσήμερο πριν από δύο δεκαετίες. Ο ιεροκήρυκας μπορεί να αγαπά μια αμαρτωλή. Ο αγαπημένος μπορεί να είναι ύπουλος, με λιγδιασμένο κεφάλι και κακές έξεις. Ναι, κι ο ερωτευμένος είναι σε θέση να τα δει αυτά εξίσου καθαρά όσο οποιοσδήποτε άλλος – αλλά αυτό δεν επηρεάζει στο ελάχιστο την εξέλιξη της αγάπης του. Ένα πολύ μέτριο άτομο μπορεί να είναι το αντικείμενο μιας αγάπης που είναι ξέφρενη, ακραία κι όμορφη σαν τα δηλητηριώδη κρίνα του έλους. Ένας καλός άνθρωπος μπορεί να είναι το έναυσμα για μια αγάπη συνάμα βίαιη κι ανήθικη ή μπορεί ένας τρελός που μωρολογεί να γεννήσει στην καρδιά κάποιου ένα απλό και τρυφερό ειδύλιο. Επομένως, η αξία και η ποιότητα οποιασδήποτε αγάπης καθορίζεται αποκλειστικά από τον ίδιο τον ερωτευμένο.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να αγαπήσουμε παρά ν’ αγαπηθούμε. Οι πάντες σχεδόν θέλουν να είναι ο ερωτευμένος. Κι η ωμή αλήθεια είναι ότι, μ’ έναν τρόπο βαθύ και κρυφό, η κατάσταση του να σε αγαπούν είναι ανυπόφορη για πολλούς. Ο αγαπημένος φοβάται και μισεί τον ερωτευμένο, κι όχι αναίτια. Γιατί ο ερωτευμένος προσπαθεί παντοτινά να ξεγυμνώσει τον αγαπημένο του. Ο ερωτευμένος ποθεί οποιαδήποτε ενδεχόμενη σχέση με τον αγαπημένο, ακόμα κι αν αυτή η εμπειρία μπορεί να του προκαλέσει μόνο πόνο.
Απόσπασμα από το βιβλίο Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Πίνακας: Egon Schiele