Tο underground δεν ξεπήδησε από το μηδέν. Έχει τις ρίζες του την περίοδο αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κυρίως τη δεκαετία του πενήντα, και το αληθινό πολιτιστικό και πολιτικό καλούπι του (με ολότελα ιδιαίτερη έννοια) πρέπει να αναζητηθεί στη γενιά beat. Η δεκαετία του πενήντα είναι η δεκαετία της αποκαρδίωσης, της στενοχώριας, της βαθιάς και ασύλληπτης sickness, της αβεβαιότητας και του φόβου. Και οι beats, οι εξαιρετικά ευαίσθητες κεραίες αυτής της πραγματικότητας.
Με τον ορό beat, μπορούμε να πούμε ότι αποκτούν εάν όνομα… Όσοι επιβίωσαν ενός πολέμου, οποιουδήποτε τύπου πολέμου, ξέρουν ότι το να είσαι beat, δε σημαίνει να ‘σαι πεθαμένος στην κούραση, αλλά αντιθέτως να ‘σαι σε φοβερή εγρήγορση, δε σημαίνει «να ‘σαι μπουχτισμένος», αλλά να νιώθεις άδειος. Η λέξη beat περιγράφει μια ψυχική κατάσταση απογυμνωμένη από κάθε υπερβολή, ευαίσθητη από συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, αλλά ανίκανη ν’ ανεχτεί την πεζότητα. Το να είσαι beat σημαίνει να ‘χεις κατέβει στην άβυσσο της προσωπικότητας, να βλέπεις τα πράγματα σε βάθος, να ‘σαι υπαρξιστής περισσότερο με την έννοια του Κίρκεγκαρντ παρά του Ζαν Πολ Σαρτρ…
Ο ψυχρός πόλεμος, η επιμονή και ανεξίτηλη ανάμνηση της Χιροσίμα και επομένως η μόνιμη απειλή της «βόμβας», το «κυνήγι των μαγισσών» του Μακάρθι και οι ανακριτικές μέθοδοί του -συλλήψεις, ανακρίσεις, καταδίκες, κάψιμο βιβλίων ή καταχώρησή τους στο μαυροπίνακα σαν «ανατρεπτική προπαγάνδα», μίσος και υποψία για τους διανοούμενους και τα έργα τους-, η μεταπολεμική βία, τόσο η μεμονωμένη και ατομική, όσο και η ομαδική (οι συμμορίες των μοτοσικλετιστών στις ΗΠΑ, οι άνεργοι απόμαχοι και οι πρόγονοι των σημερινών hell’s angels -οι άγγλοι teddy-boys).
Η προοδευτική σταθεροποίηση της οικονομίας, που τείνει να καλύψει το κενό και να γίνει ο μοναδικός σκοπός της μεσαίας τάξης που βγήκε από τον πόλεμο, για να «συμβαδίζει με το γείτονα» (keep up with the Jones), και σαν αντίβαρο. Η εξάπλωση εκείνης της ενδημικής φτώχειας, που θα ’ναι μια από τις πιο δραματικές και λιγότερο προσεγμένες απόψεις της αμερικανικής κοινωνικής πραγματικότητας σ’ όλη την πορεία της δεκαετίας του ’60 (οι «φτωχοί λευκοί» των Αππαλαχίων, οι hillbillies, ζωντανές αρνήσεις της αντιδραστικής άποψης ότι είναι φυλετικά τα αίτια της φτώχειας των μαύρων και της λογοκοπίας: δημοκρατία = ευημερία).
Η ύπαρξη μιας γενικής δυσαρέσκειας αναμεσά στους εργάτες που εκδηλωνόταν με άγριες απεργίες, ζημιές στα μηχανήματα, κλοπή κομματιών, επιβράδυνση των ρυθμών, αλλά που προσέκρουε σε μια σχεδόν ολοκληρωτική πολιτική απομόνωση και εξαντλούνταν σ’ ένα είδος καθημερινής αντίστασης, χωρίς διεξόδους. Η έλλειψη ενός αληθινού κόσμου των νέων, που ο πόλεμος δεν τον είχε αφήσει να δημιουργηθεί ή τον είχε καταστρέψει. Η νέα και όλο εντονότερη πρόκληση της τεχνολογίας (ακόμη όχι έκδηλη, αλλά ήδη απειλητική στον ορίζοντα) και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Η απομόνωση και ο κατακερματισμός των ατόμων μέσα στο συνονθύλευμα που λεγόταν «δημοκρατικό πείραμα ΗΠΑ». Η γενικευμένη αρνητική στάση των νέων απέναντι στην πολιτική και ιδιαίτερα στις παραδοσιακές οργανώσεις της αριστεράς, μετά τις απογοητεύσεις των περασμένων δεκαετιών. Το πέρασμα -όχι μόνο το δημογραφικό, αλλά και το πολιτιστικό- από τη μια γενιά στην άλλη. Και ακόμη -δυνατή και πάντα παρούσα, αν και με διαφορετικά χαρακτηριστικά- η ίδια αμερικανική παράδοση του ξεριζωμένου καλλιτέχνη, της «χαμένης γενιάς» που ψάχνει να βρει κάποια σύνορα.
