Τελικά, της λέω, μια τραγωδία, τίποτα. Ποτέ. Στην ουσία, πάντα υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό που παθαίνεις. Ξημερώνει, και το χθεσινό χαστούκι μοιάζει χάδι μπροστά στο σημερινό χαστούκι. Και πάει λέγοντας. Γι’ αυτό μη βιαστείς ποτέ. Ο θρήνος μπορεί να περιμένει. Το σημερινό σου δάκρυ, αύριο θα είναι δύο δάκρυα, μεθαύριο τρία, τέσσερα, πέντε δάκρυα. Κάποια στιγμή ο λυγμός. Ένα πρωί δεν θ’ αντέχεις ούτε να κοιταχτείς στον καθρέφτη ούτε να σηκωθείς από το κρεβάτι. Τραγικό πρόσωπο, θα σκεφτείς. Είμαι πρόσωπο απολύτως τραγικό. Και θα έρθει το νέο δράμα. Και θα καταστήσει απολύτως κωμικό το χθεσινό τραγικό σου πρόσωπο. Γιατί καμία τραγωδία, τίποτα, ποτέ. Στο τέλος γελάς πάντα με τα χθεσινά παθήματα σου. Γιατί τα δράματα δρουν αθροιστικώς. Σαν μερικά αντιβιοτικά. Που το ένα επαυξάνει τη δράση του άλλου. Μια φορά σου τα δίνει ο γιατρός, τις επόμενες τα παίρνεις μόνος σου. Τα μικρόβια μεταλλάσσονται, ισχυροποιούνται. Έτσι που το φάρμακο να είναι χειρότερο από την αρρώστια. Ακόμη ισχυρότερα φάρμακα μετά. Έτσι που ο χθεσινός σου βήχας δεν ήταν παρά χάδι μπροστά στη σημερινή σου λοίμωξη.
Τελικά, της λέω, καμία τραγωδία, τίποτα. Ειδικά στον έρωτα. Το πρώτο ερωτικό σου Τσερνομπίλ θα σε πανικοβάλει. Για ένα διάστημα θα θυμάσαι στρόντιο κάθε φορά που θα βλέπεις πορτοκάλι. Πέντε εκατομμύρια χρόνια θα υπάρχει στρόντιο στο υπέδαφος, εφεξής πάντα με στρόντιο θα τρως το ψωμί σου.
Μετά, νέος έρωτας, νέος κίνδυνος. Σπογγώδης. Δεν γλύτωσες από το στρόντιο. Και όμως. Νόστος για την εποχή του ψωμιού και των πορτοκαλιών. Ύστερα, έρωτας απεμπλουτισμένο ουράνιο. Δέκα εισπνοές φτάνουν. Για να σε στείλουν εκεί όπου τα κόκκαλά σου θα εξακολουθούν να φωσφορίζουν επί τριάντα χρόνια.
Μην τρως, μην αναπνέεις. Μην ερωτεύεσαι. Μια μετάλλαξη ίσως. Αυτό είναι μια λύση. Ψάρι. Την κοιτάζω. Το σκέφτεται. Τελικά, μου λέει, καμία μετάλλαξη, τίποτα. Ποτέ. Άλλωστε δεν είσαι άνθρωπος. Είσαι μηχανή που, στο παραπέντε να καεί, της έβαλαν ψυκτικό. Δεν δείχνεις το θυμό σου ποτέ. Ανώμαλη. Δεν φωνάζεις ποτέ. Έχεις έναν τρόπο στις πιο δραματικές στιγμές να φαίνεσαι αλλόκοτη. Δεν σε καταλαβαίνω. Ιδίως από εκείνη τη μέρα της ριζικής αναισθησίας σου. Τότε που είχε έρθει εκείνη εκεί η φίλη σου από το σχολείο. Ψεύτης απεμπλουτισμένος, της είχε πει φονική ατάκα. Ατάκα που, λίγο απορρυθμισμένος να είσαι, μπορεί να σε στείλει στο τρελάδικο: «Πιστεύεις όσα βλέπεις και όχι αυτό που σου λέω εγώ;». Στην ξένη γυναίκα συνέβη, εγώ πήγα να πεθάνω. Εσύ που την αγαπάς, πήρες τον καινούργιο Φερμπ και άρχισες να διαβάζεις τις οδηγίες του. Πήγες να της μάθεις τα φέρμπικα εκείνη ακριβώς την ημέρα. Γελούσες μια ώρα, δυο ώρες, γελούσες σαν χαζή.
