Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Κώστας Βάρναλης – Περί σκότους – Δοκίμιο

Με δυσφορία ανακατεύομαι (κι αυτό μονάχ’ από δημοσιογραφικήν υποχρέωση) στην τελευταία συζήτηση περί σαφηνείας ή ασαφείας. Πρώτα – πρώτα γιατί μήτε ο καιρός μήτε ο τόπος είναι κατάλληλος για φιλολογικές συζητήσεις κι έπειτα γιατί φοβόμουνα μήπως η γνώμη μου αποδοθεί σ’ επαγγελματικήν αντιζηλία. Δηλώνω λοιπόν ευθύς από την αρχή, πως δεν έχω τίποτα να μοιράσω με κανέναν: ούτε τη γη με τον κ. Σικελιανό ούτε τον ουρανό με τον κ. Καζαντζάκη. Ομολογώ μάλιστα, πως είμ’ ένας από τους θερμότερους θαυμαστές των στίχων του κ. Σικελιανού, για να λείψει κάθε παρεξήγηση.

Όσοι λάβανε μέρος στη μάχη των λόγων, μείναν όλοι έξω από τη γραμμή του πυρός, δηλ. έξω από την ουσία του ζητήματος. Θα έλεγα «κινήματος» γιατί περί κινήματος πρόκειται, που αποβλέπει συνειδητά ή ασύνειδα, άμεσα ή έμμεσα, στο συσκοτισμό των πνευμάτων. Αλλά τότε δεν είναι κατηγορούμενος μοναχά ο κ. Σικελιανός, μα όλ’ η νεοελληνική λογοτεχνία της τελευταίας δεκαετίας.

α) Δεν πρόκειται περί ασαφείας του ύφους, μα περί κακού ύφους· κι ούτε περί σκοτεινού (με την κυριολεχτική σημασία του όρου) γραψίματος, αλλά περί σκοτεινού (με τη μεταφορική σημασία του όρου) περιεχομένου. Το δυστύχημα δεν είναι, ότι δεν καταλαβαίνουν οι αναγνώστες τι θέλει να πει ο συγγραφέας του «Προλόγου», αλλ’ ότι καταλαβαίνουνε. β) Δεν έπρεπε η κακογραφία του κ. Σ. ν’ αποδοθεί στη δημοτική γλώσσα. Η κακομοίρα η δημοτική δε φταίει καθόλου. Όπως υπάρχουνε κακογράφοι της καθαρεύουσας, υπάρχουνε και κακογράφοι της δημοτικής. Άλλωστε η γλώσσα τού κ. Σ. δεν είναι δημοτική μα νεοκαθαρεύουσα: μεταφρασμένη καθαρεύουσα με σύνταξη καθαρευουσιάνικη (του μελετώμενου, μετάφερα, από την καρδιά του, από τον ίδιον αυτόν ποιητή βεβαιωμένον κλπ). γ) Πρέπει να χωριστεί ο ποιητής Σικελιανός από τον πεζογράφο ή στοχαστή Σικελιανό. Ο πρώτος είναι μέγας, ο δεύτερος έσχατος όλων. Αν ο κ. Σ. δεν είχε γράψει ποιήματα παρά μονάχα πρόζα, θα ‘τανε ο χειρότερος κακογράφος της ελληνικής γλώσσας. Και κανένας δε θα κοπίαζε ν’ απασχολήσει μ’ αυτόν τη δημόσια γνώμη. Αλλά το κύρος του το ποιητικό έκανε τους άλλους να προσέξουνε την πρόζα του «Προλόγου» του.

