Κάποτε, θὰ ἐρχόταν ἡ στιγμὴ γιὰ τὴν Εὐρώπη, νὰ συνειδητοποιήσει τὶς ρίζες της, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σὰν αὐτόνομη μονάδα χωρὶς κάποιο θεωρητικὸ ὑπόβαθρο. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ στιγμὴ νὰ ἀποφασίσει ἂν θὰ μείνει ἀπομονωμένη στὶς δικές της ἀξίες ἤ θὰ ἐνταχθεῖ σὲ ἕνα εὐρύτερο σύνολο μὲ ὀφέλη πρακτικῆς φύσεως, ἀναμφισβήτητα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ φυσιογνωμία της.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη, τὸ ὁμολογῶ, εἶμαι ἀπομονωτικός.
Μιὰ ζωὴν ὁλόκληρη ἀγωνίστηκα γι’ αὐτὸ πού λέμε «Ἑλληνικότητα». Καὶ ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας τρόπος νὰ βλέπεις καὶ νὰ αἰσθάνεσαι τὰ πράγματα. Εἴτε στὴν κλίμακα τὴ μεγάλη εἴτε στὴν ταπεινή. Θέλω νὰ πῶ εἴτε σὲ ἕναν Παρθενῶνα εἴτε σὲ ἕνα λυχνάρι.
Τὸ πᾶν εἶναι ἡ εὐγένεια, ἡ ποιότητα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ποσότητα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ Δύση.
Γιατὶ ἐκεῖ βρίσκεται ἡ διαφορά.
Οἱ Εὐρωπαῖοι ἀντλήσανε ἀπὸ τὶς Ἑλληνικὲς ἀξίες γιὰ νὰ φτάσουν στὴν Ἀναγέννηση. Ἀλλὰ ἡ Ἀναγέννηση ἡ δική τους εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ πού θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε κάνει ἐμεῖς, ἐὰν δὲν μᾶς σταματοῦσε ἡ Τουρκοκρατία.
Τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὴν ταπεινὴ κλίμακα, τὴν μόνη ἄλλωστε στὴν ὁποία μπορούσαμε ἀκόμα νὰ ἐκδηλωνόμαστε. Ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι μία ἐσωτερικὴ αὐλὴ νησιώτικου σπιτιοῦ, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, ἤ ἕνας περίβολος μοναστηριοῦ εἶναι, σὰν ἀντίληψη ἐννοῶ, πολὺ πιὸ κοντὰ στὸ πνεῦμα ποὺ ἔκανε τοὺς Παρθενῶνες καὶ τὶς Θεομήτορες παρὰ ὅλες οἱ κολώνες κι οἱ μετόπες τῶν εὐρωπαϊκῶν ἀνακτόρων.
Ποὺ σημαίνει, ὅτι ἂν συνέχισε κάποιος τὴν αἰσθαντικότητα τὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὴ διατήρησε εἶναι ἀποκλειστικὰ ὁ λαϊκός μας πολιτισμός.
Μόνον ποὺ καὶ αὐτὸς στὶς ἡμέρες μας κινδυνεύει.
Οἱ ἀστοὶ στὴν πλειοψηφία τους – βέβαια ὑπῆρξαν καὶ ἐξαιρέσεις – μιμήθηκαν τοὺς Εὐρωπαίους, δηλαδὴ τὴν παραποιημένη αἴσθηση τῆς Ἑλληνικότητας. Καὶ στὴ συνέχεια, οἱ ἀνερχόμενοι ἀπὸ τὸν λαὸ μιμήθηκαν τοὺς ἀστούς.
Ἔτσι φτάσαμε σὲ ἕνα σημεῖο ποὺ ἀναρωτιέται κανεὶς σὲ τί πιὰ μπορεῖ νὰ ὠφελεῖ ἡ ἀπομόνωση, τί πάει νὰ προστατεύσει. Καὶ μὲ κίνδυνο νὰ φανῶ ἀντιφατικὸς ὁδηγοῦμαι στὸ ἄλλο ἄκρο.
Λέω μήπως εἶναι σωφρονέστερον νὰ μὴν ἀντιταχθοῦμε στὸν ροῦ τῆς ἱστορίας, μήπως μία διαφορετικὴ στρατηγικὴ θὰ μᾶς βοηθοῦσε νὰ διακριθοῦμε ἀπὸ ἕναν ἄλλο δρόμο.
Ὁ Ἑλληνισμὸς ἔδειξε ἀνέκαθεν μιὰ καταπληκτικὴ ἱκανότητα νὰ ἀφομοιώνει, νὰ προσαρμόζεται καὶ νὰ δραστηριοποιεῖται μέσα στὰ ξένα σύνολα. Ἔχουμε μιὰ πλειάδα Ἑλλήνων ποὺ διακρίθηκαν τὴν ἐποχὴ τῆς διασπορᾶς στὰ μεγάλα κέντρα τοῦ ἐξωτερικοῦ, καὶ στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀνατολή.
Καὶ πότε αὐτά;
Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Εὐρώπη ἦταν στὴν ἀκμή της καὶ τὰ κράτη ἦταν ἰσχυρὰ καὶ σκληρά.
Πόσο μᾶλλον σήμερα πού, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, εἶναι γηρασμένα, εἶναι ἐξασθενημένα καὶ θὰ ἔλεγα ὅτι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὸ σφρίγος νεωτέρων λαῶν.
Αὐτὸ μὲ κάνει, λοιπόν, νὰ κατασιγάζω μέσα μου τὸν αἰσθηματία Ἕλληνα πού κρύβω καὶ νὰ σκέπτομαι, ὅτι ἴσως εἶναι πιὸ σωστὸ νὰ μὴ φοβηθοῦμε τὴ σύγκριση καὶ τὴν ἅμιλλα, ἀλλὰ νὰ προχωρήσουμε, φυσικὰ πάντοτε μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ διακριθοῦμε στὴν ποιότητα, ποὺ σημαίνει στὸ πνεῦμα.
Γι’ αὐτὸ ἐπιμένω πολὺ στὸ θέμα τῆς Παιδείας.
Χρειαζόμαστε Παιδεία, σοβαρή, βαθιά, ὄχι αὐτὴν τὴν τεχνικὴ πού ξιπάζει στὶς ἡμέρες μας, γιατὶ μόνον μὲ αὐτὴ θὰ μπορέσουμε καὶ νὰ διακριθοῦμε καὶ νὰ πορευθοῦμε σὲ ἕναν καινούργιο δρόμο, ἀλλὰ καὶ νὰ διατηρήσουμε τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τῆς φυσιογνωμίας μας.
Πηγή: Απόσπασμα από συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην ΕΡΤ, “Εδώ γεννήθηκε η Ευρώπη”.