Το «Αττικόν Μουσείον» δημοσιεύει σήμερον την εικόνα μιας κόρης, —της δεσποινίδος Ιωάννας Στεφανόπολι. Υποθέτομεν ότι δι’ όσους παρακολουθούν τα εν τη κοινωνία ημών συμβαίνοντα, ο λόγος της δημοσιεύσεως αυτής είναι ευνόητος. Αλλά δι’ όσους δεν τα παρακολουθούν, αν κανείς εξ αυτών ευρίσκετο να μας ερωτήση, θα ελέγαμεν, ότι η δημοσίευσις της εικόνος αυτής γίνεται εις ένδειξιν τιμής προς μίαν σύγχρονον αθηναίαν ηρωίδα. Διά τους μέλλοντας τυχόν να εξιππασθώσιν εκ της γλώσσης ταύτης, κρίνομεν καλόν να δηλώσωμεν ότι ύψιστον είδος ηρωισμού δεν θεωρούμεν ημείς τόσον το να κάμεις εν καιρώ πολέμου το πρώτον βήμα προς το πυρ εν τη μάχη, όσον το να κάμης εν καιρώ ειρήνης το πρώτο βήμα προς την πρόοδον εν οιωδήποτε σταδίω. Και προπάντων εις κοινωνίας αρτιγενείς, εις κοινωνίας ασυμπήκτους, εις κοινωνίας κυλιομένας ακόμη υπό πάσαν έποψιν εις παχυλήν νύκτα και στυγνόν έρεβος ημιβαρβάρου ζωής και ημικτηνώδους διαίτης. Και ακόμη περισσότερον προπάντων όταν εκείνος που αποφασίζει να το κάμη δεν είναι κανείς μυστακοφόρος ή γενειών παλαιστής, με νευρώδεις βραχίονας και στομωμένην την ψυχήν, αλλά νεάνις τρυφερά και ωραία, εν όλη τη αβρότητι και τη γλυκύτητι της πρώτης ήβης, μόλις δεκαπενταετής, της οποίας η πνοή μυρίζει ακόμη γάλα. Ακριβώς δε τοιούτο διάβημα αξιοσημειώτου γενναιότητος και τόλμης υπήρξεν η απόφασις της δεσποινίδος Στεφανόπολι να ζητήση την άδειαν να περατώση τας αρίστας σπουδάς αυτής φοιτώσα προς εξακολούθησίν των και εις το Πανεπιστήμιόν μας. Διά να εννοήση τις δε την σημασίαν του πράγματος δεν έχει ή ν’ αναλογισθή επί στιγμήν την όλην κοινωνικήν παρ’ ημίν κατάστασιν, την θέσιν των δύο γενών προς άλληλα έως χθες ακόμη, την υποδεεστέραν μοίραν της γυναικός παρά τοις ανατολικοίς λαοίς εις ους ανήκομεν έτι δυστυχώς, την πνευματικήν και ηθικήν ασημαντότητα του θήλεος φύλου, την βάναυσον υπεροχήν του ανδρικού, τα ήθη, τας έξεις, τας παραδόσεις, τας προλήψεις και τας αντιλήψεις μας. Από της εποχής καθ’ ηv δεν ενθυμούμεθα πλέον ποία Οικουμενική Σύνοδος συνεζήτει σοβαρώς αν αι γυναίκες ανήκουν εις το ανθρώπινον γένος μέχρι της σημερινής πλημμύρας πλείστων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων από ξανθάς, καστανάς, μελαχρινάς, βοώπιδας, γλαυκώπιδας ή μελανοφθάλμους φοιτητρίας, παρήλθε βεβαίως πολύς καιρός. Αλλά δι’ ημάς θα ημπορούσε κανείς εις πολλά να υποθέση ότι δεν απέχομεν παρά ημέρας. Εις πλείστα μέρη της Ελλάδος και σήμερον ακόμη η γυνή φαίνεται έχουσα όψιν και προορισμόν σχεδόν φορτηγού ζώου. Εις την Μάνην —από την οποίαν ακριβώς κατάγεται η δεσποινίς Στεφανόπολι— όταν πηγαίνουν από χωρίου εις χωρίον ή από των αγρών εις το χωρίον των, ο ανήρ συνηθέστατα φορτόνει την γυναίκα του με ό,τι του χρειάζεται να πάρη, αφίνη εντελώς ελεύθερον τον γάιδαρον αυτού ή το μουλάρι του, τον καββαλικεύει, και ακολουθούσης της γυναικός φορτωμένης και πεζής πορεύονται. Εις τας επαρχιακάς πόλεις, το ιδεώδες γυναικός είναι αι βδελυκταί νοικοκυράδες, όντα δηλ. μόνον σκοπόν και ορίζοντα υπάρξεως έχοντα να συνουσιάζωνται, να παιδοποιώσι, να αλληλοκακολογούνται, να διαπληκτίζωνται προς τας υπηρετρίας των και να στερούνται έστω και των κοινοτέρων προσόντων αληθούς συζύγου και μητρός, εκτός των απαιτουμένων προς τας φυσιολογικάς του συζυγικού βίου λειτουργίας. Και εν Αθήναις, εις την πρωτεύουσαν του νεωτέρου ελληνικού κόσμου, όπου ήκμασαν άλλοτε οι θαυμαστότεροι τύποι γυναικών, τελεία γυνή και κόρη θεωρείται σήμερον είδος τι