Πώς, τώρα, ο ποιητής Σικελιανός, που έγραψε τους πιο φωτεινούς ελληνικούς στίχους, με την πιο πλέρια και πλούσια δημοτική, όπου καθεμιά λέξη βρίσκεται στη θέση της κι αστράφτει απ’ όλες τις πλευρές· ο ποιητής, που έχει τόσην πλαστικότητα και μουσικό αίσθημα και δημιουργεί σύνολα καταπληχτικής ομορφιάς, πώς, άμα γίνεται πεζογράφος, χάνει όλες αυτές τις αρετές και γράφει μια γλώσσα άμουση, άρρυθμη, κακοτράχαλη, μπλεγμένη και δίνει ένα σύνολο συγχισμένο και χαοτικό; Νομίζει κανείς, πώς άλλος είναι ο ποιητής κι άλλος ο πεζογράφος ή ο στοχαστής. Κι όμως δεν πρόκειται για διπλή προσωπικότητα. Ο κ. Σ. είναι ο ίδιος και στα δύο αυτά είδη του λόγου: ενιαίος. Και να η λύση της απορίας:

Η ποίησή του η φανταχτερή και καμπανιστή, η δυνατή και στέρεη σαν αρχαίος ναός, δεν έχει ίχνος στοχασμού. Είναι ποίηση οπτική και περιγραφική. Όραμα θαμπωτικό, αλλά κενό από σκέψη. Το λέγει κι ο ίδιος: «προσπέφτοντας ικέτης μπρος στη φύση δεν…μετάφερα μαζί μου ούτε μια σκέψη παρμένην από τα πριν». Είν’ ένα φυσικό στοιχείο με θριαμβευτικές εκρήξεις. Σαν πεζογράφος όμως προσπαθεί να κάνει κάτι πέρα από τον αυθορμητισμό και το ένστιχτο. Να δαμάσει και να δείξει δυνάμεις, που δεν έχει. Και γι’ αυτό το ‘ριξε, σύμφωνα με τον ψυχολογικό νόμο της ελάσσονος προσπαθείας, στον αποκρυφισμό, δηλ. στο χάος, που δεν έχει μήτε σύνορα μήτε φύλακες! Γίνεται σκοτεινός, για να φανεί βαθύς· γράφει σα «μεμυημένος» για τους «μεμυημένους». Επάνοδος στην βρεφικήν ηλικία της ανθρωπότητας!

Ο κ. Σ. ένα πράμα μονάχα καταλαβαίνει: τον εαυτό του και τη φύση. Μάλιστ’ αυτά τα δυο κάνουν ένα. Αυτός είναι ο άξονας του σύμπαντος και ταυτισμένος με το Θεό. Είναι πράγματα σοβαρά αυτά; Βέβαια όχι. Όλ’ οι άνθρωποι νιώθουν αυτό το συναίσθημα της πανθεϊστικής ένωσης με το σύμπαν –και μάλιστα οι πρωτόγονοι. Αλλά ο κ. Σ. το φαντάζεται σαν αγαθό αποκλειστικά δικό του. Γιατί απλούστατα δε σκέφτεται. Όσο και να ‘ναι το εγώ του μεγάλο, ποτέ δε μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τον «άλλον»! Ο κ. Σ. δεν κατόρθωσε ποτέ να βγει από το «εγώ» του και να φτάσει στο «εμείς». Λείπει από την ποίησή του και το στοχασμό του ο άνθρωπος. Πώς, λοιπόν, είναι η φωνή της Ελλάδας; Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είναι αυτός, αλλ’ οι Έλληνες.