Και έπειτα η εμφάνιση του γκέτο, νευραλγικού σημείου της κοινωνίας των ΗΠΑ, με όλες τις κοινωνικοπολιτικές συνέπειές του: τζαζ, μπίμποπ, καταστροφική ενέργεια, που οι μορφές της ποικίλλουν από την προσωπική εξέγερση ως κάποιες πρώτες απόπειρες οργάνωσης. Αυτό είναι το πανόραμα -κυρίως αμερικανικό- της δεκαετίας του πενήντα: κοινωνικές, φυλετικές, ψυχολογικές εντάσεις, εντάσεις ανάμεσα στις γενιές.
Μπορεί κάθε γενιά να πιστεύει ότι κληρονόμησε το «χειρότερο κόσμο απ’ όλους», αλλά η γενιά beat έχει περισσότερους λόγους από τις προηγούμενες να τρέφει αυτήν την πεποίθηση. Το ιστορικό κλίμα όπου διαμορφώθηκε χαρακτηριζόταν από τη βία, μια βία που περνούσε από τις ιδέες στους ανθρώπους που τις επαγγέλονταν. Δεν είναι απαραίτητο να ’χεις προσωπική γνώση αυτής της καταστροφικής διαδικασίας για να προσέξεις τ’ αποτελέσματα. Η δημοσιότητα που δόθηκε τα τελευταία δέκα δεκαπέντε χρόνια στις περιπτώσεις έσχατης προδοσίας ή δωροδοκίας στα συνδικάτα και στη βιομηχανία και στα σκάνδαλα γύρω από τα μεγάλα ονόματα του Μπροντγουέι και του Χόλιγουντ, έκανε σιγά σιγά τις παραδοσιακές αρχές της δημόσιας και ιδιωτικής ηθικής να ατροφήσουν.
Λίγοί υφίστανται τη μαγεία των πολίτικων ιδεολογιών, που σε μερικές περιπτώσεις μοιάζουν να δικαιολογούν την απώλεια ανθρώπινων ζωών, εφόσον αυτή η απώλεια έφτασε σε τέτοιες αναλογίες, που να θολώνει το μυαλό ακόμη κι ενός μαθηματικού. Η ιδέα του καλού και του κακού όπου στηρίζονται οι παραδοσιακές θρησκείες μοιάζει όλο και πιο ανίκανη να εξηγήσει τις αντιθέσεις ενός κόσμου, όπου η επιστημονική φαντασία έγινε πραγματικότητα, οι χτεσινοί εχθροί έγιναν επιστήθιοι φίλοι και η διπλωματία πρόδωσε τον παλιό κώδικα τιμής, για να εκμεταλλευτεί το μόνιμο κίνδυνο ενός επικείμενου πολέμου. Μπροστά σ’ έναν τέτοιο κόσμο, οι παλιότερες γενιές μπορούν να νιώσουν αποκαρδιωμένες, να πέσουν στον κυνισμό ή στην απάθεια ή, ακόμη, να αναπροσαρμόσουν, σύμφωνα μ’ αυτόν, τις ιδέες τους.
Αντίθετα η γενιά beat είναι προϊόν τούτου του κόσμου, δε γνώρισε άλλους. Είναι η πρώτη γενιά στην αμερικανική ιστορία, που μεγάλωσε σε μια εποχή που τα στρατιωτικά γυμνάσια σε καιρό ειρήνης είναι στοιχείο της εθνικής ζωής. Είναι η πρώτη γενιά για την οποία οι μαγικές συνταγές της ψυχανάλυσης έγιναν καθημερινή τροφή της διάνοιας, σε βαθμό που να αρνείται σθεναρά να τις δεχτεί σαν έσχατο μέτρο των όσων συμβαίνουν στην ανθρώπινη ψυχή. Είναι η πρώτη γενιά που η γενοκτονία, η πλύση εγκεφάλου, η κυβερνητική, η διερεύνηση των αιτιών -και η αναπόφευκτη συνέπειά της, ο περιορισμός δηλαδή της έννοιας της ελεύθερης βούλησης- τους είναι γνώριμο όπως το πρόσωπό τους. Και τέλος είναι η πρώτη γενιά που μεγάλωσε σ’ έναν κόσμο όπου η τελική λύση όλων των προβλημάτων μοιάζει να ’ναι μόνο μια πυρηνική καταστροφή.
