Έφευκα που την Λεμεσό τζαι πάεννα έσσω μου, Σκάλα. Εσταμάτησα σε ένα φούρνο να πιάχω ένα καφέ.
Πόξω που τον φούρνο εκάθετουν ένας τζαι εσιουμάλιζεν ένα κάττο. Πρέπει να ‘ταν πάνω που 50 χρονών. Εφαίνετουν άστεγος. Πριν μπω μέσα ρωτώ τον
-Είσαι φαούμενος; Θέλεις να φάεις τίποτες;
-Όη ευκαριστώ. Έφαα στην μάνα μου.
-Σίουρα εν θέλεις τίποτε;
-Ναι ναι, ευκαριστώ σε.
Έμπηκα μέσα τζαι σαν επάραγγελα τον καφέ μου εσκέφτηκαν να τον ρωτήσω άμπα τζαι θέλει τζαι τζιήνος.
-Καφέν πίννεις να σε τζιεράσω;
-Όη εν πίννω καφέ.
-Κανένα γλυτζιηστικόν;
-Όη μάνα μου εν με αφήνει ο γιατρός. Έχω θέματα με την καρδίαν μου. Ξέρεις τι θέλω;
-Ίνταμπου, πε μου.
-Θέλω 50 σεντ
-Ίντα 50 σεντ ρε…
Άνοιξα το τσεντί μου τζαι έδωκα του 5 ευρώ. Λαλώ του
-Πάεννε πιάσε ότι θέλεις.
Έμπηκα μέσα τζαι ήρτεν πουταπισώ μου.
-Να σου τζιεράσω τον καφέ με τούντα 5 ευρώ που μου έδωκες.
-Όη ρε, για όνομα Του Θεού. Πάενε πιάσε ότι θέλεις.
-Μόνο ένα τσιάρο θέλω αλήθκεια. Μόνο 50 σεντς.
-Πάενε πιάχε ένα πακκέτο. Εν που λόου μου.
Έπιαχα τον καφέ μου, εσιηρέτησα τον τζαι έμπηκα στο αυτοκίνητο να φύω. Σαν οδήγουν εσκέφτουμουν τον. Ήταν ένα βήμα πριν τον γκρεμό τζαι ούτε ψέμα εν έξερεν να σου πει, να σου πιάχει 5 ευρώ για να περάσει ως πάρατζιη. Τόσην αθρωπιά βρίσκεις σε αθρώπους που τους εθκιώξαμεν που την κοινωνία.
Στο τέλος εκατάλαβα πως εβοήθησα έναν άθρωπο για να νιώσω εγιώνι άθρωπος, για να πω πως έρκουνται Χριστούγεννα…
Φωτογραφία: Lee Jeffries