Οι πρώτοι στίχοι του Λαπαθιώτη ήταν γραμμένοι με τόλμη, ξεχείλιζαν ηδονικότητα.
Έφηβος της ζωής και της ποιήσεως, παιδί του πάθους και του έρωτα, αδέσμευτος από κάθε πρόληψη, εμφανίστηκε με στίχους που και σήμερα ξαφνιάζουν με τη λιτότητα και τη πεζολογία τους.
Θαρρείς και δε νιαζόταν παρά μόνο πώς να εξομολογηθεί, πώς να τραγουδήσει τους έρωτες, τις χαρές του, τις άπληστες στιγμές της ηδονής – κι ας σκανδαλίζονταν οι σεμνότυφοι με το νεαρό αυτόν εστέτ’ υπήρχε η νεολαία που μεθούσε με τους στίχους του, που ζούσε την τόλμη του Λαπαθιώτη, την τόλμη των δικών της αισθήσεων.
Δεν είχε φανεί ακόμα ο Αλεξανδρινός εκείνος, ο «ανδρείος της ηδονής» – τα λιγοστά ποιήματα που είχε γράψει ως τότε ήταν ακόμα συμβολικά – κι η νεολαία διψούσε για ίνδαλμα, ήθελε τον ποιητή της.
Κι έπειτα δεν ήταν μόνο η τόλμη: απέναντι στο χείμαρρο της στιχουργημένης φιλοσοφίας του Παλαμά και στο στυλιζαρισμένο συμβολισμό της θολής μουσικής του Χατζόπουλου, οι πολύ απλοί, οι πολύ πεζολογικοί στίχοι του Λαπαθιώτη ήρθαν σαν φρεσκάρισμα, σα μια ανανέωση.
Απόσπασμα από το αφιέρωμα στο περιοδικό Διαγώνιο, 1959, τεύχος 1