Καθόμουν στα σκαλιά της πλατείας. Ήταν το τελευταίο βράδυ, έπειτα από ένα υπέροχο ταξίδι σε μια πόλη που συγγένευε με την ψυχή μου. Μέσα στα ερείπιά της, συνάντησα τους κόσμους μου και την ευθραυστότητά τους. Η πλατεία έσφυζε από ζωή και το δειλινό ήταν τόσο γλυκό, κι ας βρισκόμασταν στην καρδιά του χειμώνα, ακόμα και παγωτό έτρωγα. Έβλεπα απλά τους ανθρώπους να κινούνται, να τρέχουν, να σταματούν, να μιλούν, να φιλιούνται, να προσεύχονται… Ήταν τόσο ξένη η εικόνα του συγκεντρωμένου πλήθους σε μια πλατεία στις δικές μου εμπειρίες και τόσο όμορφη ταυτόχρονα. Σε λίγες ώρες θα επέστρεφα στο ξενοδοχείο, θα έφτιαχνα τις αποσκευές μου και θα έφευγα για το αεροδρόμιο χαράματα. Νωρίς το πρωί θα ήμουν και πάλι στο νησί, στην πόλη που αγαπώ. Θα άφηνα βέβαια πίσω μου όλες αυτές τις εικόνες ομορφιάς που συνάντησα εδώ, μα ήμουν βέβαιος πως αυτή η αποκάλυψη ήταν μονάχα η αρχή για μια σχέση μέσα στον χρόνο με τούτη την πόλη.
Βράδιασε και τα πρώτα αστέρια ξεκίνησαν να φαίνονται στον ουρανό. Όλοι τον ίδιο ουρανό μοιραζόμαστε, σκέφτηκα, μα ο καθένας άλλα βλέπει, ο καθένας αλλιώς τον ζει. Πάνω σε τούτη τη στιγμή της ελιτίστικής μου σκέψης, με πλησίασε ένα νεαρό παιδί, για να μου πουλήσει ένα μπουκάλι κρασί ή μερικές μπύρες. Άλλωστε στην πλατεία αυτό συνηθιζόταν. Αρνήθηκα ευγενικά και με προσπέρασε. Πιο χαμηλά στα σκαλιά, μια παρέα ντόπιων, έφηβοι κι αυτοί, στην ηλικία του αγοριού. Γελούσαν ώρα πριν και συζητούσαν διάφορα τα οποία μισοκαταλάβαινα, αλλά προτιμούσα να μείνω πιστός στις σκέψεις μου και στις εικόνες ομορφιάς. Μόλις εντόπισαν το αγόρι, το κάλεσαν με ένα νεύμα, για να δουν τι πουλούσε. Χάρηκα που κάποιος θα έπαιρνε κάτι απ’ αυτόν. Αυτός αναθάρρεψε και άρχισε να τους λέει τιμές για το κρασί και τις μπύρες. Ήταν και μεγάλη παρέα, θα ξεπουλούσε. Ξεκίνησαν να τον παζαρεύουν για να τα πάρουν σε πιο χαμηλή τιμή κι αυτός με κάποιες ενδείξεις δυσκολίας στην αρχή, δέχτηκε. Αυτό όμως δεν σταμάτησε, έτσι κάθε φορά που αυτός δεχόταν μια πιο χαμηλή τιμή, αυτοί έδιναν μια πιο χαμηλή προσφορά, μέχρι που οι τιμές έγιναν εξευτελιστικές. Αυτοί γελούσαν και τον κορόιδευαν, αυτός όμως επέμενε, για να πουλήσει σε μια πιο ψηλή τιμή, δεν ήθελε να διαψεύσει μέσα του την ελπίδα. Έτσι ξεκίνησε ένας διάλογος κοροϊδίας. Τα υγρά μάτια του γέμιζαν οργή σιγά-σιγά…
Τότε ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο μέσα στο σύννεφο της ομορφιάς που με συνέπαιρνε όλες αυτές τις μέρες, έναν κόσμο ασχήμιας. Βρισκόταν μπροστά στα πόδια μου, μοιραζόμασταν τα ίδια σκαλιά, την ίδια πλατεία και την ίδια ομορφιά, κι όμως χαιρόταν να ταπεινώνει έναν άνθρωπο, για να διασκεδάσει για λίγο. Όταν κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να αγοράσουν, πήρε τα ποτά του και ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά, με την ελπίδα να βρει κάποιον άλλο πιθανό αγοραστή. Αυτοί του φωνάζαν από μακριά, μα ούτε που γύρισε να τους δει. Έτσι συνέχισαν να γελούν και να τον σχολιάζουν. Από δειλία και ντροπή ψιθύρισα: «παλιόπαιδα!», λες και θα καταλάβαιναν, μα ακόμα και αυτό μάλλον μια αντανακλαστική αντίδραση θα ήταν πάνω στη σύγχυσή μου.
Το βράδυ στην πλατεία δεν τέλειωσε όπως περίμενα. Έφυγα με τα μάτια του αγοριού στη σκέψη μου, γεμάτα οργή, οργή για τα πάντα που θα τον ακολουθούσε μάλλον χωρίς λύτρωση. Εγώ έφευγα από έναν τόπο που αγάπησα, για να συναντήσω την πόλη της καρδιάς μου, μια πόλη που μου προσφέρθηκε κι αυτή και οι άνθρωποί της. Το αγόρι εκδιώχτηκε από τον τόπο του, που ενδεχομένως αγαπούσε, για να επιβιώσει σε μιαν άλλη, ξένη πόλη, που θα καθρέφτιζε στον ίδιο αυτό ακριβώς, τον διωγμό του. Η εδώ παρουσία του ήταν η απόδειξη του διωγμού του και η κάθε παρόμοια εμπειρία εξευτελισμού θα τον απομάκρυνε από το να ριζώσει, να δει τον τόπο να ανθίζει μέσα του και όλη του την ομορφιά, που σίγουρα τώρα θα ήταν η τελευταία σκέψη που τον απασχολούσε. Κι έπειτα ένας απροστάτευτος τόπος, σκέφτηκα, πλήγωνε χωρίς να το ξέρει, χωρίς να το θέλει, γιατί σαν σε πληγώσουν οι άνθρωποι, επιστρέφεις αίμα αλύτρωτο στον τόπο, που καίει την άνοιξη σταδιακά και αθόρυβα, χωρίς ίχνη. Σκέψεις που έρχονταν στο μυαλό μου, καθώς κατηφόριζα από τη μακρόστενη, πανάκριβη οδό, η οποία δημιουργούσε από μόνη της έναν άλλο κόσμο, στην καρδιά της πόλης. Δεν σκεφτόμουν ούτε πόσο τυχερός ήμουνα, ούτε πόσο άτυχος ήταν ο νεαρός μικροπωλητής, σκεφτόμουν μονάχα πως αυτό δεν έχει τελειωμό και μετάνιωνα που δεν αγόρασα έστω μια μπύρα…
Το διήγημα συμπεριλήφθηκε στην συλλογή Ιστορίες με Δαντέλα
Φωτογραφία: Joan Colom