Τὸ ποιητικὸν ἔργο τοῦ Κ. Π. Καβάφη
Κάϊρο 1912
—Τὰ ποιήματα τοῦ Κυρίου Καβάφη, διάβασέ τα, μοὔλεγε κάποιος, χάνεις, πρόσεξε πρὸ πάντων στὴ φιλοσοφία ποὺ κρύβει μέσα του τὸ ποίημα τὰ κεριά.
Κάθε τόσο καὶ μιὰ τέτοια παρότρυνση ἄκουγα ἀπὸ τοὺς διάφορους φίλους μου, ποὺ ποιὸς λίγο ποιὸς πολὺ καταγίνουνται στὴ φιλολογία.
Θεώρησα ἔλλειψη λοιπὸν καὶ γὼ νὰ μὴν ἔχω ἀκόμα διαβάσει τὸ ἔργο τοῦ νέου αὐτοῦ ποιητή, καὶ μὲ κάποια, τ’ ὁμολογῶ, κρυφὴ χαρὰ κατόρθωσα νὰ βρῶ τὰ ποιήματά του.
Τὰ διάβασα, σᾶς βεβαιῶ πὼς τὰ διάβασα ὄχι μόνο μιὰ φορὰ οὔτε δυὸ μὰ τρεῖς τέσσερες μπορεῖ καὶ πέντε! Ἡ ἐντύπωσή μου, ἂν καὶ κανένας δὲ μοῦ τὴ ζητάει, εἶναι μὲ δυὸ λόγια:
Ὁ Κος Καβάφης ἢ εἶναι ποιητὴς κι ἀπὸ λαθασμένο γοῦστο διάλεξε ἕνα ψεύτικο δρόμο ποίησης, ἢ δὲν εἶναι ποιητὴς (αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πιθανότερο) καὶ θέλει νὰ ρίξει στάχτη στὰ μάτια μερικῶν ποὺ ἐπηρεάζουνται ἀπὸ πολύ …… παράξενα ποιητικὰ μέτρα κι ἀπὸ πολύ…… κοινὴ φιλοσοφομανία.
II
Εἴπαμε φυσικὰ ὅλοι μας καὶ τὸ φωνάξαμε καὶ θυμόσαμε γι’ αὐτό, πὼς ἡ σύχρονη ποίηση, καιρὸς ποιὰ ἤτανε ν’ ἄφηνε τὸν παληὸ συχαμένο δρόμο τῆς πολυλογίας τοῦ Παράσχου καὶ Σία καὶ νὰ διαλέξει ἕναν ἄλλο καινούργιο δρόμο.
Εἴπαμε ὅλοι καὶ φωνάξαμε κι ἀποδείξαμε πὼς ἡ ποίηση δὲν εἶναι μιὰ ψεύτικη ρητορεία, δὲν εἶναι τραγοῦδι κοινὸ μαύρων καὶ καστανῶν ματιῶν, ἀλλὰ κάτι ψηλότερο κάτι ἰδανικότερο.
Εἴπαμε πὼς ἡ ποίηση πρέπει νὰ διαπραγματεύεται κάπως τὸν ἐσωτερικὸν ἄνθρωπο, νὰ εἶναι πῶς νὰ τὸ πῶ, κάπως ἀφηρημένη κι ὄχι τόσο πολὺ συγκεκριμένη.
Εἴπαμε πῶς ἡ ποίηση, στὸ μέτρο στὸ ρυθμὸ πρέπει νὰ ἔχει κάποια λευτερία νὰ μὴν ὑποδουλώνεται τόσο πολὺ σὲ μιὰν ὁμοιοκαταληξία ἢ σ’ ἕνα μέτρο, ὥστε νὰ χάνεται ἕνα ὡραῖο νόημα.
Βέβαια ζητήσαμε, ἀφοῦ βρισκούμαστε στὸν αἰῶνα τῆς πρόοδου καὶ στὸν αἰῶνα τῆς ἀλήθειας, ν’ ἀπορίψουμε νὰ πετάξουμε ἐπὶ τέλους μιὰ γιὰ πάντα κάθετὶ ψεύτικο καὶ προσποιητό, ν’ ἀλλάξουμε μερικὰ πράματα ποὺ μόνα τους φωνάζουνε κραυγάζουνε αλλαγή, νὰ θάψουμε ὅσες μποροῦμε περισσότερες πρόληψες ποὺ ξεράνανε τὴν καρδιά μας καὶ μᾶς κάνανε μούμιες χωρὶς ζωὴ καὶ θέληση.
Ναί, ὅλ’ αὐτὰ τὰ ζητήσαμεν ἐμεῖς οἱ νέοι καὶ τὰ ζητήσαμεν ὄχι παρακαλεστικὰ ἀλλὰ μὲ τὴ γροθιὰ ψηλὰ σηκωμένη, γιατὶ εἴχαμε νοιώσει ποιὰ δύναμη κρυβούτανε μέσα μας, ὅλ’ αὐτὰ τὰ ζητήσαμε κι ἂν ὅλα μονομιᾶς δὲν τὰ πετύχαμε τουλάχιστο κατορθώσαμε τὰ μισά, κι αὐτὸ κάτι εἶναι!
III
Ἀλλ’ ἂς ξαναγυρίσουμε στὸ ζήτημα τῆς ποίησης τοῦ Κυρίου Καβάφη.
