Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Κ.Π. Καβάφη – Περιμένοντας τους βαρβάρους – Καταδικάζοντας τη μοιρολατρία

Αν το καβαφικό σύμπαν συγχωνεύει στο κράμα του Έλληνες και αλλοεθνείς, τότε υπάρχουν άραγε εχθροί στο καβαφικό εμείς; Πιθανότατα ναι. Θα μείνω στους εξωτερικούς εχθρούς και θα διερευνήσω αν τελικά οι μη Έλληνες, οι βάρβαροι, οι εισβολείς, οι αντίπαλοι είναι απέναντι (μας) ή είναι κι αυτοί, κάποιοι από αυτούς, συμπαθείς ή και αναγκαίοι.

Προσπερνώ γρήγορα τους ξένους (μη Έλληνες) που συμβιώνουν στο οικουμενικό χωριό μαζί με εμάς και συχνά εξ-ελληνίζονται ή συναποτελούν ένα ρευστό κράμα: τους Σύρους («Οροφέρνης», 1915, «Εν Πόλει της Oσροηνής», 1917, «Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής, 1923), τους Καππαδόκες («Οροφέρνης», 1915), τους Αρμένιους («Εν Πόλει της Oσροηνής», 1917), τους Κομμαγηνούς («Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής», 1923), τους Αιγύπτιους, ακόμα και τους Μήδους της ελληνιστικής εποχής κ.λπ. Όλοι αυτοί ελαύνουν σε έναν νέο πολιτισμικό παρονομαστή, που ελληνικός και οικουμενικός συνάμα καθορίζει το ιστορικό γίγνεσθαι στο εξίσου πολυφυλετικό μα τουλάχιστον ελληνόγλωσσο Βυζάντιο και στην πολυεθνική και πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια.

Έτσι, μένουν αφενός οι βάρβαροι, γενικώς και αορίστως, αφετέρου οι Πέρσες της κλασικής αρχαιότητας και οι Ρωμαίοι της ελληνιστικής. Θα επιμείνω στους πρώτους, για να εξετάσω ποιος ο ρόλος των βαρβάρων στην καβαφική σκέψη. Η λέξη «βάρβαροι» και τα ομόρριζά της συναντιέται σε 5 αναγνωρισμένα ποιήματα. Άλλοι από αυτούς είναι απλώς αλλόγλωσσοι και διαφορετικοί στην κουλτούρα, αλλά συμβιώνουν με τους Έλληνες και συχνά εξελληνίζονται. Η Μ. Βασιλειάδη (2018: 209-211) επιμένει ιδιαίτερα σ’ αυτήν τη διαφορά, όπου η γλώσσα είναι ένα ισχυρό αντίδοτο στη βαρβαρότητα, καθώς «συνιστά έναν κώδικα και ένα τελετουργικό που χρησιμεύει στη συνειδητοποίηση της ύπαρξης μιας εθνικής, πολιτιστικής και εθιμικής κοινότητας». Και λίγο πιο κάτω: «η έννοια του βάρβαρου παραπέμπει σε μια γενεαλογία του όντος, σε μια εθνική και γλωσσική αντίθεση».

Η συμβίωση ή η αίσθηση ανωτερότητας συναντάται συχνά, π.χ. στην Αλεξάνδρεια «Ή Μακεδών, ή βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς / ίσος μου, ή να με πλησιάζει καν» («Η Δόξα των Πτολεμαίων», 1911), μακριά στην Ανατολή «τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι / αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς» («Φιλέλλην», 1912), πάλι στην Αλεξάνδρεια «ήταν ο Έπαρχος μωρός· / κ’ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή· / τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι» («Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου», 1921) και «έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν / χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι / μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά, / κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό, / ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι» («Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», 1928).

«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους»

Στο πιο γνωστό, ωστόσο, ποίημα, το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1904), οι βάρβαροι είναι εχθροί και απειλούν πράγματι την αυτοκρατορία.

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

__

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

Το ποίημα συντίθεται σαν ένας σκηνικός διάλογος ανάμεσα στον ερωτώντα, που απορεί καθώς βλέπει την πόλη και μετατρέπει τις εμπειρίες του σε ερωτήσεις, και τον συνομιλητή του ή τους συνομιλητές του που πιο ενήμεροι απαντούν. Βρισκόμαστε στη Ρώμη ή σε μια άλλη πόλη της ρωμαϊκής ή βυζαντινής επικράτειας και οι εισβολείς βάρβαροι ακούγονται δέκα (10) φορές ως απάντηση στα πολλαπλά ερωτήματα για την αδράνεια και την παθητικότητα των ντόπιων: η στερεότυπη φράση «Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα…» είναι η απάντηση σε κάθε ερώτηση.