Η αντίδραση είναι λοιπόν ένα μείγμα κυνισμού και εξωτερικής σκληρότητας, πίκρας κι επιθυμίας να αγωνιστεί κανείς μόνος του, ν’ ανακαλύψει τις εσωτερικές αλήθειες, να πολεμήσει το πασιφανές και κίβδηλο των «ενήλικων» γενιών, με μια σειρά από όπλα, που αρχίζουν από την πρόκληση και φτάνουν στην άρνηση, από την επίθεση στην αυτοκαταστροφή. Ένα κλείσιμο στον κόσμο του -που τα όριά του ποικίλλουν από το καθαρό και απλό εγώ σε μια ολόκληρη γενιά που κάνει σιγά σιγά την εμφάνισή της- με αποτέλεσμα μάλλον να συγκρούεται κανείς παρά να έρχεται σε επαφή με τους άλλους.
Πάνω σ’ αυτήν την άθλια σκηνή, εμφανίστηκε ένα φαινόμενο, ο Αμερικανός υπαρξιστής, ο hipster, ο άνθρωπος που ξέρει ότι, αν πρόκειται όλοι μας να ζήσουμε κάτω από την απειλή ενός στιγμιαίου θανάτου από ατομικό πόλεμο, ενός σχετικά γρήγορου θανάτου από το κράτος σαν universe concentrationnaire ή ενός αργού θανάτου από κομφορμισμό, ύστερα από το πνίξιμο κάθε δημιουργικού ή επαναστατικού ενστίκτου (με βλαβερές επιπτώσεις στο μυαλό, την καρδιά, το συκώτι, τα νεύρα, που κανένα ίδρυμα ερευνών για τον καρκίνο δε θα μπορέσει έγκαιρα να διαγνώσει), αν η μοίρα του ανθρώπου του 20ού αιώνα είναι να ζήσει με το θάνατο από την εφηβεία ως κάποια πρώιμα γηρατειά, ωραία λοιπόν, η μοναδική ζωτική λύση είναι να δεχτούμε τους όρους του θανάτου, να ζήσουμε με το θάνατο σαν άμεσο κίνδυνο, να πάρουμε διαζύγιο από την κοινωνία, να υπάρξουμε χωρίς ρίζες, να ξεκινήσουμε ένα άγνωστο ταξίδι μέσα στις επαναστατικές παρορμήσεις του είναι μας.
Έτσι γεννιέται ο hipster, ο «λευκο-μαύρος». Από το μαύρο ο hipster προσπαθεί να πάρει «το ριψοκίνδυνο μιας ζωής που τη ζει κανείς πάντοτε στο παρόν», έξω από εκείνους τους θεσμούς που είναι κτήμα της λευκής κοινωνίας και που ο μαύρος δε θα είχε ποτέ.Μια ζωή λοιπόν που αναζητά απολαύσεις της στιγμής, εφόσον της αρνούνται ακριβώς εκείνους τους μηχανισμούς με τους οποίους το σύστημα παγιώνει και αναπαράγει αυτές τις απολαύσεις ευνουχίζοντάς τες. Γι’ αυτό και η βία, η φιληδονία, η αδιαφορία για την πολιτική και η άρνηση των συλλογισμών και των εθνικών κρίσεων που δε συμφωνούν με «τη συμπεριφορά τους».
Διπλά στον hipster εμφανίζεται ο beatnik, ο νεαρός διανοούμενος, αποφασισμένος να κάνει τη φωνή του ν’ ακουστεί περισσότερο μέσα από τον υπαρξισμό και την ποίηση παρά μέσα από την πολιτική, πιο ανοιχτός και εξωστρεφής, ψάχνει μανιασμένα να βρει την αλήθεια στη μαριχουάνα (ενώ ο hipster την έψαχνε στην ηρωίνη), στο μυστικισμό και τις ανατολικές φιλοσοφίες, το σεξ, το μπίμποπ.
