– Αντιλαμβάνεσαι που βρίσκεσαι;
– Ναι.
– Πιστεύεις ότι ξέρω τα πάντα για ‘σένα;
– Δεν ξέρω. Ίσως. Nα είμαι ειλικρινείς, δεν πιστεύω σε τέτοια.
– Ήσουν θρήσκος;
– Κάποτε ναι κάποτε όχι. Εξαρτάται σε ποια φάση βρισκόμουν.
– Νιώθεις αμαρτωλός;
– Δεν μπορώ να πω πως δεν ήμουν, αλλά όχι εγκληματίας.
– Θεωρείς πως οι εγκληματίες είναι περισσότερο αμαρτωλοί από τους άλλους;
– Δεν είναι το ίδιο να σκοτώσεις με να τον εξαπατήσεις κάποιον.
– Με το να απατήσεις;
– Το βλέπω που το πας. Δεν είναι το ίδιο για μένα. Άλλο πληγώνω, άλλο σκοτώνω.
– Αν ο εγκληματίας μετανοήσει;
– Σιγά…. Τι πάει να πει αυτό; Ο σκοτωμένος δεν γυρίζει πίσω.
– Δεν πιστεύεις στην μετάνοια;
– Πιστεύω. Μάλλον δεν είμαι σίγουρος. Εννοώ, κάνω μετάνοια για μένα, μόνο…
– Πιστεύεις ή όχι;
– Μετανιώνεις για κάτι σε προσωπικό επίπεδο. Αν ο άλλος που απάτησες, εξαπάτησες δεν σου το συγχωρέσει, δεν αποδεχτεί το κακό που του έκανες τι μετάνοια είναι τότε; Αν το κακό που έκανες, επηρέασε και άλλα μέλη της οικογένειας του, θα πρέπει να πάρεις απ’ όλους συγχώρεση; Επειδή το εξομολογηθήκες σημαίνει χάθηκε η αμαρτία, η απιστία;
– Έχεις μετανιώσει ποτέ σου για οτιδήποτε;
– Αλίμονο. Σχεδόν όλη μου η ζωή ήταν ένα λάθος. Βασικά όλο βλακείες έκανα.
– Τι έχεις κάνει δηλαδή;
– Αφού λες ότι τα ξέρεις όλα, γιατί ρωτάς; Έχω κάνει διάφορα.
– Έχεις κλέψει;
– Όχι. Ίσως όταν ήμουν μικρός.
– Τι έκλεψες;
– Καραμέλες, σοκολάτες, τέτοια.
– Μικρό το παράπτωμα σου δηλαδή.
– Μα δεν μιλώ για έτσι πράγματα.
– Για ποια μιλάς;
– Έχω εξαπατήσει, κοροϊδέψει ανθρώπους.
– Αυτό; Μόνο;
– Έχω πληγώσει την γυναίκα μου, τα παιδιά μου.
– Γιατί το έχεις κάνεις αφού ήξερες ότι ήταν λάθος.
– Βρέθηκα σε κακούς καιρούς. Χωρίς δουλειά, δάνειο, υποχρεώσεις, παιδιά και χίλια άλλα. Η πραγματική ζωή είναι γεμάτη δαίμονες, έτοιμοι να σε κατασπαράξουν. Δεν κάθομαι σε ένα μοναστηρί μακρυά απο πειρασμούς και λέω είμαι θρήσκος…
– Και…
– Τι και… πλήγωσα ότι ποιο σημαντικό είχα.
– Τον Θεό;
– Όχι βέβαια.
– Πρώτα είναι η οικογένεια σου, τα παιδιά σου. Αν δεν μπορείς να αγαπήσεις την ίδια σου την οικογένεια θα αγαπήσεις τον Θεό;
– Προσπάθησες για το καλύτερο μετά που τους πλήγωσες.
– Βέβαια…
– Στάθηκα κοντά τους μέχρι τέλους. Δεν πειράζει που δεν μου το αναγνώρισαν ποτέ. Και εγώ το ίδιο μπορεί ν’ έκανα.
– Αυτό δεν το ξέρεις. Ίσως να μην σου το είπαν, απλά. Εμείς τελειώσαμε πάντως. Δεν έχει κάτι άλλο να πούμε. Άνοιξε την πόρτα και πέρασε.
Καλλιτέχνης: William Blake