ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΥΠΕΡ ΤΟΥ κ. Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ
ΒΟΗΘΕΙΑΝ, ΚΥΡΙΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
“Σὰν ποὺ ταιριάζει σε
ποὺ ἀξιώθηκες μιὰ κάποια
φήμη. Καβάφη, φύγε τὸν
κατήφορο”
Τὰ πράγματα στὴν Ἀποικία δὲν πᾶνε καλά. Ὑπάρχουν πολλὰ τὰ ἄτοπα καὶ ἀτελῆ. Καὶ μὅλο ποὺ οἱ δειλοὶ κ’ οἱ ματαιόδοξοι παρηγοροῦνται μὲ τὸ νὰ λένε πὼς «νὰ, τέλος πάντων, τραβοῦμε ἐμπρός», χρειάζεται χειρουργικὴ ἐπέμβαση ἄμεση καὶ γενναία. Ἡ Ἀποικία δὲν πηγαίνει κατ’ εὐχήν. Πολλὰ εἶναι τὰ τρωτὰ καὶ ἡ κατάπτωση πασιφανής. Χρειάζεται ὁ Ἀναμορφωτὴς ποὺ θὰ ἐπιβάλει τὶς θυσίες καὶ τὴν τάξη.
Αὐτὸ εἶναι τὸ κατάντημα τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ ποιητοῦ, τώρα τελευταῖα. Μέσα ἀπὸ τα ἴδια του σπλάχνα βγαίνει ὁ θλιβερὸς ρόγχος ποὺ προδίδει τὴν ἐξάντληση καὶ τὴν παρακμή. Ἄλλα θέλει νὰ πεῖ ὁ ποιητής κι’ ἄλλη εἶναι ἡ ἀπήχηση τῶν στίχων του. Ἡ προδοσία τους εἶναι τρομερή. Ἀνεπιφύλακτοι καὶ κυριαρχικοὶ οἱ στίχοι του φωνάζουν: «Τὸ ἔργο δὲν πάει καλά. Τρέχει ἀκάθεκτο πρὸς τὸν κατήφορο». Ἡ «Ἀποικία» εἶναι ἡ ἐπιτυχεστέρα αὐτοπροσωπογραφία του τεχνίτη, ὁ θαυμασιώτερος συμβολισμὸς τοῦ ἴδιου του ἔργου.
Καὶ τώρα χρειάζεται ὁ Ἀναμορφωτής, ὁ Σωτήρας ὁ Ἐνδεδειγμένος. Κύριοι Παπαντωνίου, Νιρβάνα, Ἄλκη Θρῦλε, Παράσχε, Φωτιάδη, Λαπαθιώτη, Καμπάνη, Κα Καζαντζάκη (καὶ κ. Βαγιᾶνε), Κύριοι Μαλᾶνε καὶ Βρισιμιτζάκη (καὶ κυρία «Ἀλεξανδρινὴ Τέχνη»). Σεῖς ποὺ ἐκτιμήσατε, ποὺ ἀγαπήσατε, ποὺ πονέσατε καὶ ποὺ διατυμπανίσατε στὰ πέρατα τοῦ κόσμου τὸ μικρὸ μέρος τοῦ μικροῦ ἔργου τοῦ κ. Καβάφη, εἶναι ἀνάγκη νὰ κάμετε ἐπέμβαση, σὰν ἀμείλικτοι χειροῦργοι ἀλλὰ καὶ σὰν δικαστὲς ψυχροί. Ἔχετε ρόλον μεγάλον καὶ ἀποστολὴν σκληράν, καθῆκον βαρὺ καὶ ἀναπόφευκτο: νὰ θέσετε τὸν ποιητὴ ὑπὸ ἀπαγόρευση. Σεῖς εἶσθε ὁ Ἀναμορφωτὴς ποὺ θὰ ἐπιβάλει τὴ θυσία καὶ τὴν ἐκκαθάριση. Εἶναι καιρὸς ὁ ποιητὴς νὰ κρεμάσει τα ὅπλα του στὸν τοῖχο πρὶν ἀμαυρώσει τὴ μικρή του φήμη. Καὶ σεῖς ποὺ ἔχετε πρωτοστατήσει γιὰ τὴ φήμη του αὐτή, ἔχετε καθῆκον νὰ τοῦ τὴ διαφυλάξετε. Θέσατέ τον ὑπὸ ἀπαγόρευση, πρὶν ὁ ἀριθμὸς φάει ἐντελῶς τὸ λίγο ποιόν.
Ἡ Τέχνη εἶναι πάντα ἀπαιτητικὴ καὶ πάντα δύσκολη. Δὲ μπορεῖ ποτὲ νὰ ζήσει μὲ φῶς ἀντανακλαστικό, Κύριε Καβάφη, κι’ οὔτε ἀνέχεται νὰ κυκλοφορεῖ σὰν ἐμπόρευμα μέσα σὲ ἐπίχρυσο περιτύλιγμα ποὺ φέρει τὴν ἐτικέττα Κ. Π. Κ. Θέλει διαρκῶς χυμούς, στοιχεῖα ζωντανὰ κι’ ἀληθινά. Καὶ πρὸ παντὸς πνοήν. Θέλει ἡ Ποίηση φτερὰ καὶ ὄχι νὰ σέρνεται μὲ δεκανίκια.
Ἀπὸ τὰ δεκαπέντε ἢ εἴκοσι ποιήματα τοῦ κ. Καβάφη ποὺ ἐκτιμῶ, ἕνα ποὺ αἰσθάνομαι ὑπερβολικὰ εἶναι τὸ «Ἀπολείπειν ὁ Θεὸς Ἀντώνιον». Τὸ ἐνθυμοῦμαι δῶ γιὰ νὰ παραθέσω πρὸς χρήση τοῦ δημιουργοῦ του δύο στίχους: «Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος, ἀποχαιρέτα την τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ χάνεις». Κ’ ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ἐδῶ τὸν τίτλο ἑνὸς διηγήματος τοῦ Ρισπὲν ποὺ διάβαζα τελευταίως : «Ἀριστουργηματικὸ ἔγκλημα». Ὁ τίτλος αὐτός, σκέπτομαι, θὰ ταίριαζε ὑπερθαυμάσια ὡς χαρακτηρισμὸς τοῦ ποιήματος τὴς «Ἀποικίας» ποὺ εἶδε τὸ φῶς στὸ περασμένο φύλλο τῆς «Ὀθόνης». Ἐκτὸς ἂν ἡ «Ὀθόνη» φαρσαίρνει, παραποιεῖ δηλαδὴ καὶ διακωμωδεῖ τὸ ἔργο τοῦ κ. Καβάφη χωρὶς νὰ τὸ ἐννοῶ. Γιατί, μὰ τὴν ἀλήθεια, τὸ ποίημα αὐτό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲ βγαίνει ἀπολύτως τίποτε, οὔτε κὰν λίγη βεβιασμένη εἰρωνεία, δὲν πρέπει ὁ Ἀλεξανδρινὸς ποιητής νὰ καυχηθεῖ ποτὲ πὼς εἶναι δημιούργημά του.
Βοήθεια λοιπόν, κύριοι λογοτέχνες. Νὰ σωθεῖ τὸ μικρὸ μέρος τοῦ μικροῦ ἔργου τοῦ Κωνσταντίνου Π. Καβάφη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Οθόνη στις 5 Μαΐου 1928
Πίνακας: Νίκος Εγγονόπουλος