Παρακαλῶ νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ παρατηρήσω ὅτι ζητήσαμε, πῶς νὰ τὸ πῶ, νά! Σύνταγμα ποίησης κι ὄχι ἀναρχία, ζητήσαμε μιὰ λογικὴ τροποποίηση τῶν νόμων στὴ φιλολογία, δὲ ζητήσαμεν ὅμως, ὅπως ἕνας διαβάζοντας τὰ ποιήματα τοῦ Κου Καβάφη, τὴν κατάργηση τῆς ποίησης.
Γιὰ νἆμαι βραχύλογος, θὰ τὸ πῶ ξάστερα, ἡ ἀλήθια ξάστερα πρέπει νὰ λέγεται, ἡ ποίηση τοῦ Κυρίου Καβάφη δὲ μὲ συγκινεῖ πουθενά, σὲ κανένα του μὰ ὅλως διόλου κανένα ποίημα του δὲ βλέπω δὲν αἰστάνουμαι τὴν ἁρμονία τὸ κυριότερο χαραχτηριστικὸ τῆς ποίησης. Ἡ περιγραφὴ ποιός ἀπὸ τοὺς θαμαστές του μπορεῖ νὰ πεῖ νὰ ὑποστηρίξει πὼς ὑπάρχει; Ἡ γλῶσσα του στρυφνὴ χωρὶς καμιὰ τῆς καμιᾶς φιλολογικὴ ἀξία, οὔτε ἕνας στίχος ποὺ νὰ σὲ κάνει νὰ μένεις ἐκστατικός, οὔτε μιὰ ζωντανὴ εἰκόνα ποὺ νὰ τὴ δεῖς μπροστά σου, οὔτε σὲ κάνουν τὰ πεζότατα αὐτὰ ποιήματα νὰ γυρίζεις ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ στὰ περασμένα χρόνια τῆς γλυκιᾶς σου νιότης.
Ὅση καλὴ θέληση νὰ καταβάλω δὲ θὰ μπορέσω νὰ παραδεχτῶ γιὰ ποιήματα τοὺς ἄξεστους στίχους τοῦ Κυρίου Καβάφη. Δὲ μοῦ λὲν τίποτε τὰ ποιήματά του πορπατῶ σὲ μιὰν ἔρημο ὅταν τὰ διαβάζω, καὶ δὲ βλέπω τὴν ὥρα νὰ βγῶ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἔρημο γιὰ νὰ δροσιστῶ κομάτι σὲ μιὰ κρυὰ ἑνοῦ Ἀπολώνιου ἄσματος τοῦ Σκίπη ἢ σὲ καμιὰ γλυκιὰ ραψωδία ἑνοῦ Ἀπέθαντου.
IV
Πολλοί, ἔμαθα, ἀπὸ τοὺς θαμαστές του Κυρίου Καβάφη, τόνε θεωροῦνε τρανὸ τῆς ζωῆς φιλόσοφο, λένε πὼς ἡ ἐξωφρενικὴ αὐτὴ ποίηση κρύβει μέσα της κάτι ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ πέσει στὴν ἀντίληψη τοῦ καθενοῦ: Ἄν ὁ Κος Καβάφης εἶναι ἢ δὲν εἶναι φιλόσοφος, αὐτὸ δὲ μὲ μέλει, ὁ Κος Καβάφης, ἔγραψε, ἢ καλήτερα ἀποπειράθηκε νὰ γράψει ποιήματα, γι’ αὐτὸ ἴσα-ἴσα ἔπρεπε νὰ μείνει πρῶτα ποιητὴς κι ἂν τὸ κατόρθωνε, κομάτι δύσκολο μὲ τὴν ἀντίληψη ποὔχει περὶ ποίησης, ἂς τόριχνε κατόπι καὶ στὴ φιλοσοφία.
Παίρνω τὸ θάρρος φίλοι μου, γιατὶ φίλος σας εἶμαι καὶ μὲ ξέρετε καὶ σᾶς ξέρω, νὰ σᾶς πῶ, πὼς τρανὰ λαθεύεστε νὰ νομίζετε πὼς ἡ πολλὴ-πολλὴ φιλοσοφία δηλαδὴ μερικὰ ἀσυνάρτητα φαντασιοπληχτικὰ χοντρὰ λόγια σκεπασμένα μὲ τὸ μαντύα τῆς ψευτοφιλοσοφίας κἄνουν καλὸ στὴν ποίηση! ὄχι τὴν καταστρέφουν, καὶ μὲ δυὸ λόγια νά ὁ λόγος:
V
Ἕνας ποιητὴς ἀληθινός, εἶναι πολὺ δύσκολο, καλήτερα ἀδύνατο νἆναι κι ἀληθινός φιλόσοφος. Ὁ φιλόσοφος ἱδρύει μιὰ σκολὴ κι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του (ὑπάρχουνε κ’ εξαίρεσες) γιὰ μιὰν ἰδέα μάχεται, γιὰ μιὰν ἰδέα πεθαίνει.
Ὁ ποιητὴς ὅμως εἶναι ἄστατος, σήμερα κλαίει γιὰ τὶς ἀθλιότητες τοῦ κόσμου κι αὔριο γελάει γιὰ τὰ παράξενά του. Τὴ μιὰ στιγμὴ ὑμνεῖ τὸν ἔρωτα, τὴ ζωή, καὶ τὴν ἄλλη τὰ βρίζει ὅλ’ αὐτά. Ἡ ἀστασία αὐτὴ τοῦ ποιητὴ ἂς τὴν ὀνομάσουμε ποιητικὴν ἀστασία, μᾶς εὐφραίνει μᾶς κάνει κάπως νὰ ξεχνάμε τὸν πολὺ πραχτικὸ κόσμο μᾶς κάνει ἰδανικὰ ὄντα γιὰ μιὰ στιγμή.
