1932
O Αντρέι Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι [Андрей Арсеньевич Тарковский] γεννιέται στο χωριό Ζαβράζι, στην περιφέρεια Ιβάνοβο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στις 4 Απριλίου 1932. Πατέρας του ήταν ο διάσημος ποιητής και μεταφραστής Αρσένι Αλεξάντροβιτς Ταρκόφσκι, με καταγωγή από το Κίροβοραντ της Ουκρανίας και μητέρα του η Μαρία Ιβάνοβα Βισνιάκοβα, που εργαζόταν ως διορθώτρια τυπογραφικών δοκιμίων.
1937 – 1943
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Γιούργιεβιτς. Το 1937, ο Αρσένι εγκαταλείπει τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά, γεγονός που στιγμάτισε τον νεαρό Αντρέι και χρόνια αργότερα εκφράστηκε ποικιλοτρόπως στις ταινίες του. Αμέσως σχεδόν, η οικογένεια μετακομίζει στη Μόσχα, όπου η μητέρα του βρίσκει δουλειά ως επιμελήτρια κειμένων. Έπειτα από μία σύντομη επάνοδο στο Γιούργιεβιτς, κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα εγκατασταθούν μόνιμα στη ρωσική πρωτεύουσα το 1943. Ο πατέρας του, όντας στρατιώτης στην πρώτη γραμμή, χάνει το πόδι του στη μάχη. Ο Ταρκόφσκι έμαθε πιάνο σε ένα ωδείο στη Μόσχα και παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στο εκεί δημόσιο σχολείο. Από νωρίς έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, ειδικά για την ποίηση.
1951 – 1954
Επικεντρώνεται στην εκμάθηση αραβικών, στο «Oriental Institute» της Μόσχας. Διακόπτει τις σπουδές του και αίφνης παίρνει μέρος, για έναν χρόνο, σε μία γεωλογική αποστολή στην ανατολική Σιβηρία, από την οποία επέστρεψε το 1954. Τότε είναι που αποφασίζει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.
1954
Εγγράφεται στο «Πανενωσιακό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας» [VGIK], ένα από τα επιφανέστερα ρωσικά πανεπιστήμια. Τα χρόνια της φοίτησής του, ο Αντρέι είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή και να εντρυφήσει στις ταινίες των Ιταλών νεορεαλιστών, του γαλλικού Νέου Κύματος και των Κουροσάβα, Μπουνιουέλ, Μπέργκμαν και Μπρεσόν, που τον επηρέασαν βαθιά και καθόρισαν την κοσμοθεωρία και την αντίληψή του για την τέχνη του κινηματογράφου. Μέντορές του αποδείχθηκαν οι Μίχαϊλ Ρομ και Γκρίγκορι Τσουκράι˙ ο δεύτερος, μάλιστα, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του, του προσέφερε μία θέση ως βοηθός σκηνοθέτη για την ταινία «Ξάστεροι Ουρανοί» [Чистое небо] που ετοίμαζε τότε. Ο Ταρκόφσκι, μολονότι ενδιαφέρθηκε για τη θέση, προτίμησε τελικά να υπαναχωρήσει και να αφοσιωθεί στις σπουδές του.
1956
Γυρίζει την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, με τίτλο «Οι Φονιάδες» (The Killers), βασισμένη σε ένα διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
1957
Παντρεύεται τη συμφοιτήτριά του, Ίρμα Ράους˙ ο γάμος τους διήρκεσε έως το 1970.
1960
Παρουσιάζει τη μόλις σαράντα τριών λεπτών ταινία του, «Ο Οδοστρωτήρας και το Βιολί» [Каток и скрипка] ως προαπαιτούμενη διπλωματική εργασία για το πτυχίο και αποσπά το πρώτο βραβείο στο «Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Σπουδαστών της Νέας Υόρκης» το 1961. Τα στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν τα μελλοντικά του έργα εντοπίζονται για πρώτη φορά εδώ, αν και σε εμφανώς πρώιμη μορφή.
1962
Η πρώτη μεγάλη ταινία του Ταρκόφσκι, «Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν» (Ива́ново де́тство), απορρέοντας από το διήγημα του Βλάντιμιρ Μπογκομόλοβ «Ιβάν» [Иван], σημειώνει εξαιρετική επιτυχία και ο Αντρέι αναγνωρίζεται ως ένας από τους καλύτερους, φερέλπιδες νέους σκηνοθέτες. Παρ’ ότι είχε αρχικά ανατεθεί στον Έντουαρντ Αμπάλοβ, όταν την ανέλαβε ο Ταρκόφσκι, αφότου ο πρώτος παραιτήθηκε από το εγχείρημα, την επέκτεινε και την εμπλούτισε προσδίδοντάς της τη δική του οπτική, αν και με πενιχρά οικονομικά μέσα.
1965
Έχοντας εξασφαλίσει ένα ικανό ποσό για την παραγωγή, ο Ταρκόφσκι επανέρχεται με τη δεύτερη ταινία του, που θεωρείται το αριστούργημά του, τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» (Андрей Рублёв), αξιοποιώντας (χωρίς, σαφώς, να περιορίζεται) τα βιογραφικά σπαράγματα της ζωής του μεγάλου Ρώσου αγιογράφου του δέκατου πέμπτου αιώνα. Η ταινία, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε, προβλήθηκε μία φορά, με περικοπές, στη Μόσχα το 1966 και το 1971 κυκλοφόρησε, πάλι με περικοπές, στη Σοβιετική Ένωση, έχοντας όμως προλάβει να τιμηθεί, το 1969, με το βραβείο «FIPRESCI» στο Φεστιβάλ των Κανών.
