«Νοσταλγία», η λέξη ηχεί απολύτως ελληνική, από το νόστος, «επιστροφή», και το ἄλγος, «πόνος», «οδύνη». Η νοσταλγία είναι ο «πόνος της επιστροφής», η οδύνη που μας κατακλύζει όταν είμαστε μακριά και ταυτόχρονα τα βάσανα που τραβάμε για να επιστρέψουμε. Η Οδύσσεια, που θεμελιώνει μαζί με την Ιλιάδα την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό, είναι το έπος που ο «Όμηρος» –ένας τυφλός ποιητής, που μάλλον δεν υπήρξε ποτέ– συνέθεσε για να τραγουδήσει τις περιπέτειες του νόστου του Οδυσσέα, του πολύτροπου ήρωα. Είναι το κατεξοχήν ποίημα της νοσταλγίας.
Κι όμως, η λέξη «νοσταλγία» δεν είναι ελληνική, δεν απαντά στην Οδύσσεια. Όχι, δεν είναι ελληνική λέξη, αλλά ελβετική, γερμανο-ελβετική. Είναι στην πραγματικότητα το όνομα μιας νόσου καταχωρισμένης ως τέτοιας μόλις τον 17ο αιώνα. Την επινόησε, σύμφωνα με το Ιστορικό λεξικό της γαλλικής γλώσσας, το 1678 συγκεκριμένα, ένας γιατρός, ο Γιόχαν Γιάκομπ Χάρντερ, προκειμένου να κατονομάσει τον πόνο της πατρίδας, το Heimweh, από τον οποίο υπέφεραν οι πιστοί, ακριβοπληρωμένοι Ελβετοί μισθοφόροι του Λουδοβίκου 14ου – «χωρίς μισθό δεν έχει Ελβετό». Παρεκτός αν την έπλασε το 1688 ο Γιοχάννες Χόφερ, ο γιος ενός αλσατού πάστορα απ’ τη Μυλούζη, που της αφιέρωσε στα δεκαεννιά του τη σύντομη ιατρική διατριβή του στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, για να περιγράψει «ιστορίες νεαρών ατόμων»: το περιστατικό στη Βασιλεία ενός φοιτητή από τη Βέρνη, που μαράζωνε αλλά γιατρεύτηκε καθ’ οδόν, προτού καν φτάσει στη Βέρνη, και το περιστατικό μιας νοσηλευμένης χωρικής («Ich will heim, ich will heim» [θέλω να γυρίσω σπίτι, θέλω να γυρίσω σπίτι], βογκούσε αυτή αρνούμενη φάρμακα και τροφή), που γιατρεύτηκε επιστρέφοντας σπίτι της –την εξήγηση τη δίνει η σημαίνουσα διαταραχή της.
Το πράγμα εξελίχθηκε αμέσως σε στρατιωτική υπόθεση: οι Ελβετοί λιποτακτούσαν όταν άκουγαν βουκολικές μελωδίες, το τραγούδι των βοσκοτόπων, «αυτό τον τόσο αγαπημένο σκοπό των Ελβετών» –γράφει ο Ρουσώ στο Λεξικό της μουσικής του–, «εξ ου και απαγορεύτηκε επί ποινή θανάτου να παιανίζεται στις τάξεις τους, γιατί όσοι τον άκουγαν αναλύονταν σε δάκρυα, λιποτακτούσαν ή πέθαιναν, τόσο πολύ ξυπνούσε μέσα τους τον φλογερό πόθο να ξαναδούν την πατρίδα τους»
Το ιατρικό σώμα επινόησε λοιπόν τη λέξη «νοσταλγία», όπως λέμε «οσφυαλγία» ή «νευραλγία», προκειμένου να κατονομάσει μια νόσο των Γερμανοελβετών. Αν επιμένω, είναι γιατί η καταγωγή της λέξης αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτό που συνιστά καταγωγή: η λέξη που σηματοδοτεί ολόκληρη την Οδύσσεια δεν έχει τίποτα το καταγωγικό, το πρωτοτυπικό, τίποτα εν ολίγοις το «ελληνικό». Είναι πεποιημένη, ιστορικά επιμεμειγμένη (και καθώς η καταγωγή δεν είναι ιστορικό γεγονός, θα έπρεπε να λέμε «ιστοριακά», για να δανειστώ τον όρο του Χάιντεγγερ) και υπηρετεί, όπως όλες οι καταγωγές, μια αναδρομική τελικότητα. Το μαρτυρούν οι τυπογραφικοί χαρακτήρες της Dissertatio de nostalgia, με λατινικά κεφαλαία για το DISSERTATIO MEDICA, ελληνικά κεφαλαία για την επινοημένη λέξη ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ και με γοτθικά πεζά «oder Heimweh», «ή καημός της πατρίδας».
Παρ’ ολίγο να επισκιαστεί από το «φιλοπατριδομανία», που είχε επίσης προτείνει ο Χάρντερ, το «ποθοπατριδαλγία», που επινόησε ο Τσβίνγκερ, και τον υπότιτλο «Heimsehnsucht», που έδωσε ο Χάλλερ… Θριάμβευσε όμως η λέξη νόστος, η «επιστροφή».
Απόσπασμα από το βιβλίο Νοσταλγία – Πότε λοιπόν είναι κανείς στο σπίτι του;
Μετάφραση: Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου
Φωτογραφία: Skander Khlif