Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του σώματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από μένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου.
Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά και από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται χείλια με χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή.
Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Και όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ’ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.
Απόσπασμα από το βιβλίο Κουτσό
Μετάφραση : Κώστα Κουντούρη
Πίνακας: Malcolm T. Liepke