1970
Δεύτερος γάμος, με τη Λαρίσα Πάβλοβνα. Την ίδια χρονιά γεννιέται ο δεύτερός του γιος, Αντρέι.
1971
Ο Ταρκόφσκι χαράζει μία καινούργια πορεία με το «Σολάρις» [Солярис], μία ταινία εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Στανισλάβ Λεμ, σε συνεργασία με τον Φρίντριχ Γκόρενσταϊν στο σενάριο.
1972
Το «Σολάρις» κερδίζει το «Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής» στο Φεστιβάλ των Κανών, ενώ θέτει υποψηφιότητα και για τον «Χρυσό Φοίνικα».
1974
Αναρρώνοντας από ένα οξύ επεισόδιο καρδιακής προσβολής ενόσω βρισκόταν στη Γερμανία, καταπιάνεται, δίχως να χρονοτριβεί, με τον «Καθρέφτη» [Зеркало]. Πρόκειται, αναμφίβολα, για την πιο αυτοβιογραφική ταινία του, με την πλέον ανορθόδοξη δομή και περίτεχνη αφήγηση, απεικονίζοντας και αναβιώνοντας στιγμές από την παιδική του ηλικία, συνοδεία διαφόρων ποιημάτων που διαβάζει ο πατέρας του. Οι Σοβιετικές αρχές χαρακτήρισαν το φιλμ ως «τρίτης κατηγορίας» λόγω του «ελιτισμού» του, με αποτέλεσμα να μην προβληθεί παρά σε ελάχιστες αίθουσες στη Σοβιετική Ένωση.
1975
Δουλεύει πυρετωδώς το σενάριο μίας ταινίας με τίτλο «Hoffmanniana», για τη ζωή του συγγραφέα και ποιητή Ε.Τ.Α. Χόφμαν. Δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
1976
Σκηνοθετεί τον «Άμλετ», που ανέβηκε επί σκηνής τον Φεβρουάριο του 1977 στη Μόσχα, με πρωταγωνιστή τον Ανατόλι Σολονίτσιν.
1978
Τα προβλήματα της υγείας του επιδεινώνονται. Τον Ιούνιο νοσηλεύεται σε σανατόριο έπειτα από μία ακόμα καρδιακή προσβολή.
1979
Ολοκληρώνει, έπειτα από διάφορες περιπέτειες, καθυστερήσεις και αναβολές, την ταινία που έμελλε να αποδειχθεί και η τελευταία που θα γύριζε στη Σοβιετική Ένωση, το «Στάλκερ» [Ста́лкер], με σενάριο στηριζόμενο στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας των αδερφών Άρκαντι και Μπορίς Στρουγκάτσκι, «Πικνίκ στην άκρη του δρόμου» [Пикник на обочине], που του εξασφαλίζει το βραβείο «Ecumenical Jury» στο Φεστιβάλ των Κανών. Την ίδια χρονιά, ο Ταρκόφσκι ξεκινάει την παραγωγή μίας ακόμα ταινίας, με τίτλο «Η Πρώτη Ημέρα» [Первый День Pervyj Dyen]. Παρ’ ότι έγιναν κάποια γυρίσματα, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε. Το καλοκαίρι του 1979 γυρίζει στην Ιταλία το ντοκιμαντέρ «Ταξίδι στον Χρόνο» [Tempo di Viaggio], με τη βοήθεια του φίλου του, ποιητή και σεναριογράφου, Αντόνιο Γκουέρα. Τον Οκτώβριο πεθαίνει η μητέρα του.
1983
Έχοντας πια ως βάση του την Ιταλία, αφοσιώνεται στη «Νοσταλγία» [Nostalghia], μία ιταλοσοβιετική παραγωγή. Η ταινία αναδεικνύεται με τρία βραβεία στο Φεστιβάλ των Κανών (το ένα από κοινού με το «Χρήμα» [L’ Argent] του Ρομπέρ Μπρεσόν για την καλύτερη σκηνοθεσία). Οι Σοβιετικές αρχές προσπαθούν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν το ενδεχόμενο βράβευσής του με τον «Χρυσό Φοίνικα», μία μεθόδευση που αποκαρδιώνει τον Ταρκόφσκι και ενισχύει την αμετάκλητη πρόθεσή του να μην ξαναδουλέψει στη Σοβιετική Ένωση (όπως, άλλωστε, ανακοίνωσε πικραμένος σε μία συνέντευξη τύπου, τον Ιούλιο του 1984).
1985
Αποπερατώνει, έπειτα από γυρίσματα στη Σουηδία, την τελευταία του ταινία, η «Θυσία» [Offret]. Λόγω της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας του, τα δύο βραβεία που κερδίζει στο Φεστιβάλ των Κανών («Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Επιτροπής» και «FIPRESCI») τα παραλαμβάνει ο γιος του, Αντριούσα, καθώς ο ίδιος αδυνατεί να παρευρεθεί στην τελετή. Εκδίδεται στη Γερμανία το βιβλίο του «Σμιλεύοντας τον Χρόνο» [Запечатлённое время]. Η αγγλική μετάφραση θα κυκλοφορήσει το 1987, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του.
1986
Ο Αντρέι Ταρκόφσκι, καταβεβλημένος πια από τα χρόνια προβλήματα με την υγεία του, πεθαίνει στο Παρίσι, στις 29 Δεκεμβρίου 1986.
Απόσπασμα από το βιβλίο Ο κόσμος της αποκάλυψης, Δύο συναντήσεις στο Λονδίνο
Μετάφραση: Χρίστος Αγγελακόπουλος