Μὰ ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ποιητὴς χάνει ὅλα τὰ ἰδιώματα τοῦ ποιητὴ καὶ δὲν κρατάει παρὰ τὴν ποιητικὴν ἀστασία παραγεμισμένη μὲ φιλοσοφικὰ δόγματα, παύει ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι ποιητὴς χωρὶς καὶ νὰ ὑπῆρξε ποτὲ φιλόσοφος.
Φωνάζω λοιπόν, πὼς ἄλλο φιλόσοφος κι ἄλλο ποιητής. Δυὸ ἄκρα ἀντίθετα ποὺ δὲν ἀνταμώνουνται. Ποιός θὰ τολμήσει νὰ πεῖ π. χ. πὼς ὁ Musset εἶναι φιλόσοφος ἢ κι ἁπλῶς πὼς φιλοσοφεῖ ἐπειδὴ ἔγραψε τὸ Rolla καὶ τὶς νύχτες; θαρρῶ πὼς πολλοὶ θὰ τὸν ἔχουνε θαμάσει τὸ δυστυχισμένο Musset γιὰ φιλόσοφο ὄχι γιὰ ποιητή…… Τί εἴπατε Κύριε Καβάφη;
Ὁ Victor Hugo, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἄρχισε νὰ φιλοσοφεῖ στὰ ποιήματά του ἔπαψε νὰ εἶναι, ὁ ποιητής, κ’ ἔγινε—δυστύχημα γιὰ τὴ γαλλικὴ φιλολογία—ὁ φιλόσοφος ποιητής, δηλαδὴ ὁ οὔτε ποιητὴς κι ὁ οὔτε φιλόσοφος.
Μ’ ὅλ’ αὐτὰ δὲ θέλω νὰ πῶ πῶς ἡ ποίηση πρέπει νἆναι μόνο αἰστηματολογική, ὄχι βέβαια, μὰ οὔτε κι ἀπόπειρα φιλοσοφικῶνε δογμάτων ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος.
VI
Κι ἂς γυρίσουμε στὰ ποιήματα τοῦ Κυρίου Καβάφη. Παρατηρῶ δυὸ διακριτικὰ σημεῖα:
1ο Ὁ Κύριος Καβάφης μαντεύοντας ἢ καλήτερα βλέποντας, πὼς ἔχει θαμαστὲς ἀκριβῶς γιὰ τὸ—μὰ τὴν ἀλήθια—πολὺ παράξενο μέτρο του στὴν ποίηση, προσπαθεῖ, ἢ καλήτερα χωρὶς καμιὰ προσπάθεια κατορθώνει, νὰ γίνεται πιότερο θαμαστὸς ἀπὸ τὴν κλίκα του, γράφοντας ἐκεῖνα τὰ τρανὰ ἱστορικὰ ποιήματα. Φοβᾶται νὰ γράψει σὰν τοὺς ποιητὲς φαίνεται, γιὰ δυὸ λόγους: ἢ γιατὶ θὰ τοὖναι δύσκολο ἐπειδὴ καὶ ξεσυνήθισε τὸ σωστὸ μέτρο τῆς ποίησης, ἢ γιατὶ θὰ θεωρεῖ πολὺ κοινὸ καὶ προστυχοφιλολογικὸ νὰ εἶναι οἱ σκέψες του κάπως διαφανότερες καὶ καταληφτότερες.
Ὁ Κύριος Καβάφης μὲ δυὸ λόγια θέλει νὰ τόνε θαμάζουν οἱ δυὸ ἢ τρεῖς ποὺ τόνε θαμάζουν, ἀδιάφορο τώρα, ἂν ὁ θαμασμὸς αὐτὸς γιὰ τὸ ἔργο του ἀγοράζεται μὲ τὴ σκληρὴ δολοφονία τῆς ποίησης.
2ο Τὸ δεύτερο διακριτικὸ σημεῖο εἶν’ αὐτό:
Ὁ Κύριος Καβάφης δὲν εἶναι ποιητὴς ἀκριβῶς γιατὶ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τοὺς θαμαστές του τοὺς ὀλίγους, μὰ δὲν πιστεύω κ’ ἐκλεχτούς, χωρὶς νὰ φροντίσει νὰ μάθει ἐπὶ τέλους, ἐχτὸς ἂν ἡ φιλοσοφία του τοῦ τὸ ἀπαγορεύει, τί εἶναι ποίηση, τί εἶναι μέτρο, τί εἶναι αἰσθητική, τί εἶναι περιγραφή, τί εἶναι ὅλα ἐκεῖνα ἐπὶ τέλους ποὺ κάνουν ἕνα ποιητή, ποιητή ὄχι σἂν τὸν Κύριον Καβάφην.
VII
Ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου Καβάφη διακρίνει, ὄχι μόνον ἡ κουραστικὴ ξεραΐλα ἀπὸ κάθε ἰδέα, ἀλλὰ κ’ ἡ φτώχια τῆς γλώσσας. Καὶ νομίζει κανένας ὅτι ὁ Κος Καβάφης τὸ κάνει ἐπίτηδες νὰ διαλέγει τὶς πιὸ πεζὲς λέξες γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς πιὸ κωμικὲς ἰδέες, καὶ ψώφιες εἰκόνες.