ποικιλοχρόου, κροσσοφόρου, συνεσφιγμένου, γαντωμένου, δαντελλοκοσμήτου, τουρνουροστολίστου πτηνού, ψιττακίζοντες ολίγα γαλλικά, περιερχομένου τας οδούς και τας πλατείας, γνωρίζοντος να πλαταγίζη τους δακτύλους του συνθηματικώς και απαισίως επάνω εις τα κόκκαλα του πιάνου, ως ιδανικόν ζωής έχοντος να συχνάζη εις τα θεάματα και να καταβαίνει εις το Φάληρον, ως μόνην σκέψιν να βλέπη και να βλέπεται, έχοντος τόσον μυαλόν όσον ένα πετεινάρι, τόσας γνώσεις όσας μία γαλιάνδρα, τόσον πνεύμα όσον μία σιταρήθρα, τοιαύτην αντίληψιν του κόσμου και των πραγμάτων όσην ένας κότσιφας, τόσην κρίσιν και τόσας ιδέας όσας ένας τσαλαπετεινός. Υπό τοιούτους όρους λοιπόν και εις τοιούτον ακριβώς τόπον το ν’ αποφασίση μία κόρη, την εκτέλεσιν διαβήματος, όπερ πολλαχού και των πολιτισμένων ακόμη χωρών θεωρείται άηθες, το ν’ αποτολμήση να κηρύξη πως φρονεί ότι άλλος είναι ο προορισμός της γυναικός, ότι όλως διαφορετικάς ιδέας έχει περί του φύλου της αφ’ όσας αι συμπολίτιδές της, να διδάξη διά του παραδείγματός της ότι δυνατόν να υπάρξουν κι εν Αθήναις κόραι αίτινες να νομίζουν ότι σκοπός της ζωής αυτών δεν είναι μόνον ο ανωτέρω περιγραφείς, να ταράξη τα θολά και απόζοντα ύδατα της κοινωνικής ημών Νεκράς Θαλάσσης, και η κόρη αυτή, η τόσον πνευματικώς και ηθικώς υπερτέρα, να μην είναι συγχρόνως και υπό την καθαρώς γ υ ν α ι κ ε ί α ν έποψιv κατ’ ουδέν ήττων καμμιάς των ομηλίκων της, είναι βήμα λίαν σπουδαίον πράγματι και σημείον εύελπι διά το μέλλον. Υποθέτομεν ότι όταν η δεσποινίς Στεφανόπολι αφού τελειώση το μάθημά της βγαίνει εις τον περίπατον, όλαι αι σεισοπυγίδες της οδού Σταδίου και όλαις η πεταλούδες του Φαλήρου θα την κυττάζουν ως περίεργον φαινόμενον. Και φανταζόμεθα με τι υελώδη εξ ηλιθίας εκπλήξεως όμματα θα την προσβλέπουν καθημένην εις το πλευρόν των οι έλληνες εκείνοι φοιτηταί, όσοι εσυνείθισαν καθ’ όλην των την ζωήν να βλέπουν την μητέρα των να κουβαλή νερόν από το πηγάδι ή να δέρνουν την αδελφήν των διότι δεν τους έστρωσε γρήγορα να φάνε! Ευτύχημα όμως εντούτοις είναι ότι εν γένει η πράξις της δεσποινίδος Στεφανόπολι ούτε την αντίδρασιν ην προδεδοκώμεν παρήγαγεν, ούτε τα εμπόδια άτινα επιστεύαμεν ευρήκε. Και η καλή κόρη φοιτά τόρα, συνοδευομένη από τον αξιάγαστον πατέρα της, τον κάλλιστον συνάδελφόν μας διευθυντήν του Messager d’ Athénes, τακτικά εις τα μαθήματά της εν τω Πανεπιστημίω. Και μόνος ο κ. Δαμαλάς εβγήκε με ένα μανιφέστον, δαλαϊλάμας υπέρτατος και βόνζος μεγαλοπρεπής του συγχρόνου ελληνισμού, να διαμαρτυρηθεί εναντίον τ η ς α ν α μ ί ξ ε ω ς τ ω ν δ ύ ο φ ύ λ ω ν. Αλλά την α ν ά μ ι ξ ι ν αυτήν μόνον τόρα την είδαν άραγε τα θρησκευτικά κανοκιάλια του κ. Δαμαλά; Και μόνον απ’ αυτό εφοβήθη μην προέλθη; Ημείς δεν έχομεν ή να συγχαρώμεν το υπουργείον της Παιδείας, διότι ακριβώς επέτρεψε την ανάμιξιν αυτήν· να συγχαρώμεν την δεσποινίδα Στεφανόπολι διά την επιτυχίαν του διαβήματός της· να συγχαρώμεν τους φοιτητάς διά την νέαν συνάδελφόν των· να συγχαρώμεν τον κ. πατέρα της, όστις τόσον λαμπρώς έγνω ν’ αναθρέψη αυτήν, ώστε να τιμήση και το μανιάτικον και το γαλατικόν αίμα, όπερ ρέει αναμεμιγμένον, τόσω πλούσιον εις τας φλέβας της ωραίας κόρης του.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αττικό Μουσείο, τεύχος 14, έτος Γ’ (20-10-1890) από τον Μιχαήλ Μητσάκης με τίτλο Μια κόρη.
*Να αναφέρω επίσης πως το 1884, η Σεβαστή Καλλισπέρη επέβαλε αίτηση για να ενταχθεί στην Φιλοσοφική Σχολή, πέρασε τις εξετάσεις αλλά της αρνήθηκαν τις σπουδές λόγω του φύλου της. Σπούδασε στην Σορβόνη.