Η κοινωνία, για την οποία μιλάμε, είναι πολιτισμένη, καθώς έχει αγορά για κοινωνικές συναθροίσεις και συζητήσεις, έχει νομοθετικό σώμα, τους Συγκλητικούς, που θεσπίζουν νόμους, έχει εξουσία (αυτοκράτορα, υπάτους, πραίτορες), που διοικεί, έχει ελευθερία λόγου και πρακτικές διαλόγου κι επιχειρηματολογίας (ρήτορες). Όλα αυτά, όμως, θα υποκατασταθούν (κάτι που δηλώνεται με μελλοντικούς χρόνους και αρκετές εικασίες, οι οποίες προσδιορίζουν τους επερχόμενους βαρβάρους) από τις συνήθειες και τους τρόπους των τελευταίων: νέα νομοθεσία με βάση τις δικές τους αντιλήψεις, πομπώδη λόγια, μεγαλεία, επιδεικτική επιφάνεια, απαξίωση προς τον ουσιαστικό λόγο και τα επιχειρήματα.

Το ποίημα έχει απασχολήσει αρκετά την καβαφική κριτική και πολλοί δοκίμασαν να ορίσουν την απροσδιόριστη παρουσία των βαρβάρων. Ο Τέλλος Άγρας το 1922 στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου δίνει υπαρξιακή διάσταση στους εχθρούς, θεωρώντας τους σύμβολα μέσα σε έναν αντίξοο κόσμο, σύμβολα ίσως «του Καινούριου, του Έρωτα, του Πόνου, του Θανάτου» (Δημηρούλης 2013: 79). Ο Δημήτρης Δημηρούλης ερμηνεύει την άποψη του Τέλλου Άγρα ως την ελπίδα για όταν αυτό δεν έρθει. Αναρωτιέμαι, όμως, εύλογα γιατί το Καινούργιο να πάρει στα χέρια του Καβάφη την προσμονή των «βαρβάρων».

Το 1946 ο Γιώργος Σεφέρης, περιδιαβαίνοντας τα ποιήματα του Αλεξανδρινού, συνδέει το εν λόγω ποίημα με το «Οι Tαραντίνοι διασκεδάζουν», το ερμηνεύει ως «το όραμα μιας Ρώμης μαρμαρωμένης, νεκρής, που έχει παραδεχτεί τη στιγμή που θα πέσει ωσάν μαραγκιασμένος καρπός» κι εξηγεί πως η οπτική γωνία της πτώσης έρχεται από το Φανάρι, έχει δηλαδή βυζαντινό κι όχι ρωμαϊκό τόνο (Σεφέρης 1992: 393-395). Υστερόγραφα μιλά για την εισβολή ξένων στο μονήρες σπίτι του Κάβαφη, ο οποίος θα τους περίμενε στολισμένος κι έτοιμος να παίξει τον ρόλο του, ξένων οι οποίοι, όσο κι αν ο ποιητής δεν τους ήθελε, ήταν γι’ αυτόν μια κάποια λύσις μέσα στη μοναχικότητά του.

Ο Ευάγγελος Παπανούτσος το 1955 αναφέρεται στο υπαρξιακό αδιέξοδο του ανθρώπου, που περιμένει απεγνωσμένα τη λύτρωση απ’ έξω, μια λύτρωση ωστόσο που δεν θα έλθει ποτέ, είδηση που σκορπίζει τις όποιες ελπίδες. Κι είναι η απελπισία του σύγχρονου ατόμου τέτοια που περιμένει λύση ακόμα κι από τη βαρβαρότητα (Δημηρούλης 2013: 77). Πάλι οι βάρβαροι με θετική χροιά. Ανάλογα, ο Τίμος Μαλάνος πιστεύει ότι οι βάρβαροι «συμβολίζανε το γεγονός εκείνο –το επιθυμητό ή το ανεπιθύμητο– που έρχεται να μας δώσει κάποτε την αλλαγή, βγάζοντάς μας από μια κατάσταση βαρετή ή δυσάρεστη» (Μαλάνος 1957: 299). Με άλλα λόγια οι επικείμενοι εισβολείς είναι η πέτρα που ταράζει τα νερά και προκαλεί δονήσεις, τις οποίες μια βαλτωμένη κοινωνία περιμένει με αδημονία.

