Οι αναγνώστες αναγνωρίζουν ότι η απόλαυσή τους διαφέρει από την απλή διασκέδαση. Το να βλέπεις κάτι είναι συχνά μια τελείως παθητική δραστηριότητα, ενώ το διάβασμα είναι μια πράξη. Αφ’ ης στιγμής πατήσεις το κουμπί on, η τηλεόραση παίζει ασταμάτητη, δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα άλλο απ’ το να κάτσεις και να παρακολουθήσεις.
Στο βιβλίο όμως πρέπει να δώσεις την προσοχή σου. Εσύ το ζωντανεύεις. Σε αντίθεση με τα άλλα μέσα, το βιβλίο είναι σιωπηλό. Δεν σε καθησυχάζει με καταπραϋντική μουσική, δεν σε ξεκουφαίνει με τσιριχτά γέλια, δεν πυροβολεί μες στο σαλόνι σου. Τ’ ακούς μόνο μες στο κεφάλι σου. Το βιβλίο δεν κουνάει τα μάτια για λογαριασμό σου, όπως η τηλεόραση ή ο κινηματογράφος. Δεν κουνάει το μυαλό σου, εκτός και αν του το επιτρέψεις. Ούτε την καρδιά σου, εκτός κι αν ριχτείς μέσα του με όλη σου την καρδιά.
Το βιβλίο δεν κάνει την δουλειά σου για λογαριασμό σου. Η σωστή ανάγνωση ενός καλού μυθιστορήματος απαιτεί να το ακολουθήσεις, να το υποδυθείς, να το αισθανθείς, να γίνεις το μυθιστόρημα – για την ακρίβεια, να κάνεις τα πάντα εκτός από το να το γράψεις. Η ανάγνωση είναι συνεργασία, αποτελεί μια συμμετοχική πράξη. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που δεν μπορούν να το κάνουν οι πάντες.
Απόσπασμα από το βιβλίο Τα άγρια κορίτσια και άλλα…
Μετάφραση: Γιάννης Βογιατζής
Φωτογραφία: Blue Hernandez