Δὲν εἶν’ ἀνάγκη ν’ ἀνοιχτῶ ἐδῶ σὲ θεωρίες. Φέρνω γιὰ ν’ ἀποδείξω, ἀπὸ τὴ μιὰ τὴ φτώχια τῆς γλώσσας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ πεζὸ τῶν ἰδεῶν καὶ νοημάτων, παραδείγματα παρμένα ἀπὸ τὰ διάφορα ποιήματά του.
*
Ἔτσ’ ἡ ἐπιθυμίες μοιάζουν ποῦ ἐπέρασαν
Χωρὶς νὰ ἐκπληρωθοῦν· χωρὶς ν’ ἀξιωθεῖ.
*
Κρύα κεριά, λυωμένα καὶ κυρτά.
*
Γιὰ νὰ ἐπιστρέψει γρήγορα καὶ νἆν καλοὶ καιροὶ
*
Ἡ σαστισμένες κι’ ἀντιφατικὲς
*
Μὲς στὰ παληά των τὰ πετσιὰ τ’ ἀφανισμένα.
*
Καὶ σπάνιο νὰ σὲ πολιτογραφήσουν.
*
Ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες·
Γενναῖοι ὁσάκις εἶναι πλούσιοι, κ’ ὅταν
Εἶναι πτωχοί, πάλ’ εἰς μικρὸν γενναῖοι,
Πάλι συντρέχοντες ὅσο μποροῦνε·
Πάντοτε τὴν ἀλήθεια ὁμιλοῦντες
Πλὴν χωρὶς μῖσος γιὰ τοὺς ψευδομένους.
*
Ὁ ἀρνηθεὶς δὲν μετανοιώνει
Κι ὅμως τὸν καταβάλλει
Ἐκεῖνο τ’ ὄχι—τὸ σωστὸ—εἰς ὅλην τὴν ζωή του.
*
Βγαίνει, καὶ μὲ φωνὲς μεγάλες μᾶς τρομάζει.
*
………. Πολύτιμα μπαστούνια
Μ’ ἀσήμια καὶ μαλάματα ἔκτακτα σκαλιγμένα,
Εἶν’ ἀνάγκη νὰ ἐξακολουθήσω; τὸ τομίδιο εἶναι γιομάτο ἀπὸ τέτοιες λέξες, πεζὲς λέξες, ξερὲς λέξες τῶν ἐφημερίδων καὶ τῆς καθημερνῆς κουβέντας ὄχι ὅμως καὶ τῆς ποίησης.
Τί πάει νὰ πεῖ λ.χ. Σὰν σώματα ὡραῖα.
Ὡραῖα, ἡ λέξη ὡραῖα στὴν ποίηση εἶναι λέξη πεζή. Δηλαδὴ ἕνα ὁλόκληρο ποίημα τοῦ Κου Καβάφη ἀρχίζει μέ:
Σὰν σώματα ὡραῖα
Μὰ κάθε ἄνθρωπος τοῦ γούστου δὲ φαντάζεται τὰ ὡραῖα αὐτὰ σώματα, ὅπως δὲ φαντάζεται τὸ après-midi τὸ ὡραῖον καὶ ἔκτακτον καὶ θαυμάσιον τῶν ἐφημερίδων.
Αὐτὴ ἡ λέξη, ὅπως κι ὅλες οἱ ἄλλες τοῦ Κυρίου Καβάφη, εἶναι τῆς ρουτίνας, καθιερωμένες γιὰ τὴν κοινή μας χρήση, καθιερωμένες γιὰ ν’ ἀποφύγουμε τὶς περιγραφὲς στὴν ὁμιλία ἀπάνου.
— Πῶς πέρασες στὴ βεγκέρα;
— Ὡραῖα, ὡραῖα.
Δηλαδὴ εὐχαριστήθηκα διασκέδασα κ.τ.λ.
Στὴν ποίηση ὅμως ἔχει καθένας ἀνάγκη νὰ αἰστανθεῖ μέσα του, βαθειά του, τὰ ὡραῖα αὐτὰ σώματα, νὰ καταλάβει τὴν ὁμορφάδα τους νὰ τὴ δεῖ νὰ πειστεῖ γιὰ δ’ αὔτη, δυστυχῶς, μὲ τὸ ξερὸ ξερὸ: σώματα ὡραῖα δὲ βλέπει κανένας τίποτε.
Γιὰ νὰ ἐξακολουθήσω ἀπάνω σ’ αὐτὸ τὸ ποίημα:
Πολλὰ πάμπολλα πράματα εἶναι ὡραῖα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ ποῦμε ὡραῖα γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς εἶναι ὡραῖα.
Ἔπειτα πολλὰ πράματα ἀντιλαβαινούμαστε ἀλλιῶς ἐμεῖς κι ἀλλιῶς ἄλλοι. Πῶς καταλαβαίνετε σεῖς π. χ. Κ. Καβάφη τὰ ὡραῖα σώματα;!
Τώρα ἂν ἡ ποιητικὴ ἀφέλεια, ἢ ὁ φόβος (ε;;) γιὰ ἐφεύρεση καταλληλότερης λέξης ἢ φράσης σας βαστάει ἀλλάζει ὁ λόγος.
Κι ἂς μείνω ἀπάνου στὸ ἴδιο ποίημα.
Διαβάζοντας λοιπὸν κανένας αὐτὴ τὴ φράση, ἢ κατὰ τὸν Κον Καβάφη στίχον:
Σὰν σώματα ὡραῖα
Περιμένει τουλάχιστο νὰ δεῖ παρακάτω καμιὰ ποιητικότερη ἀνάλυση τῶν ὡραίων αὐτῶν σωμάτων, μὰ νά, ἀντὶ κάθε ἄλλης περιγραφῆς γρήγωρα, γιατὶ πάντα ὁ Κύριος Καβάφης βιάζεται στὰ ποιήματά του, (ποιητικὴ λυτότη) τὰ ὡραῖα αὐτὰ σώματα, τὰ κλειδώνει σὲ Μαυσωλεῖο: Τί Μαυσωλεῖο; Μεγαλόπρεπο, μαρμάρινο, πέτρινο, χρυσό, ὄχι σὲ Μαυσωλεῖο Λαμπρό!
Κ’ ἔτσι πάει καὶ τὸ Μαυσωλεῖο.
Ἀλλ’ ἂν ὑποθέσουμε πὼς αὐτὸ ἤτανε μιὰν εἴδηση ἁπλή, μιὰ φημερίδα μποροῦσε νὰ τὸ περιγράψει πεζότερα ἀπὸ τὸν Κύριον Καβάφην;
«Τελευταία ὥρα!
»Χθὲς περὶ τὴν τρίτην ἀπογευματινὴν ἔκλεισαν εἰς Μαυσωλεῖον Λαμπρὸν τὰ ὡραῖα σώματα τῶν νεκρῶν.»
Φαίνεται πὼς ὁ Κύριος Καβάφης θέλει στὴν ποίηση νὰ περάσει καὶ τὶς ἐφημερίδες στὴν ἁπλότητα τοῦ ὕφους.
Μόνο καὶ μόνο γι’ αὐτὸ τὸ λόγο κλειδώνει ὡραῖα σώματα σὲ λαμπρὰ μαυσωλεῖα, πολιτογραφεῖ ποιητὲς στὴν πόλη τῶν ποιητῶν, βρίσκει πὼς τὴ μιὰ μονότονη μέρα ἄλλη ἀπαράλαχτη τὴ διαδέχεται, κι ὅτι καταντάει τὸ αὔριο νὰ μὴ μοιάζει σὰν αὔριο (σπουδαῖο αὐτὸ τὸ φιλολογικὸν εὕρημα) βρίσκει πὼς τὴν αὔριο θὰ ξαναγίνουν τὰ ἴδια πράματα δηλαδὴ θὰ βγεῖ ὁ ἥλιος τὴ μέρα καὶ τὸ βράδυ τἀστέρια, θὰ κάνει ὁ Κύριος Καβάφης τὰ ἴδια ποιήματα καὶ θὰ θαμαστεῖ, κ.τ.λ.π…
Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο χάριν ἁπλότης ὁ Κύριος Καβάφης βρίσκει πὼς ἡ Ἐκάβη κι ὁ Πρίαμος κλαῖνε γιὰ μᾶς καὶ μεῖς γιὰ δ’ αὔτους, Πῶς ταράττεται ἡ ψυχή μας καὶ παθαίνει χρόνια παράλυση.
Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, τρέχει στὴν κάμαρά του καὶ δὲ βρίσκει παράθυρα, ἢ βρίσκει καὶ δὲν τ’ ἀνοίγει ὄχι γιατὶ εἶναι χειμῶνας καὶ φοβᾶται τὸ κρύο ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ δεῖ καινούργια πράματα! Βέβαια καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Κύριος Καβάφης σκαλίζοντας τὴν ἱστορία θὰ βρῆκε μὲ κρυφὴ χαρὰ πῶς ὁ Ἐφιάλτης θὰ φανεῖ στὸ τέλος καὶ οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε!
Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ὁ Πηλεὺς φοβᾶται κ’ ἐπεμβαίνει ὄχι γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ Κου Καβάφη ἀλλὰ γιὰ νὰ σταματήσει τὴ φόρα τῶν θαμαστῶν του.
VIII
Τέλος πάντων τί εἶναι ἡ ποίηση τοῦ Κυρίου Καβάφη; Ἔχει ἢ προσπαθεῖ νὰ δημιουργήσει δικιὰ του σκολή; Ὅπως εἶπα στὴν ἀρχὴ τῆς πραγματείας μου αὐτῆς, ὁ Κύριος Καβάφης παρασύρθηκε ἀπὸ μιὰν ἀκατάσχετη μανία φιλοσοφίας καὶ συβολισμοῦ στὰ ποιήματά του, ποὺ τὰ περισσότερα εἶναι ξερὲς μετάφρασες ἀπὸ ἀρχαῖα συγράμματα, παρμένα ὅπως: ὁ Βασιλεὺς Δημήτριος.
Ποιός μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ λογικὰ πὼς ὁ Βασιλεὺς Δημήτριος εἶναι ποίημα; ἢ κι ἂν θέλουμε ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ πὼς κρύβει μέσα του τίποτε σπουδαῖο φιλοσοφικὸ ἢ κοινωνικὸ νόημα. Ἴσως νὰ ὑποθέταμε ἕνα τέτοιο πρᾶμα ἂν ὁ Κύριος Καβάφης δὲν ἔβαζε στὴν ἐπικεφαλίδα ὁλόκληρη τὴν περίοδο τοῦ Πλούταρχου.
