Η Carol Rama (1918) ήταν Ιταλίδα αυτοδίδαχτη καλλιτέχνης που άφησε το στίγμα της στο χώρο των τεχνών.
Πάντα αγαπούσα αντικείμενα και καταστάσεις που απορρίπτονταν. Όταν ήμουν περίπου έξι, συνήθιζα να κοιμάμαι με έναν βάτραχο που προσκολλήθηκε μαζί μου. Όταν ο θείος μου μου εξήγησε ότι ήταν προσκολλημένο πάνω μου επειδή ήταν ένα ψυχρόαιμο ζώο, έκλαιγα όλη μέρα γιατί νόμιζα ότι ήταν μια ερωτική σχέση.
Οι γονείς της ήταν εύποροι αλλά πτώχευσαν όταν η Rama ήταν μικρή. Η απότομη αλλαγή θα στείλει την μάνα της στο ψυχιατρείο (1933) και τον πατέρα της στην αυτοκτονία (1936).
Άρχισα να βιώνω απόρριψη και χλευασμό από τους ίδιους κύκλους που με είχαν πλημμυρίσει με προνόμια πριν.
Πηγαίνοντας συχνά στο ψυχιατρείο, για να δει την μάνα της, ανακαλύπτει ένα καινούργιο κόσμο και τρόπο σκέψης. Οι ασυνήθιστοί άνθρωποι και οι περίεργοι χαρακτήρες γοητεύουν την Rama και της διαμορφώνουν ένα ξεχωριστό τρόπο αισθητικής και κοσμοθεωρίας.
Ένιωθα άνετα σε αυτό το περιβάλλον. Επειδή είναι εκεί, άρχισα να έχω τρόπους και ανατροφή χωρίς πολιτιστική προετοιμασία ούτε εθιμοτυπία.
Ήθελα να απογαλακτιστώ από την υπερβολική ελευθερία για την οποία είχα επικριθεί.
Θα εγγραφεί σε ακαδημία τεχνών αλλά θα τα παρατήσει γρήγορα αφού ένιωσε ότι το στυλ ζωγραφικής που ήθελε και φανταζόταν δεν είχε καμία σχέση με αυτό που της διδασκόταν.
Ανακάλυψα ότι η ζωγραφική με απελευθέρωσε από την αγωνία για όλα όσα η κοινωνία χαλαρά υπέδειξε ως παράβαση. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι μου άρεσε αυτό το παιχνίδι και το πήγα στα άκρα. Πάντα. Όπου κι αν ήμουν.
Από τα πρώτα της έργα ανέδειξε την οπτική πλευρά της τέχνης της. Το περίεργο της στυλ, για πολλούς διεστραμμένο και ξεδιάντροπο, την ξεχώριζε από οποιοδήποτε καλλιτέχνη. Συνήθιζε να ζωγραφίζει θηλές, γλώσσες, κόπρανα, ανδρικά και γυναικεία μόρια, στόματα, φίδια, ακρωτηριασμένα άκρα σε περίεργες ανατομίες και ανάπηρους.
Δεν είχα μούσες στη ζωγραφική μου, δεν χρειαζόμουν ποτέ κάτι τέτοιο, έχοντας ήδη ζήσει τέσσερις ή πέντε μεγάλες οικογενειακές τραγωδίες, έξι ή επτά τραγικές ερωτικές ιστορίες, αλλά και μεγαλώνοντας με έναν άρρωστο μέσα στο σπίτι, τον πατέρα μου, ο οποίος αυτοκτόνησε σε ηλικία 52 ετών επειδή χρεοκόπησε και δεν ζούσε πλέον τη ζωή που ήθελε. Είχα πάντα αρκετά θέματα για να αντλήσω για την τέχνη μου…
Το 1945, προσπάθησε να παρουσιάσει τα έργα της στο Τορίνο όμως η αστυνομία την έκλεισε πριν τα εγκαίνιά λόγω των άσεμνων και προσβλητικών εικόνων. Η κοινωνία της χωράς δεν ήταν έτοιμη να αντιληφθεί το έργο.
Οι ιδιωτικές περιστάσεις με έβαλαν σε κατάσταση ψυχολογικού ακρωτηριασμού και απώλειας. Κατάλαβα ότι υπάκουα σε έναν μηχανισμό πόνου. Και ότι, όταν το γύρισα στο κεφάλι του, έγινε ένα είδος αφοσίωσης στον πόνο, στη χαρά, στο θάνατο.
Η ίδια δεν πτοήθηκε καθόλου αφού συνέχισε ακάθεκτη να σχεδιάσει χυδαία, σεξουαλικά και παραμορφωμένα σώματα στέλνοντας τα βέλη της σε κάθε άτομο που δεν αποδεχόταν την διαφορετικότητα.
Ο ερωτισμός είναι η απόρριψη κάθε σεμνοτυφίας. Είναι ο αισθησιασμός, η επαφή με τις αισθήσεις, με το σώμα, γυναικείο και ανδρικό, που εξετάζεται και διαμελίζεται στα ανατομικά του μέρη.
Το έργο της έμεινε σχετικά άγνωστο εκτός Ιταλίας μέχρι που τα πρώιμα έργα της συμπεριλήφθηκαν σε μια έκθεση από την Lea Vergine.
Πρέπει να τεμαχίσω είτε τη φιγούρα είτε το ζώο, σαν μια ιδιωτική τραγωδία που ελπίζω στη συνέχεια να κάνω λιγότερο τραγική από τα χρώματα και από τον τρόπο που τη ζωγραφίζω.
Παρέμεινε ενεργή μέχρι το τέλος της ζωής της (2015).
Το μαύρο είναι το χρώμα που θα με βοηθήσει να πεθάνω. Θα ήθελα να βάψω τα πάντα μαύρα, είναι ένα είδος αποτέφρωσης, ένα είδος υπέροχης αγωνίας.