Δεν θέλω να μάθω τι σημαίνει για σένα τραγωδία. Ούτε πότε γίνεσαι κωμικό πρόσωπο. Ένα μόνο με αφορά: Πώς μπαίνει το ψυκτικό. Και πότε. Αναρωτιέμαι ακόμη πόσα ψεύτικα «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» είχες πει. Και μετά το ψυκτικό. Μόνο και μόνο για να μη γίνουμε πρόσωπα κωμικά. Αστείο. Μια χαρά μπορείς να ζήσεις. Παιδί, σκέφτηκα. Δεν έχει νιώσει ακόμα πώς είναι το να ζεις σαν να μη ζεις. Δεν χρειάστηκε να μάθει ακόμα, πως το «χωρίς εσένα» δεν είναι ζωή. Ασχέτως αν το επιλέγεις. Δεν υποπτεύεται καν πως το βιολογικό τέλος μπορεί κάλλιστα να σημαίνει: πεθαίνω, επειδή τώρα πια μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Και μακάρι να μη μάθει ποτέ πως τα πιο σπαρακτικά «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» τα λένε οι «σιαμαίοι». Όσο είναι κολλημένοι τουλάχιστον. Τότε που η εγκατάλειψη του ενός από τον άλλο φαίνεται ευκρινέστερα. Όσο για μένα, τζάμπα ανησυχεί. Επιβιωτική. Ή, μάλλον, δεν μπορώ να ζήσω δίχως το σύμμαχό μου. Ο εχθρός ισχυροποιεί το σύμμαχο. Ο σύμμαχός μου είναι αυτός που θα με προφυλάξει από το κωμικό. Από την τραγωδία μπορώ να προφυλαχτώ μόνη μου.
Κολλημένες στην Πατησίων, είχαμε ώρα μπροστά μας, δεν θα μου πάρει πολύ να της πω την ιστορία, σκέφτομαι. Η ιστορία: Μια φορά ήταν κάποιος που αγαπούσε τον αυτοκράτορα. Γιαπωνέζος… Μήπως την ξέρεις; Δεν την ξέρεις, ωραία, συνεχίζω. Ο αυτοκράτορας, αυτοκράτορας ήταν, όλα λυμένα τα είχε. Μόνο μια εμμονή του. Αυτήν κανείς δεν μπορούσε να του την πραγματώσει. Επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει κάποια σπάνια διαμάντια. Κανείς δεν μπορούσε να τα βρει. Μόνο αυτός που αγαπούσε τον αυτοκράτορα. Μόνο αυτός είπε να αφανίσει τα «δεν μπορώ, δεν γίνεται». Έφυγε από την Ιαπωνία, σύρθηκε χρόνια στις αγορές της Αυστρίας. Της Ελβετίας. Και όλοι ήξεραν τι έψαχνε και για ποιον το έψαχνε. Και κάποια μέρα, τα σπάνια διαμάντια βρέθηκαν. Ο φίλος του αυτοκράτορα τα πλήρωσε όσο όσο. Σιγούρεψε το δώρο του και έπεσε να κοιμηθεί. Μετά από χρόνια θα γύριζε επιτέλους στην Ιαπωνία, θα έκανε τα ανεκτίμητα διαμάντια δώρο στον αυτοκράτορα. Τη νύχτα όμως του τα έκλεψαν. Του τηλεφώνησαν το άλλο πρωί. Γνωρίζοντας την εμμονή του για αυτά τα διαμάντια, πίστευαν πως θα ξαναπληρώσει όσο όσο για να επιστρέψουν στα χέρια του. Ο άνθρωπος που αγαπούσε τον αυτοκράτορα άκουσε την τιμή. Ήθελε όσο τίποτα τα διαμάντια.
Η εμμονή του να τα πάει στον αυτοκράτορα ήταν μεγαλύτερη από την εμμονή του αυτοκράτορα να τα αποκτήσει. Παρ’ όλα αυτά είπε: Κάνατε κάποιο λάθος. Είναι θέμα αρχών. Δεν πληρώνω ποτέ για να αποκτήσω κάτι δικό μου. Έκλεισε το τηλέφωνο. Με αυτά τα οριστικά λόγια, που εχθρεύονταν την κωμωδία. Και δεν γύρισε ποτέ του στην Ιαπωνία.
Δεν καταλαβαίνω, είπε. Πού συνδέονται όλα αυτά. Το στρόντιο και τα διαμάντια του αυτοκράτορα. Οι Γιαπωνέζοι και το ψυκτικό σου. Είχαμε λίγο χρόνο μέχρι να φτάσουμε, έτσι της το είπα με μια εβραϊκή παροιμία: Θα λυγίσω μέχρι εκεί που θα πονέσει η μέση μου. Γιατί αν λυγίσω περισσότερο, θα σπάσω: Η μόνη αρχή της ζωής μου. Δεν θα σπάσω. Αλλά η μέση μου θα πληγωθεί για πάντα. Με τα παυσίπονα. Και ποτέ πίσω στην Ιαπωνία. Με ξαναβρήκε ασυνάρτητη. Ύστερα πάρκαρε και ανεβήκαμε.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Σαββατογεννημένη
Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης