Ο ανώνυμος συγγραφέας αφηγείται την επιδημία της πανούκλας που έπληξε το κάστρο της Κρήτης το 1592.
Σύμφωνα με το αφήγημα, το θανατικό κράτησε 4 μήνες και για να μην εξαπλωθεί οι κάτοικοι παρέμειναν στο κάστρο για ένα μήνα.
Αιτία του κακού θεωρούνται οι αμαρτίες των κατοίκων και πως μόνο η παύση της κακίας θα αποτρέψει μια άλλη επιδημία.
ΕΙΣ ΤΟΥΣ 1592, χρόνος κατηραμένος, ἐγένετο μεγάλον θανατικὸν ἀπὸ πανόκλα καὶ ἀπὸ καρμπά, πρᾶγμα ὁποὺ δὲν ἐφάνη ποτὲ εἰς τὴν Κρήτην. Ἡ συμφορὰ αὕτη γέγονε εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰς καμπήσια χωριά. Τὰ Χανία καὶ τὸ Ρέθεμνος ἔμειναν ἄγευστα τοῦ κακοῦ τούτου. Ἐκράτει ὁ θάνατος οὗτος ἀπὸτὲς κ΄ τοῦ Μαρτίου, ὁποὺ ἦταν τότε ἡ λαμπροφόρος ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὰς κστ΄ τοῦ Μαρτίου, καὶ ἔστρεψεν ἡ χαρά μας εἰς μέγα πένθος· διὸ ὁ θάνατος ἤρχισε ἀπὸ τῆς κ΄ τοῦ Μαρτίου ἕως ὅλον τὸν Ἰούλιον. Ἐποθένασι τὴν ἡμέραν διακόσιοι καὶ περισσότεροι. Ἐρίχνασι τοὺς νεκροὺς ἀψάλτους καὶ ἀτίμως ὥσπερ τοὺς κύνας. Ἐποθένασι τότε καὶ ν΄ ἱερεῖς εἰς τὴν Χώραν. Εἶχε πολὺ ἔξοδον ὁ ἀφέντης, διότι ἐτάγιζε τοὺς ἀρρώστους εἰς τὸ Ἀκρωτήριον. Ἔχασαν πολλοὶ εἴ τι εἴχασι· διότι ἔμειναν τὰ σπίτια ἔρημα, καὶ ὅποιος ἤθελεν ἔκλεπτεν ἀφόβως. Ταῦτα εἰσὶ τὰ γεννήματα τῆς ἁμαρτίας. Εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον, εἰς τοὺς 1592, ἀφ’ οὗ ἔπαυσε λιγάκι τὸ θανατικὸν ἀπὸ τὸν Ἰούλιον μῆνα, πάλιν δὲν ἔπαυεν ὁ θάνατος καθημερινὸν εἰς τὴν χώραν, δέκα δώδεκα κορμία τὴν ἡμέραν. Μὰ εἰς τὰ χωρία θάνατος πολύς. Εἰς τόσον φοβούμενοι οἱ ἀφέντες μήπως καὶ ἀνάψῃ πάλιν τὸ κακὸν ἀπὸ τὰ χωρία εἰς τὴν χώραν, ἐκλείσαν τὲς πόρτες τῆς Χώρας, καὶ ἀπόξω δὲν ἔμβαινε τινὰς μέσα, μήτε τινὰς νὰ ἔβγῃ ὄξω. Ἐγένετο τὸ σφάλισμα τοῦτο ἀπὸ τὸν Νοέμβριον μῆνα 1592 ἕως τὲς ιε΄ τοῦ Αὐγούστου 1593. Τὸν φόρον εἴχασιν ἔξω εἰς τὴν πόρταν τοῦ Χριστοῦ τοῦ Φωτοδότη κεκλεισμένον μὲ τράβες, νὰ παίρνουσιν οἱ ἄνθρωποι τῆς Χώρας τὰ φαγία, νὰ μὴν ἐγγίζῃ τινὰς τῶν ἀνθρώπων ὁποὺ ἐστέκασιν ἔξω. Μέγα κακὸν τοῦτο καὶ πολλὴ ντισκομοντιτὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἔξω καὶ τῶν ἔσω. Μὰ τὸν Αὔγουστον μῆνα 1593 ἐγένετο ἡ ἐλευθερία καὶ ἠνοίγησαν αἱ πύλαι τῆς πόλεως. Ὅταν ἦσαν οἱ τῆς πόλεως ἄνθρωποι κεκλεισμένοι μέσα εἰς τὴν Χώραν, ἐπροστάξασιν οἱ ἀφέντες τὸν Νοέμβριον μῆνα, ὅτι ὅλοι εἶναι σεράδι μέσα εἰς τὰ σπίτια τως, νὰ μὴ σμίγῃ γείτονας τὸν γείτονα ὣς ιβ΄ ἡμέρες, διὰ νὰ βάνουσιν ὅλοι τὰ ροῦχα τως ἀπάνω εἰς τὰ δώματα νὰ ξεσπουράρουν. Διότι ἐλέγασι πὼς ἐκράτει ἀκόμη τὸ θανατικόν. Καὶ τοῦτο ἐγένετο τὸν Νοέμβριον μῆνα 1592 ἀπὸ τὲς κ΄ τοῦ μηνὸς τούτου. Καὶ ὅλοι κεκλεισμένοι τότε, εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης δὲν ἦλθε τινάς. Μὰ τὴν ἀλήθειαν μεγάλη συμφορά. Τὸ ψυχικὸν ὁποῦ δίδοται κάθε χρόνον εἰς τὸ μοναστήρι μέσα, τότε ἐδόθη εἰς τοὺς γειτόνους. (;) Καὶ μέγας θόρυβος εἰς τὸν λαὸν τὸν κεκλεισμένον δέκα μῆνας, ἕως ὅτου ἐδόθη ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἄνοιξις τῆς Χώρας εἰς τὰς ιε΄ τοῦ Αὐγούστου 1593. Ἀκρίβεια μεγάλη εἰς τοὺς τεχνίτας ὅλους, διότι ὀλίγοι ἔμειναν, ἀκόμη καὶ εἰς τὰ πράγματα καὶ σηκώματα. (;) Ἔχασαν πολλοὶ εἴς τι ἄρα καὶ εἶχον, διότι τὰ σπίτια ἔμειναν ἔρημα, πάντες ἔφευγον ἔξω εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς ὀπὰς τῆς γῆς. Ἱερεῖς πολλοὶ ἀπέθανον, ἰατροί, ποβολάνοι πολλοί, πλούσιοι καὶ πένητες, εἰς νούμερον ἕως τριάκοντα χιλιάδες καὶ κάλλιον. Οἱ ἄρχοντες ἔμεινον ἀθῶοι τοῦ κακοῦ τούτου, διότις ἔφυγον ἀπὸ τὴν Χώραν καὶ ἐκρύπτοντο εἰς τὰ χωρία τως μὲ καλὲς βιγίλες νὰ μὴ σιμώσῃ τινὰς ἐκεῖ ὁποὺ εὑρίσκοντο. Τοῦτο τὸ κακὸν ἔλαβε καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις ἀπὸ καραμουσαλίδες ὁποὺ ἦσαν εἰς τὴν Κρήτην, ὅταν ἤρχισε τὸ κακόν. Ἀπέθανον καὶ εἰς τὴν Πόλιν πολὺς λαός. Εἴχαμεν μέγαν φόβον τότε, μανθάνοντας πῶς κάμνει ἀρμάδαν ὁ τοῦρκος νὰ πολεμήσῃ τὴν Κρήτην τώρα ὁποῦ ὀλίγον λαὸν εἶχεν, ὁ ὁποῖος ἀπέθανεν ἀπὸ τὴν πανόκλαν. Μὰ ὁ θεὸς τετύφλωκεν αὐτὸν καὶ ἐρρύσθημεν ἀπὸ τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Ταῦτα εἰσὶ τὰ γεννήματα τῆς ἁμαρτίας. Ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἦλθεν ἡ συμφορὰ αὕτη ἡ λία φοβερὰ εἰς τὴν Κρήτην καὶ ἤρχισεν ἀπὸ τὲς κ΄ τοῦ Μαρτίου 1592 ἕως τὸν Ἰούλιον, ὁποῦ ἔκοπτε περίσσα, τριακόσιοι τὴν ἡμέραν καὶ περισσότεροι. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἰούλιον τοῦ 1592 ἔπαυσε λιγάκι ἀπὸ τὴν Χώραν, καὶ εἰς τὰ χωρία ἔκοπτε περίσσα, ὅταν ἐκλείσθησαν αἱ πύλαι τῆς Χώρας, καὶ ἐκράτει ἀκόμη ὁ θάνατος καὶ μέσα καὶ ἔξω ἕως τὸν ἄλλον Ἰούλιον 1593. Καὶ τότε παντελῶς ἔπαυσεν ἡ συμφορὰ αὕτη. Καὶ εἰς τὰς ιε΄ τοῦ Αὐγούστου 1593 ἐδόθη ἡ ἐλευθερία καὶ ἠνοίγησαν αἱ πύλαι τῆς πόλεως. Ἀλλὰ φο- βηθῶμεν, ὦ χριστιανοί, καὶ παυσώμεθα τῆς κακίας ἕκαστος, ἵνα μὴ χείρονα τούτων πάθωμεν, ὅπερ μὴ γένοιτο, Χριστὲ βασιλεῦ, ἀλλὰ νικησάτω τὸ ἄπειρον πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας σου τὸ πλῆθος τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων.
Το κείμενο υπάρχει στο βιβλίο Ελληνική Πεζογραφία – 1453 έως σήμερα, Τόμος Πρώτος του Μιχάλη Περάνθη.
Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του κέντρου Ελληνικής γλώσσας
Πίνακας: Arnold Böcklin