«Ὥσπερ οὐ βασιλεύς, ἀλλ’ ὑποκριτής, μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιὰν ἀντὶ τῆς τραγικῆς ἐκείνης καὶ διαλαθὼν ὑπεχώρησεν».
Ἀλλὰ δυστυχῶς αὐτὴ ἡ πρόταση ἀποδεικνύει ἀκριβῶς ὅτι τὸ ποίημα ὁ Βασιλεὺς Δημήτριος δὲν εἶναι ποίημα ἀλλὰ ξερὴ ξερή, τὸ πολὺ ἐπιτυχημένη μετάφραση, ὄχι βέβαια καθηγητὴ ἀλλὰ μαθητὴ Γυμνασίου.
IX
Ἕν’ ἄλλο ἀφόρητο γιὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη ἐλάτωμα στὴν ποίηση τοῦ Κυρίου Καβάφη, ἡ παρένθεση ποὺ κόβει τὸν ἄγαρμπο στίχο τόσο ἄγαρμπα!
Νά παράδειγμα!
Ὁ Βασιλεὺς Δημήτριος (μεγάλην
εἶχε ψυχὴν) καθόλου — ἔτσι εἶπαν
δὲν φέρθηκε σὰν Βασιλεύς. Ἐπεῖγε
κ. τ. λ.
Δὲ φτάνει ἡ τρομερὴ πεζότη τοῦ ποιήματος μὰ ἔχουμε καὶ τὶς παρένθεσες, ποὺ σὲ ὑποχρεώνουν νὰ κρατᾶς τὴ συνέχεια σἂ στὶς ἐπιφυλλίδες τῶν μυθιστορημάτων τῶν φημερίδων.
Καὶ πάλι ρωτῶ, μποροῦσε πεζότερα νὰ γραφτεῖ ἕνα παρόμοιο πρᾶμα; ποῦ βρίσκουνται κρυμένες ἡ ποιητικὴ ἀλληγορία, ποῦ τὸ μέτρο, ποῦ ἡ ἁρμονία, ποῦ τὸ ψηλὸ νόημα;
Ἢ Παπᾶς παπᾶς ἢ ζευγὰς ζευγάς.
X
Τί λοιπὸν οἱ θαμαστὲς τοῦ Κυρίου Καβάφη θαμάζουν στὰ ποιήματά του; ἀφοῦ οὔτε ἁρμονία οὔτε μέτρο οὔτε γλωσσικὸς πλοῦτος ὑπάρχει, οὔτε τίποτε ἄλλο ποιητικὸν προσόν. Τὴ φιλοσοφία; βέβαια κι αὐτὴ θὰ θαμάζουν, ἀλλὰ κ’ ἡ φιλοσοφία του ἂς τὴν ὀνομάσουμ’ ἔτσι, εἶναι ὄχι μόνο τετριμένη ἀλλὰ κι ἀστεία. δηλαδὴ πράματα ποὺ λέγουνται κάθε μέρα χωρὶς καμιὰ φιλοσοφικὴ ἀξίωση.
Λοιπὸν τί θαμάζουν;
Θαμάζουν τὸ παράξενα τοῦ ὕφους του; ἀλλὰ δὲν εἶναι παράξενο καθόλου! ἀπὸ πότες εἶναι ἢ ἔγινε original ὁ πεζὸς λόγος;
Ἔπειτα αὐτὸ τὸ τρομαχτικὸ τὸ ἀπαίσιο ἀράδιασμα ὅλωνε τῶν ἀρχαίων ἡρώων ἡμιθέων καὶ θεῶν, σκεπασμένων κουκουλωμένων μὲ τὸ μαντύα τῆς ψευτοφιλοσοφίας, τί εἶναι;
Τί ἄλλο εἶναι παρὰ μιὰ κούφια μάταιη ἐπίδειξη πολυμάθειας; Ποιό τέλος εἶναι τὸ ἀγνό του ποίημα; ποιό τὸ βασανισμένο τὸ σκαλισμένο ἀπάνω στοὺς κανόνες ἂν ὄχι τῆς ποίησης τουλάχιστο τοῦ γούστου; λυποῦμαι πολύ νὰ πῶ πὼς κανένα, ἢ μᾶλλον μόνον ἕνα, τὸ ποίημα, Ἕνας γέρος. Μάλιστα αὐτὸ εἶναι ποίημα ἔχει τὴ σειρά του, τοῦ λείπει ἐκείνη ἡ ανακατωσοῦρα τῆς φιλοσοφίας, ἀπουσιάζουν ἐκεῖνα τὰ συβολικὰ παράξενα μέτρα, κατορθώνω νὰ φανταστῶ τὸ φτωχὸ γέρο ποὺ κλαίει τὰ νιάτα του καὶ μέ πόνο νὰ τὸν θεωρῶ στὸ τέλος.
«Ἀπ’ τὸ πολύ νὰ σκέπτεται καὶ νὰ θυμᾶται
ὁ γέρος ἐζαλίσθηκε. Κι’ ἀποκοιμᾶται
στοῦ καφενείου ἀκουμπισμένος τὸ τραπέζι.»