Οι απόψεις του ίδιου του Καβάφη, που φρόντισαν αυτήκοοι μάρτυρες να διασώσουν, έστω κι αν μεσολαβεί η δική τους συνείδηση, είχαν δημοσιευτεί από το 1909, όταν ο Παύλος Πετρίδης στο περιοδικό «Νέα Ζωή» γράφει:

«Ο Καβάφης νομίζει ότι ο Πολιτισμός δεν μας έδωκε την ευτυχίαν. Σε στιγμή μαύρης απαισιοδοξίας και βαθειάς ρέμβης πρέπει να συνέλαβε το “Περιμένοντας τους Βαρβάρους”. Είνε μια μεγαλοπρεπής και γοητευτική οπτασία του ποιητού, ο οποίος μεταφέρεται στην ιδανική πόλιν, που οι κάτοικοί της, αφού ανέπτυξαν μεγάλον βαθμόν πολιτισμού, καταλαμβάνονται από ηδονικήν νοσταλγίαν για μια ζωή περασμένων εποχών των οποίων η ανάμνησις χάνεται εις την νύχτα του παρελθόντος. Φαντάζονται ότι επιστρέφοντες εις την ζωήν του αρχέγονου πολιτισμού θα αποκτήσουν  την ευτυχίαν. […Ο ποιητής] νομίζει ότι ο κολοσσαίος αυτός οργανισμός που λέγεται Πολιτισμός, είνε τόσο τέλειος, οι πλόκαμοί του αγκαλιάζουν τόσο σφιχτά τον πλανήτη μας, ώστε κάθε προσπάθεια προς αποφυγήν του, προς επιστροφήν σε βίον αρχέγονον θα ήτο ματαία» (Πετρίδης 1999: 42-43).

Ο ποιητής δηλαδή εξηγεί τους βαρβάρους με την κυριολεκτική σημασία της λέξης ως αντίβαρο στον τελματωμένο πολιτισμό της εποχής μας. Την ίδια εκτίμηση μεταφέρει κι ο Τίμος Μαλάνος που επαναλαμβάνει την προθετικότητα του Καβάφη: ο τελευταίος αντιλαμβάνεται τον κορεσμό των πολιτισμών και «τη φυσική νοσταλγία για την παρακμή τους». Οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον ποιητή, αναζητούν την επιστροφή σε έναν αρχέγονο βίο, επιστροφή που θα τους προσφέρει την ευτυχία. Μια τέτοια, όμως, επάνοδος, μια τέτοια ιστορική ουτοπία, δεν μπορεί πια να συμβεί (Μαλάνος 1957: 299-300).

Η Μάρθα Βασιλειάδη (2018: 218 κ.εξ.) εξετάζει αυτήν την ερμηνεία στο πλαίσιο της Παρακμής. Στο ποίημα, ένα συλλογικό «εμείς» ζει αυτόν τον φθίνοντα διεφθαρμένο πολιτισμό με το αίσθημα «ανυπόφορης ακηδίας και […] κόπωσης ενός αδιόρθωτα γερασμένου πολιτισμού». Η μελετήτρια πιστεύει ότι οι κάτοικοι της πόλης περιμένουν τους βαρβάρους για να τους σώσουν από την πλήξη, από την τελματωμένη πολιτισμένη ζωή τους, κι, όταν αυτοί δεν έρχονται, μένει η «προβολή σε ένα μέλλον χωρίς βαρβάρους [που] σημαίνει προβολή σε ένα μέλλον χωρίς μέλλον, βίαια αποκομμένο από κάθε πιθανή ψευδαίσθηση αναμόρφωσης».

Το 1958 ο Στρατής Τσίρκας δημοσιεύει το πασίγνωστο βιβλίο του Ο Kαβάφης και η Eποχή του, όπου προτείνει ερμηνείες των καβαφικών ποιημάτων βασισμένες στη ζωή τόσο του ποιητή όσο και στην πορεία της Ελλάδας και της Αιγύπτου μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Αφορμάται κι αυτός από τον επικίνδυνο Πολιτισμό για τον οποίο μίλησε ο Καβάφης, αλλά τον ερμηνεύει ιστορικοπολιτικά, ως την αγγλική κατάκτηση, απέναντι στην οποία οι κάτοικοι της Αιγύπτου φοβόντουσαν μια εισβολή των Σουδανών στρατιωτών του Μάχντι. Επομένως, είναι μια λύση, έστω και βάρβαρη, οι μαχντιστές, όπως θέλανε και φοβόντουσαν οι Αιγύπτιοι; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, αφού από το 1899 και μετά «βάρβαροι πια δεν υπάρχουν», οι μαχντιστές ηττήθηκαν κι επομένως δεν ξέρουμε αν θα ήταν μια κάποια λύσις (Τσίρκας 1983: 324 και 334-337).