Η ποιητική άνοδο του κ. Σικελιανού «ετελειώθη» κι ύστερα σταμάτησ’ εδώ κι εικοσιπέντε χρόνια. Μεγάλος στα μικρά ποιήματα (τ’ αριστουργήματά του είναι ο «Αλαφροΐσκιωτος», οι «Στίχοι» και τα λιγοστά του σονέτα) φάνηκε πολύ κατώτερος στα μεγάλα («Πάσχα των Ελλήνων», οι διάφορες «Συνειδήσεις», «Θεσσαλία», «Διθύραμβος του Ρόδου» κλπ). Γιατί ένα μεγάλο ποίημα (ένας «Φάουστ» να πούμε) δε γίνεται με διαδοχικές εκρήξεις του ενστίχτου. Θέλει οργάνωση, συνοχή, γνώση της ανθρώπινης ψυχής και των νόμων, που κινούνε την ανθρώπιν’ ιστορία κι ιδανικά ζωντανά –όχι του γραφείου. Δυστυχώς του κ. Σικελιανού του λείπουν όλες αυτές οι δυνάμεις. Και κανένας φόρτος πολύτιμων στολιδιών, καμιά ρητορία, καμιά σιβυλλικότητα και κανένας κομπασμός δεν μπορούνε ν’ αντικαταστήσουνε τις ουσιαστικές του ελλείψεις και προ πάντων την απουσία του ανθρώπου από το έργο του. Και γι’ αυτό πέφτει χάμου και τσακίζεται, όπως ο Ίκαρος, που ήθελε να πετάξει με κέρινα φτερά.

Πρέπει όμως να σημειωθεί, πως όλα τα ελαττώματα των μακρών του ποιημάτων κι όλ’ η αποκρυφική σκοτεινάδα της πρόζας του, δεν μπορούνε να κλονίσουνε την ποιητική θέση (αν θέλετε, πρωτοκαθεδρία) που πήρε με τα ποιήματα της νεότητάς του. Αλλά κι αυτά, παρ’ όλες τους τις τεχνικές τελειότητες: τη λαμπεράδα του λόγου, την ηχερότητα του στίχου και την οραματική τους δύναμη, είναι κενά από το ανθρώπινο στοιχείο. Προκαλούνε το θαυμασμό, μα δε συγκινούνε. Τα καλύτερ’ απ’ αυτά δεν μπορούνε να σταθούνε δίπλα στον «Τάκη Πλούμα» του Μαλακάση, τους «Συναποθανούμενους» του Γρυπάρη και τον «Παπαδιαμάντη» του Πορφύρα. Γιατί μέσα σ’ αυτά τα τρία, όπως και στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, υπάρχει το ανθρώπινο δράμα: ο «άλλος».

Όμως ο κ. Σικελιανός δεν είναι μονάχα ποιητής. Είναι κι άνθρωπος της πράξης. Και ποια είναι η «πράξη» του; Οι δελφικές γιορτές. Γιατί, όσο κι αν τις ονομάζει «δελφική ιδέα», ήταν έν’ απλό θέαμα, όπως άλλα τόσα. Φανταζότανε, πως αναγεννούσε τον κόσμο γύρω απ’ τον ομφαλό της γης. Όμως στη ζωή ο ρόλος, που παίζει ο καθένας, είναι συχνά πολύ διαφορετικός από την ιδέα, που έχει ο ίδιος για το ρόλο του αυτόν. Η πραγματικότητα είναι η λυδία λίθος των ιδεών. Κι η πραγματικότητα αμέσως έδωσε το μόνο δυνατό νόημα στη δελφική ιδέα. Τη μεταμόρφωσε σε πανηγύρι χωρίς επαύριον. Όλες οι «κοσμικές αιώνιες διαστάσεις», όλες οι «καθολικότητες» κι οι «απύθμενες πνευματικές ενότητες» αποδειχτήκαν αέρας φρέσκος. Αλλ’ έγινε κι ό,τι έπρεπε να γίνει: ο συσκοτισμός των πνευμάτων κι η παραπλάνησή τους απ’ τον ίσιο δρόμο. Ήταν ένα κίνημα πισωδρομικό.