Κ’ ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἁπλότη τοῦ ὕφους ἀλλ’ ἡ σωστὴ ποιητικὴ ἁπλότη τὸ γερὸ νόημα ποὺ κάνει τὸ ἕνας γέρος νὰ εἶν’ ἕνα μικρὸ ἀνεχτίμητο μπιζουδάκι. Μάλιστα εἶναι ποίημα! διαβάζοντάς το αὐτὸ οἱ νέοι μελαγχολικοὶ θὰ σκεφτοῦν πὼς θἄρθουνε γρήγωρα τὰ σκληρὰ χρόνια νὰ μᾶς θυμίσουν τί μπορούσαμε νὰ κατορθώσουμε στὴ νιότη μας. Θἄρθει μέρα ποὺ μὲ δάκρυα, κάπως ἀργά, θὰ δοῦμε τὸν ὁρίζοντα νὰ σκοτεινιάζει, τὰ χίλια δυὸ χρυσά μας ψέφτικα ὄνειρα νὰ διαλύνουνται σἂν καπνός, καί κάτι ἀόριστοι τρόμοι νὰ μᾶς παίρνουν, μιὰ σκιά, ἔ! ἂς τὴν ποῦμε, τοῦ χάρου νὰ μᾶς πλησιάζει!
Τί ἔκαμες στὴ ζωή σου; τίποτε; Ἐνόμισες πὼς εἶχες δικαίωμα ἐμένα τὸ χρόνο νὰ περιφρονήσεις τόσο ποὺ νὰ νομίσεις ὅτι στέκουμαι καὶ δὲν κουνιέμαι; ὄχι, τώρα σὲ παίρνω!
Μὰ γιατὶ ὁ γέρος νὰ σκέφτεται τὰ νιάτα του, γίνεται ἐγωϊστής, κάνει πέτρα τὴν καρδιά, γελᾶ-γελᾶ περιφρονητικά.
Μὰ ἡ ὑπεράνθρωπη προσπάθεια γιὰ τὸ κουρασμένο σῶμα του, ἡ σκέψη αὐτὴ θὰ τὸ σκοτώσει, ἔ! ὄχι λοιπὸν δὲ σκέφτεται, νά θὰ ζήσει ἐγωϊστής.
Καί, «ὁ γέρος ἐζαλίσθηκε, κι’ ἀποκοιμᾶται
στοῦ καφενείου ἀκουμπισμένος τὸ τραπέζι»
Σώνει ἕνα τέτοιο ποίημα γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ παρουσία τοῦ τομίδιου;
Τί τὸν ἐμπόδισεν ἄραγε τὸν Κύριον Καβάφη νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ γράφει στὸ Style του ἕνας γέρος; πολὺ φοβοῦμαι οἱ θαμαστές του ποὺ δὲν πρέπει βέβαια νὰ κολακεύουνται γιὰ φιλολογικὴ μόρφωση.
Πῶς ὅμως νὰ ὀνομάσουμε τὰ ποιήματα τοῦ Κυρίου Καβάφη ἀφοῦ ὁ ποιητής των δὲν τοὺς ἔδωκε τίτλο; πῶς ἀλλιῶς παρὰ φιλοσοφικὰ δόγματα, γιατὶ σὲ πολλὰ δ’ αὔτα ὁ Κύριος Καβάφης δὲν εἶναι ποιητὴς ἀλλὰ διδάσκει!
Ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες.
Δίκαιοι κ’ ἴσιοι σ’ ὅλες των τὲς πράξεις
Ἀλλὰ μὲ λύπη κιόλας κ’ εὐσπλαχνία·
Γενναῖοι ὁσάκις εἶναι πλούσιοι κι ὅταν
Εἶναι πτωχοί, πάλ’ εἰς μικρὸν γενναῖοι
Πάλι συντρέχοντες ὅσο μποροῦνε·
Πάντοτε τὴν ἀλήθεια ὁμιλοῦντες
Πλὴν χωρὶς μῖσος γιὰ τοὺς ψευδομένους,
Πιὸ τετριμένες ἀλήθιες γίνουνται ἀπὸ δ’ αὔτες τῶν Θερμοπυλῶν, τουλάχιστο ἂν ἦσαν κάπως πιὸ ρυθμικὰ βαλμένες πιὸ ἀρμονικά.
XI
Κι ὅλ’ αὐτὰ τὰ παθαίνουμε γιατί; γιατὶ πάσχουμε ἀπὸ τὴ γνωστὴ ἀσθένεια «Snobisme». Ἔχουμε καταντήσει, καὶ τὸ ἀστεῖο δὲ θέλουμε νὰ παραδεχτοῦμε, ἢ ἂν προτιμᾶτε δὲ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε. Snobs, μὲ ἄλλα λόγια, δοῦλοι τῆς γνώμης δυὸ τριῶν ἐξεχόντων. Τρανὸ καὶ ζωντανὸ παράδειγμα τὰ ποιήματα τοῦ Κυρίου Καβάφη, τὰ θαμάζουμε γιατὶ κάποιος βρέθηκε νὰ τὰ παινέσει, κάποιος πολὺ γνωστὸς λογογράφος τῶν Ἀθηνῶν, ἐμεῖς λοιπὸν ἐπιπόλαια ἐπιπόλαια χωρὶς καλὰ καλὰ νὰ ξέρουμε γιατὶ ἀσπαζούμαστε τὶς γνῶμες του καὶ πρῶτοι πρῶτοι καὶ καλοὶ βροντοφωνοῦμε: Νά φιλόσοφος, νά ποιητής, τὸ δὲ ἀστεῖο, τὸ λέμε μὲ τόση πεποίθηση ποὺ στὸ τέλος τὸ πιστεύουμε καὶ τὸν ἐχτιμᾶμε, (παράδειγμα ὁ Κος Καβάφης) γιὰ ποιητὴ γιὰ λογογράφο γιὰ φιλόσοφο κ.τ.λ. ὑπνοτιζούμαστε τόσο ποὺ εὐτὺς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δόσουμε κάποια σπουδαία κρυμένη ἔννοια σ’ ἕνα κούφιο λόγο ἢ σ’ ἕν’ ἀστεῖο πεζὸ ποίημα, ποὺ θεωροῦμε chef d’ oeuvre!