Ο Δημήτρης Δημηρούλης μεταπηδά από τις πολιτικές ερμηνείες στις σημειωτικές, καθώς επισημαίνει ότι η παρακμή της πόλης είναι το άλλο πρόσωπο της βαρβαρότητας, αφού «τους βαρβάρους δεν τους περιμένουμε, τους τρέφουμε με την ίδια τη γλώσσα μας. Η απειλή δηλαδή δεν έρχεται από έξω, αλλά είναι συστατικό στοιχείο της ανάγκης μας να βρούμε έναν επικίνδυνο Άλλο. Η προσδοκία δηλαδή μιας νέας τάξης εξυψώνει ένα τίποτα, το οποίο, όταν αποδεικνύτεται ως τέτοιο, προκαλεί σύγχυση και αμηχανία. (Δημηρούλης 2013: 92-102). Έναν χρόνο μετά, ο Χριστόφορος Μηλιώνης (1984: 202-204) θεωρεί τους βάρβαρους ασήμαντους ανθρώπους, αλλά ανθρώπους, απέναντι στις αρχές και τους πολίτες της πόλης, οι οποίοι «έχουν αποξενωθεί από την πολιτεία τους». Αξιολογούν τόσο ανάξια την πολιτεία, έχουν χάσει τόσο πολύ την πολιτική τους ευθύνη, διακρίνονται από τέτοιον πολιτικό αμοραλισμό, που προτιμούν τους ξένους ως καταλυτικό παράγοντα της πτωχευμένης τους πολιτικοποίησης. Την ίδια σημειολογική ανάγνωση, σύμφωνα με τον Martin McKinsey (2000: 38), προτείνει έμμεσα διά του μυθιστορήματός του «Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1980) ο νοτιοαφρικανός συγγραφέας J.M. Coetzee, ο οποίος επισημαίνει ότι «οι βάρβαροι δεν υπάρχουν, επειδή ποτέ δεν υπήρξαν έξω από τη σημειολογική τους κατασκευή». Ωστόσο, εξηγεί, αυτό το μικρό «πια» στον προτελευταίο στίχο του καβαφικού ποιήματος καθιστά αδύνατη στην ερμηνεία του αυτή τη μυθιστορηματική εκδοχή.

Τέλος, ο Martin McKinsey, αφού προτείνει μια γκιμπονικής κοπής εξήγηση, ότι οι βάρβαροι δεν είναι πλέον απειλή, επειδή έχουν εκπολιτιστεί κι επομένως (θα) λειτουργούν, όπως οι πολιτισμένοι κατακτημένοι, καταλήγει σε μια μεταποικιακή ανάγνωση του ποιήματος. Η «λογοτεχνία του αντίστροφου αποικισμού», διαπιστώνει, κάνει να φαίνονται βάρβαροι σε έναν πολίτη του Λονδίνου ή του Παρισιού οι αποικιοκρατούμενοι, όπως οι Αιγύπτιοι και οι συν αυτοίς Έλληνες, Εβραίοι, Σύροι κ.λπ. Έτσι, «το ποίημα του Καβαφη υπονομεύει τις τελετουργίες του ιμπεριαλιστικού πολιτισμού, παρουσιάζοντας ολόκληρη τη φαντασμαγορία της εξουσίας σαν μια παραφορτωμένη ρητορική», καθώς οι Δυτικοευρωπαίοι προσαρμόζονται στα «βαρβαρικά» γούστα κι έτσι γίνονται οι ίδιοι περισσότερο Ανατολίτες (McKinsey 2000: 41-45).

Προσωπικά, θα ήθελα να σταθώ, για να εξαγάγω το νόημα του έργου, στη θεατρική μορφή του ποιήματος, που παραπέμπει στη λογική της αρχαίας τραγωδίας. Το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» δομείται σε δύο μέρη, το πρώτο της δέσης (στίχοι 1-27), όπου ολοκληρώνεται η ατμόσφαιρα της αναμονής, και το δεύτερο της λύσης (στίχοι 28-36), όπου το δραματικό απρόοπτο της μη έλευσης των βαρβάρων καταλήγει σε περιπέτεια (με την αριστοτελική έννοια): οι ντόπιοι, αντί να χαρούν που γλίτωσαν από την απειλή και την κατάκτηση, σκυθρωπιάζουν «συλλογισμένοι» κι απογοητευμένοι! Κι έτσι επέρχεται η μετάβαση όχι από τη δυστυχία (κατάκτηση από τους εισβολείς) στην ευτυχία (απολύτρωση από μια επώδυνη σκλαβιά), αλλά –αναπάντεχα– από την ευτυχία στη δυστυχία!