Τόσο η σκέψη, όσο κι η πράξη του κ. Σικελιανού δεν είναι μια ατομική του υπόθεση. Υπάρχει σ’ όλ’ αυτά κι η κοινωνική πλευρά. Ο αποκρυφισμός είναι κι αυτός μια από τις πολλές μορφές, που παίρν’ η λεγόμενη «φυγή απ’ την πραγματικότητα». Αυτ’ η φυγή είν’ η μόνη σωτηρία των αδύνατων ανθρώπων. Ο ένας λαχταρά να φύγει από τον κόσμο και ν’ απομονωθεί σε μιαν ερημιά, «καλλιεργώντας τον κήπο του»· ο άλλος το ρίχνει στον έρωτα και στο κρασί· ο άλλος στον πεσιμισμό· κι ο άλλος στη μαγεία. Ο καθένας φεύγει από τον αγώνα της ζωής, όπως μπορεί καλύτερα και χάνεται για πάντα. Όταν όμως δεν αρκείται να φεύγει αυτός, αλλά θέλει και να παρασύρει κι άλλους, τότε παρουσιάζεται κι η κοινωνική πλευρά του ζητήματος. Ο κήρυκας της φυγής γίνεται στοιχείο διαλυτικό, όργανο του πισωδρομισμού. Η απόδοση μαγικής δύναμης στον αριθμό τρία, ο καταρτισμός των διαφόρων βαθμών της μύησης κι η περιφρόνηση της επιστήμης από τον κ. Καζαντζάκη· η προσπάθεια της εξόδου από το χώρο και το χρόνο κι ο ταυτισμός του ατόμου με την παγκόσμια εστία του πνεύματος από τον κ. Σικελιανό, είναι διάδοση του σκοταδιού. Αντίδραση.

Ο άνθρωπος, που κρατιέται γερά από την πραγματικότητα κι αγωνίζεται μέσα σ’ αυτήν για την κατάχτησή της με οδηγό την επιστήμη, είναι ο άνθρωπος της προόδου κι ωφέλιμος στους άλλους. Κι όσοι είναι υπέρ της προόδου έχουνε στοχασμό φωτεινό και μιλούνε σταράτα. Όσοι μπερδεύουνε τα λόγια τους και καταργούνε την αντίθεση μεταξύ καλού και κακού, είναι τα τελευταία απομεινάρια της «φυγής και του χαμού».

Συνύπατος του σκοταδιού (ομιλώ πάντα για το σκοτάδι της ουσίας κι όχι του ύφους), αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με τον κ. Σικελιανό στη δημιουργία του πνευματικού χάους, είναι ο κ. Καζαντζάκης. Δυαρχία ανισοβαρής: μεγάλο ποιητικό ταλέντ’ ο πρώτος, μέτριο ο δεύτερος· πηγαίος ο πρώτος, φκιαχτός ο δεύτερος· ενστιγματικός [σήμερα θα λέγαμε ‘ενστικτώδης’] ο πρώτος, εγκεφαλικός ο δεύτερος. Η περίπτωσή τους αποτελεί κλασικό παράδειγμα της αντίθεσης που υπάρχει ανάμεσα στην «εμπνευσμένη» και στην «ηθελημένη» ποίηση (poésie venue και poésie voulue, είναι οι όροι του Σαιντ-Μπεβ). Ο Γκαίτε στις συνομιλίες του με τον Έκκερμαν ομολογεί, πώς, όσα κομμάτια του «Φάουστ» τα ‘γραψ’ εμπνευσμένος και μονορούφι, είναι πολύ ωραιότερα απ’ όσα τα σκέφτηκε πολύ και δυσκολεύτηκε να τα γράψει.

Ο Καζαντζάκης γράφει με αφόρητη δυσκολία κι ύστερ’ από πολλή σκέψη. Δεν έχει ποιητική φλέβα μήτε κι αίσθηση του ρυθμού και της γλώσσας. Μήτε καν απλό γούστο. Οι στίχοι του είναι φριχτά άμουσοι. Ο δεκαφτασύλλαβος της «Οδύσσειάς» του είναι μετρημένος με τα δάχτυλα κι όχι με τ’ αφτί και με το χτύπο της καρδιάς. Κι όμως έγραψε’ επίμονα κι επί πολλά χρόνια 33.333 τέτοιους στίχους, χωρίς ούτε μια στιγμή να σαλέψει μέσα του κείνος ο «ευπαθής ζυγός», που δείχνει και τα εκατοστά του γραμμαρίου κάθε αποτυχημένου αποτελέσματος. Ιερός βέβαια ο αριθμός 3, ιερότερος ο έντεκα χιλιάδες εκατόν έντεκα φορές 3, αλλ’ ανίερος ο όγκος.