Αὐτὰ φίλοι μου εἶν’ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες ποὺ ἀπὸ ἐγωϊσμὸ δὲν παραδεχούμαστε, θαμάζουμεν ἐκεῖνο ποὺ θαμάζουν δυὸ τρεῖς σπουδαῖοι. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο εἴμαστε τοῦ Nietche ὁπαδοί, λατρεύουμε τὴ μουσικὴ τοῦ Wagner ἐνῶ στὰ κρυφὰ τρελαινούμαστε γιὰ τὸ Matchiche. εἴμαστε συβολιστὲς ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν καταλαβαίνουμε τὶ γράφουμε.
Καὶ μὲ μιὰ διαφορὰ γιὰ νὰ ἐξηγούμαστε καλήτερα ὁ Wagner ὁ Nietche ἔχουν καὶ τοὺς θαμαστές τους τοὺς εἰλικρινεῖς, τοὺς θαμαστές ποὺ ξέρουν γιατὶ τοὺς θαμάζουν ἐνῶ ὁ Κος Καβάφης ἔχει τοὺς θαμαστὲς ποὺ ἀποχτᾶ κάθε εὐτυχὴς συγραφέας παράξενος σὲ μέτρα ποιητικὰ μόνο ὄχι καὶ σὲ ἰδέες τουλάχιστο.
XII
Μὰ δὲ βλέπουμεν ἐμεῖς οἱ θαμαστὲς τὸ κακὸ ποὺ κάνει ὁ θαμασμός μας ὁ ἐπιπόλαιος σ’ ἕνα συγραφέα ποὺ ἴσως μπορεῖ νὰ γράψει καλά. Τὸ κακὸ δὲν τὸ βλέπουμε λέγω! δὲν ἐννοοῦμε πῶς τὸν καταστρέφουμε κολακεύοντας βλακωδέστατα τὸ κακό του γοῦστο.
Αὐτὸ ποὺ λείπει ἀπὸ μας ξέρετε τὶ εἶναι; ἡ σύχρονη φιλολογικὴ ἐκπαίδεψη καὶ τὸ φιλολογικὸ γοῦστο. Ἔχουμε κατορθώσει νὰ παραγνωρίσουμεν ἐκείνους ποὺ κάτι ἀξίζουν καὶ νὰ θαμάζουμεν ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι ἄξιοι θαμασμοῦ. Καὶ νἄτανε μόνον αὐτό, κιντυνεύουμε δυστυχῶς νὰ πάθουμεν ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθεν ὁ 18ος αἰῶνας στὴ Γαλλία, μὲ τὴ μανία στὴ φιλοσοφία, δηλαδὴ νὰ καταστραφεῖ ἡ ποίηση ἀπὸ τὴν πολλὴ φιλοσοφία καὶ λογικὴ καὶ νὰ μὴν ἀναδειχτεῖ παρὰ ἕνας ἀληθινὸς ποιητής, ὁ André Chénier! Κι αὐτὸς ἀκόμα ὁ πολὺς Βολταῖρος ἔπεσε θῦμα τῆς φιλοσοφίας του στὴν ποίηση.
Τί λέγω κιντυνεύουμε; ἔχουμεν ἤδη καταστρέψει τὴν ἀγνὴ ποίηση, καὶ γιὰ νὰ μὴ βγαίνω ἀπὸ τὸ θέμα μου, νά ὁ Κύριος Καβάφης τὸ πιὸ τρανὸ παράδειγμα.
Στὴν ποίηση του δὲν ὑπάρχει:
οὔτε αἴστημα!
οὔτε περιγραφή Ἐχτὸς ἄν ὀνομάζει ὁ Κος Καβάφης περιγραφή τὴν καταγωγὴ διάφορων ἀντικειμένων λὲς κ’ εἶν’ ἐχτιμητὴς ὅπως στὴν κηδεία τοῦ Σαρπηδόνος.
οὔτε χάρη. Ἐχτὸς ἄν εἶναι ἡ χάρη στὸ ποιηματάκι ἡ δέησις ὅπου ἡ μητέρα στήνει τ’ αὐτί, λὲς κ’ εἶναι φοράδα, περιμένοντας τὸ γυιό της.
οὔτε ἁρμονία
οὔτε τίποτε ἄλλο!
Θὰ ξανάρθουμε σὲ μιὰ τελειότερη ἀνάλυση τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου Καβάφη, ἄν τὸ θέλουν οἱ θαμαστές του, καὶ θ’ ἀποδείξουμε πλατύτερα τὴ μηδαμινότητα τῆς ποίησης του.
Συγγραφέας της κριτικής είναι ο Ροβέρτος Κάμπος, ψευδώνυμο που μάλλον χρησιμοποίησε ο Πέτρος Μάγνης που ωστόσο δεν παραδέχτηκε ότι το συνέγραψε.