Από την αρχή, λοιπόν, η αναμονή των βαρβάρων προετοιμάζει για και επιβάλλει μια αδράνεια, μια υποβολιμαία παθητικότητα, καθώς η επικείμενη απειλή έχει νεκρώσει κάθε δραστηριότητα, και οι πολίτες, όπως και οι άρχοντες, περιμένουν τους εισβολείς, υποτακτικά και πειθήνια (πουθενά δεν γίνεται λόγος για αντίσταση!). Συνεπώς, όλοι έχουν αποδεχτεί τη μοίρα τους και θεωρούν ντετερμινιστικά προκαθορισμένο κι αναπόφευκτο ότι η πόλη θα περάσει σε μια νέα φάση κατοχής, ενώ οι ίδιοι είναι ανήμποροι να αντιδράσουν. Κι αυτή η μοναδική στα μάτια τους προοπτική τούς μετατρέπει σε άπραγα όντα, υποταγμένα, εντέλει συμφιλιωμένα με τη μέλλουσα κατάσταση.

Ο Κ. Καβάφης στο αφανές πλήθος των βαρβάρων ενσαρκώνει τη μοίρα, την οποία πολλοί θεωρούν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν, και γι’ αυτό το καλύτερο είναι να την αποδεχτούν και να συμβιβαστούν μαζί της. Είναι η μόνη λύση και όλοι την υιοθετούν αυτοματοποιημένα, παρατώντας κάθε προσπάθεια και κάθε παλιό έθος. Η μοιρολατρία αυτή είναι ένας μηχανισμός άμυνας που νεκρώνει την προσπάθεια για δράση. Οδηγεί στον εφησυχασμό και στο βόλεμα, οδηγεί στη δουλοπρεπή αποδοχή ότι τίποτα δεν αλλάζει και το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει είναι να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα χωρίς αντίδραση.

Γι’ αυτό…, όταν διαπιστώνεται ότι οι βάρβαροι δεν έρχονται και πλέον δεν υπάρχουν (αυτό το «πια» υποδεικνύει ότι οι βάρβαροι υπήρξαν, αλλά πλέον δεν αποτελούν απειλή για την αυτοκρατορία), προκαλείται ανησυχία. Γιατί; Επειδή «οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Το τέλος των καβαφικών ποιημάτων ορθώνει μια τελική απάντηση με ανατροπή ή κορύφωση, που φτάνει εκεί σταδιακά. Μετά την πολύστιχη δέση ακολουθεί η ακαριαία λύση που ανατρέπει όσα χτίστηκαν σωρευτικά: Ο άνθρωπος συμβιβάζεται εύκολα με τη μοίρα του, επαναπαύεται κι έτσι παθητικοποιείται. Αυτή η ανελευθερία βέβαια είναι βολική, αφού του αφαιρεί την ευθύνη για τις αποφάσεις του, τη μεταφέρει σε κάποιον άλλο (έξωθεν ή άνωθεν) κι ο ίδιος δεν αισθάνεται την ανάγκη να λειτουργήσει αυτεξούσια και να αξιοποιήσει δημιουργικά, αλλά με ρίσκο, την ελευθερία του. Αν όμως αντιληφθεί ότι κανείς άλλος δεν τον κατευθύνει κι ότι ο ίδιος είναι υπεύθυνος για τη ζωή του, νιώθει ότι πρέπει να δραστηριοποιηθεί, να αποφασίσει και να ενεργήσει· αυτό όμως τον κάνει να σαστίσει μπροστά στην ελευθερία και να φοβηθεί μπροστά στις ευθύνες του. Τώρα, συνειδητοποιεί, δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις.

Το «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους» εκφράζει το μετέωρο βήμα που επέρχεται, όταν το άτομο συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει μοίρα, δεν υπάρχει επιβολή, δεν υπάρχει άνωθεν εξουσία που να ορίζει τη ζωή. Έτσι, μπροστά στον τρόμο της ελευθερίας και του αυτοκαθορισμού, ο άνθρωπος βλέπει ως «μια κάποια λύσιν» τον ετεροκαθορισμό, έστω κι αν αυτός ισοδυναμεί με δουλεία.

 

Κείμενο του διδάκτορα Νεοελληνικής Φιλολογίας Γιώργου Ν. Περαντωνάκη που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα bookpress.gr.

 

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Comments (1):

  1. vequinox

    May 20, 2024 at 6:48 pm

    Εξαιρετικό!

    Reply

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.