Ό,τι του λείπει προσπαθεί να το αντικαταστήσει με εξωτερικά μέσα, που χειροτερεύουνε το αποτέλεσμα. Χρησιμοποιεί συστηματικά την υπερβολή –κι όπου υπερβολή εκεί ανειλικρίνεια- και τα πολλά στολίδια κατά τρόπο φορτικό και συχνά κακόζηλο (ο ήλιος π.χ. γίνεται «χρυσό σκουφί του νου του» και το μυαλό του Οδυσσέα «γεμάτο σπέρμα»). Και γεμίζει το λόγο του με λέξεις άγνωστες και διαλεχτικές, που θολώνουνε τα νερά και παραλύουνε κάθε δυνατότητα της άμεσης υποβολής. Ο Καζαντζάκης έχει το πλουσιότερο λεξιλόγιο απ’ όλους τους νεοέλληνες συγγραφείς. Κι οι περισσότερες από τις λέξεις του δεν είναι στη θέση τους. Μην έχοντας άμεσες εντυπώσεις δικές του από τη ζωή και τη φύση (τις εντυπώσεις του τις παίρνει από διαβάσματα) δεν έχει άμεση και την έκφραση. Έχει αποθησαυρίσει τις πιο σπάνιες λέξεις της νεοελληνικής και της βυζαντινής φιλολογίας από τα πιο απίθανα κείμενα. Και μοιάζει να τις παίρνει από το τετράδιο με την τσιμπίδα και να τις τοποθετεί αφύσικα στο λόγο του, για να ξαφνιάσει, όπως ο τυπογράφος παίρνει τα στοιχεία από την κάσα και τ’ αραδιάζει χωρίς να παρακολουθεί το νόημα των φράσεων. Αλλά και για τη γλώσσα ισχύει ό,τι είπε ο Σολωμός για την αρμονία του στίχου: «Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά ξεχείλισμα της ψυχής». Δυστυχώς πουθενά η ψυχή του Καζαντζάκη δεν ξεχειλίζει φυσικά και αυθόρμητα.

Μα δε χρησιμοποιεί μονάχα εξωτερικά μέσα, για ν’ αντικαταστήσει το ξεχείλισμα της ψυχής. Χρησιμοποιεί κi εσωτερικά: την ψυχολογία των ηρώων του και τη σοφία τη δική του. Ό,τι κάνει με τη γλώσσα, κάνει και με την ψυχολογία. Αφύσικη γλώσσα, αφύσικη ψυχολογία. Οι ήρωές του δεν είναι μήτε ανθρώπινοι μήτε κι υπερανθρώπινοι· είναι αντιανθρώπινοι. Η ψυχολογία τους, δηλαδή, είναι πέρα από κάθε αιτιότητα και πείρα. Κι όπως, άμα φορέσει κανείς γυαλιά αλλουνού κι ύστερα τα βγάλει, τα βλέπει όλα γύρω του να σβουρίζουνε θολά και σε μεγάλο μάκρος, το ίδιο κι όποιος διαβάσει δράματα του Καζαντζάκη και βγει στο δρόμο, νομίζει πως ο δρόμος γύρισε ανάποδα κι οι άνθρωποι περπατάνε με το κεφάλι κάτου και τα πόδι’ απάνου.