Ο beatnik -συχνά εβραίος- προέρχεται από τα μεσαία στρωματά, και είκοσι πέντε χρόνια πριν θα γραφόταν στο Young Communist League. Σήμερα κάνει την επιλογή να μη δουλέψει, αντιδρώντας στον κομφορμισμό των γονιών του. Επομένως μπορεί να δώσει μια ηθική αξία στην άρνησή του να δεχτεί την κοινωνία… Ο beatnik, ευγενικός, αποξενωμένος από τη φυλή, είναι συχνά ριζοσπάστης ειρηνιστής και τάσσεται ενάντια στη βία. Πράγματι, κρατά τη βία του ερμητικά κλεισμένη μέσα του και δεν έχει τρόπο να τη χρησιμοποιήσει. Η πράξη βίας του είναι η αυτοκτονία… Παρ’ολ’ αυτά, ο beatnik, με το δικό του ξεθυμασμένο τρόπο, είναι ο σημαιοφόρος των κάθε άλλο παρά χαμένων αξιών, της ελευθερίας, της ελεύθερης έκφρασης και της λιτότητας, που πρώτες αυτές τον έσπρωξαν ενάντια στις υποκρισίες και τη γυμνή και χοντροκομμένη ισοπέδωση της μεσαίας τάξης.
Ο hipster, με το βίαιο τρόπο του, ψυχρός και απρόσιτος, επιρρεπής στην κρύα και θανατηφόρα ηρωίνη και ο beatnik, αγγελικά και βαθιά βασανισμένος, ποιητής που απορρίφθηκε και δεν κατανοήθηκε, διαρκώς στα όρια της τρέλας (ή αυτού που ο αστικός -square- κόσμος ορίζει σαν τρέλα), γλυκός καπνιστής μαριχουάνας, ταλαιπωρημένος από μια μυστικιστική αγάπη για την ανθρωπότητα, ζούσαν δίπλα δίπλα και έρχονταν πιο κοντά με τη μπίμποπ του Τσάρλι Πάρκερ, την τζαζ του Άρθουρ Σεπ και του Τζορτζ Σίρινγκ της πρώτης περιόδου, στα μικρά γεμάτα κουτούκια (joints ή dives) του Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης ή της Νορθ Μπιτς του Σαν Φρανσίσκο.
Στο τέλος, αυτός που επιβίωσε και μεταμορφώθηκε ήταν ο beatnik, ίσως γιατί ήταν πιο ομιλητικός από τον hipster, πιο θετικός και ευαίσθητος μέσα στη δραματική επιθυμία του ν’ αρνηθεί τη γύρω πραγματικότητα. Ο beatnik κατάφερε να δώσει φωνή στην αγωνία του και να γράψει το ουρλιαχτό του, ο hipster εξαφανίστηκε μέσα στις βίαιες εντάσεις, την ηρωίνη, την ψυχρότητα και τον υπολογισμό του κόσμου-εγώ του.
Ο Τζακ Κερουάκ δεν ξέρει hipster και beatnik, αλλά cool και hot: «Την πρώτη φορά που είδα τους hipsters να περιφέρονται στην Τάιμ Σκουέρ, το 1944, τους αντιπάθησα. Ένας από δαύτους, ο Χανκ από το Σικάγο, μια φορά μού είπε: “είμαι beat, φίλε”. Δεν ξέρω πώς κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε. Κείνη την εποχή δε μου άρεσε ακόμα η μποπ, που τότε σήμαινε Μπερντ Πάρκερ, Ντίζι Γκιλέσπι, Μπαγκς Τζάκσον…, όμως σιγά σιγά άρχισα να την καταλαβαίνω… Αλλά πρώτα είχα χαρεί για τα καλά την τζαζ μου στο Μπάτον Πλειχάουζ (Λέστερ Γιανγκ, Μπεν Ουέμπστερ, Τζόεϊ Γκάι, Τσάρλι Κρίστιαν, και άλλοι) και την πρώτη φορά που άκουσα τον Μπερντ και τον Ντιζ στους Τρεις Διαβόλους, κατάλαβα πως ήταν σοβαροί μουσικοί που έπαιζαν έναν τρελό καινούριο ήχο και δεν τους ενδιέφερε τι σκεφτόμουνα εγώ κι ο φίλος μου ο Σίμορ…
Πάντως οι hipsters, που η μουσική τους ήταν η μποπ, έμοιαζαν σαν αληάαμπουρες, αλλά μιλούσαν πάντα για πράγματα που μου πήγαιναν, ήταν όλο μακριές περιγραφές από προσωπικές εμπειρίες κι όνειρα, νυχτερινές εξομολογήσεις γεμάτες ελπίδα, εξομολογήσεις που ο πόλεμος μας είχε απαγορέψει ή στερήσει, συγκινητικά μουρμουρητά μιας καινούριας ψυχής (πάντα της ίδιας παλιάς ανθρώπινης ψυχής). Κι εμφανίστηκε τότε ο Χανκ και είπε “είμαι beat” και τα γεμάτα απελπισία μάτια του ακτινοβολούσαν… μια λέξη που θα την πήρε από κάνα καρναβάλι ή από καμιά καφετέρια χασικλήδων. Ήταν μια καινούρια γλώσσα, στην πραγματικότητα spade (νέγρικη αργκό, αλλά τη μάθαινες στα γρήγορα, κι έτσι δε μπορούσες να βρεις πιο σύντομη έκφραση από το hang-up, για να εκφράσεις μια σειρά από πράγματα. Μερικοί απ’ αυτούς τους hipsters ήταν αλλόφρονες, τρελοί, και μιλούσαν ασταμάτητα. Ήταν τρελό. Το ολονύχτιο πρόγραμμα με modern jazz και μποπ της Symphony Sid συνεχιζόταν καθημερινά.
Γύρω στα 1948 όλα αρχίσαν να παίρνουν μια μορφή. Ήταν μια άγρια χρονιά γεμάτη παλμό, γυρίζαμε παρέες παρέες στους δρόμους, ουρλιάζαμε γεια και στεκόμασταν να μιλήσουμε μ’ όποιον μας έριχνε ένα φιλικό βλέμμα… Γύρω στα 1948, οι hipsters ή beatsters χωρίζονταν σε “θερμούς” και “ψυχρούς”. Μεγάλο μέρος της σύγχυσης που δημιουργήθηκε σήμερα γύρω από τους hipsters και τη γενιά beatξεκινάει γενικά από το γεγονός ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά στιλ hipster: ο ψυχρός (cool) είναι ο λιγομίλητος μουσάτος σοφός, που κάθεται μπροστά σ’ ένα γεμάτο ποτήρι μπύρα, σ’ ένα κουτούκι beat, έχει φωνή σιγανή κι ανάγωγη και μαυροντυμένα κορίτσια που δε βγάζουν μιλιά. Ο θερμός (hot) είναι ο τρελός με τα σπινθηροβόλα μάτια (αθώος και μ’ ανοιχτή καρδιά), ο φλύαρος που τρέχει από το ένα μπαρ στο άλλο, από το ένα σπίτι στο άλλο, ψάχνοντας τους πάντες, φωνάζοντας ανήσυχος, ελαφρά μεθυσμένος, προσπαθώντας να μπει στην παρέα των “υπόγειων” beat που τον αγνοούν.
Το μεγαλύτερο μέρος των καλλιτεχνών της γενιάς beat ανήκε στη “θερμή” σχολή. Είναι φυσικό, γιατί αυτή η άσβεστη φλόγα με το λευκό ψυχρό φως του αστεριού έχει ανάγκη από λίγη ζεστασιά. Σε πολλές περιπτώσεις είναι μισοί μισοί. Ένας θερμός hipster σαν εμένα κρύωσε τελικά με το βουδιστικό διαλογισμό… Στα 1948 οι θερμοί hipsters γύριζαν μ’ αυτοκίνητο, στιλ on the road, αναζητώντας μια τζαζ φρενιασμένη, όλο ουρλιαχτά, όπως του Ουίλις Τζάκσον ή του Λάρι Τόμψον (του πρώτου στιλ) ή του μεγάλου συγκροτήματος του Τσάμπι Τζάκσον, ενώ οι ψυχροί καθόντουσαν ακίνητοι, μέσα σε νεκρική σιωπή, μπροστά σ’ αναγνωρισμένα και διάσημα γκρουπ, όπως του Λένι Τριστάνο ή του Μάιλς Ντέιβις. Πάνω κάτω το ίδιο γίνεται και σήμερα, με μόνη διαφορά ότι άρχισε να παίρνει τις διαστάσεις εθνικής γενιάς, και διατηρήθηκε το όνομα beat (μόλο που όλοι οι hipsters το μισούν)».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Mario Maffi, Underground
Mετάφραση: Τασούλα Καραϊσκάκη