Κι όμως, ο Καζαντζάκης είν’ ένας ήρωας της δουλειάς. Διαβάζει και γράφει από τα χαράματα ίσαμε τα μεσάνυχτα κάθε μέρα, ατελείωτα χρόνια. Είναι θαυμαστό και σπάνιο παράδειγμα θέλησης κι άσκησης. Είναι επιπλέον έξυπνος άνθρωπος και με μεγάλη μνήμη. Αλλά όπως είναι φκιαχτός ποιητής, είναι και φκιαχτός άνθρωπος. Έχει απέραντη σοφία, αλλά δεν έχει κριτικό πνεύμα. Πέρασε, μπορώ να πω, κι έζησε όλες τις φιλοσοφίες και γαντζώθηκε στη χειρότερη: στο μηδενισμό. Το κήρυγμά του, πως το «καλό» και το «κακό» είναι τα ίδια, αποτελεί κήρυγμα μηδενιστικό. Αχρηστεύει τη δράση, την αντίσταση κατά του κακού. Κι όμως η ζωή δεν είναι τίποτες άλλο παρά ένας ατέλειωτος αγώνας ανάμεσα στον Αριμάνη και τον Ωρομάσδη. Κι αυτός ο αγώνας δημιουργεί την πρόοδο. Ο Καζαντζάκης απομακρύνει τον άνθρωπο να παλέψει για την αλήθεια και το φως. Κι έτσι διευκολύνει τις δυνάμεις του ερέβους στο έργο τους.

Ότ’ είναι ψεύτικ’ η φιλοσοφία του το αποδείχνει ο ίδιος. Γράφει έργα με τη φιλοδοξία να ‘ναι καλά. Αν πίστευε, πως το καλό και το κακό είναι τα ίδια, τότε δε θα ‘γραφε.

Άλλο πράμα η Τέχνη κι άλλο η θεωρία ή η κριτική της Τέχνης. Για να ναι κανείς δημιουργός χρειάζεται ταλέντο· για να ναι θεωρητικός, χρειάζετ’ επιστημονική γνώση του θέματος και για να ‘ναι κριτικός, χρειάζεται κι επιστημονική γνώση και πολύ γούστο. Επομένως δε μπορεί κανείς να μιλάει γι’ αυτά τα πράματα μήτε σα φιλόσοφος μήτε σαν ποιητής. Να μην ξεκινά «εκ των άνω» παρά «εκ των κάτω».

Λένε συνήθως, πως η Τέχνη είναι θρησκευτική λειτουργία κι ο καλλιτέχνης (κυρίως ο ποιητής) ιεροφάντης. Αυτά λέγονται από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα. Και προπαντός τα λεν οι δημιουργοί, γιατί φαντάζονται, πως έτσι δίνουνε μεγάλη αξία στο ρόλο τους και στον εαυτό τους. Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούσανε να εξηγήσουνε κανέν’ από τα κοινωνικά φαινόμενα και δίνανε σ’ όλ’ αρχή θεϊκή, μπορούσανε να ονομάσουνε την ποίηση «θεία μανία» και τον ποιητή «υποφήτην» ή «φοιβόληπτο».

Υποτίθεται, όμως, πως αυτή η εποχή πέρασε για πάντα…Το να εξακολουθούμε τον ίδιο χαβά και τώρα, δεν είναι απλώς ασυγχώρητη άγνοια των πραγμάτων, μα και προσπάθεια να παρασταθεί ανεύθυνος ο ποιητής σ’ ό,τι λέγει και κάνει, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα, παρά μονάχα στο θεό, του οποίου είναι «σκεύος εκλογής» και «λάλον ύδωρ».

Αν αυτά τα λεν οι ίδι’ οι ποιητές –και τι δε λένε τα καλά παιδιά! –αυτό είναι ατομική τους υπόθεση. Σε μια κοινωνία εγωιστικήν η υπερεχτίμηση της προσωπικότητας είναι συνηθέστατο φαινόμενο. Ο καθένας έχει τεράστια ιδέα για τον εαυτό του κι όλοι τους είναι κέντρα του κόσμου. Γιατί να μην είναι κι οι ποιητές, που άλλωστε κάνουνε μια δουλειά, που κι οι ίδιοι δεν την καταλαβαίνουν; Όταν όμως αυτά τα ίδια πράματα τα λένε κι οι κριτικοί κι οι θεωρητικοί της Τέχνης με αξιώσεις εξηγητικές του «μυστηρίου», τότε πρόκειται για θόλωμα των νερών και συσκοτισμό των πνευμάτων και τότες επιβάλλεται η αντίδραση εναντίον αυτού του κινδύνου, που αφορά το σύνολο.

Όσοι λένε, πως η Τέχνη είναι στην ουσία της θρησκευτική λειτουργία, νομίζουνε, πως της δίνουνε κάποιαν ιερότητα. Αγνοούνε, πως ο ρόλος της Τέχνης είναι πολύ πιο ιερός από κάθε θρησκευτική τελετουργία. Η Τέχνη δεν είναι καθόλου υπάλληλη της θρησκείας. Τέχνη και θρησκεία είναι δυο διαφορετικές παράλληλες κι αυτόνομες κοινωνικές λειτουργίες, όπως και τόσες άλλες, που δουλεύουνε με διαφορετικά μέσα για το ίδιο τέρμα. Ειδικά ο ρόλος της Τέχνης είναι να οργανώσει την ομαδική συναισθηματικότητα (τον «ομαδικόν έρωτα», όπως λέγει ο Τάρντ) και να συνειδητοποιήσει την ιδεολογία της εποχής και να δώσει τα ηθικά και τα πνευματικά φόντα για την πράξη. Προσπαθεί, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, να οργανώσει τη συναισθηματικότητα και τα ιδανικά της ηγετικής τάξης ή της τάξης των παριών σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και να δημιουργήσει την ποθητήν ομοιογένειά τους.

Στις μεγάλες εποχές της ανόδου η κοινωνική διαφοροποίηση δεν είναι τόσον αισθητή κι η Τέχνη αποτείνεται στο μεγάλο σύνολο. Η Τέχνη των ολίγων γίνεται Τέχνη για όλους. Η κλασική εποχή της αρχαιότητας, ο Μεσαίωνας κι η Αναγέννηση είναι τα πιο τυπικά παραδείγματα, πως η μεγάλη Τέχνη είναι Τέχνη λαϊκή. Ο Αριστοφάνης συχνά ονομάζει τους ακροατές του «σοφούς» -όχι γιατ’ ήταν αυτοί σοφοί, παρά γιατ’ ήταν οι ποιητές και μιλούσανε με τρόπο να τους «νιώθει» όλος ο κόσμος. Και στις εποχές αυτές η Τέχνη δεν ήταν απλή διασκέδαση και χαμός καιρού, αλλ’ άγγιζε τα ζωτικότερα προβλήματα. Έκανε πολιτική. Το ίδιο βέβαια κάνει πάντα κι όταν νομίζει, πως στέκετ’ έξω από την εφήμερη ζωή κι ατενίζει τις αιώνιες πηγές του φωτός, έξω χρόνου και τόπου. Αυτές οι παρεκτροπές (οι ερμητισμοί κ’ οι αριστοκρατισμοί) της Τέχνης παρουσιάζονται στις εποχές της καθόδου και της διάλυσης της κοινωνικής άρθρωσης. Η Τέχνη όμως αυτή για τους λίγους «επαΐοντας» και τους «μεμυημένους» είναι Τέχνη που συσκοτίζει τα πνεύματα κι εμποδίζει –είτε το θέλει είτε όχι- την ιστορική εξέλιξη.

 

Δημοσιεύτηκε στο blog του κ. Νίκου Σαραντάκου (sarantakos.wordpress.com)
Γράφτηκε το 1942 και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Αισθητικά – Κριτικά

https://www.youtube.com/watch?v=Zb2j3kgGCBQ

 

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.