Μάθανε να λένε ψέματα και τους άρεσε το ψέμα και μάθανε την ομορφιά του ψέματος. Ίσως όλα αυτά να αρέσανε πολύ αθώα, για τ’ αστεία από απλή φιλαρέσκεια σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι και ίσως πραγματικά εξ αιτίας κάποιου μορίου μα αυτό το μόριο εισχώρησε μέσα στην καρδία τους και τους φάνηκε ευχάριστο. Ύστερα από λίγο γεννήθηκε η ηδυπάθεια, η ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπία η ζηλοτυπία τη σκληρότητα.
Α, δεν ξέρω δεν θυμάμαι μα σε λίγο, πολύ γρήγορα χύθηκε το πρώτο αίμα : αυτό τους κατέπληξε, τους τρόμαξε, κι άρχισαν να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο και να χωρίζονται. Σχηματίστηκαν συμμαχίες, μα εναντίων των άλλων. Ακούστηκαν μομφές και κατηγορίες. Μάθανε τι είναι ντροπή και κάνανε αρετή τη ντροπή.
Τους γεννήθηκε μέσα τους το αίσθημα της τιμής και κάθε συμμαχία ύψωσε πάνω της το λάβαρο της. Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα και τα ζώα φύγανε από κοντά τους για να κρυφτούν μέσα στα δάση και τους εχθρεύτηκαν. Άρχισε ένας αγώνων για την ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό, την προσωπικότητα, τη διάκριση του δικού μου και του δικού σου. Άρχισαν να μιλούνε διαφορετικές γλώσσες.
Μάθανε τη θλίψη και αγαπήσανε τη θλίψη. Ποθήσατε την οδύνη και είπανε πως μόνο με την οδύνη αποκτιέται η αλήθεια. Σαν γίνανε κακοί τότε άρχισαν να μιλάνε για την αδελφοσύνη και τον ανθρωπισμό και τότε καταλάβανε αυτές τις ιδέες. Σαν γίνανε εγκληματίες τότε επινόησαν τη δικαιοσύνη και θεσπίσανε πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν, κι ύστερα για να εξασφαλίσουν το σεβασμό για αυτούς τους κώδικες θεσπίσανε τη λαιμητόμου.
Τώρα πια πολύ αμυδρά θυμούνται αυτά που είχαν χάσει ,και μάλιστα δεν θέλουνε να πιστέψουν πώς άλλοτε ήταν αθώοι και ευτυχισμένοι. Κορόιδευαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοι και λέγανε πως ήταν όνειρο. Και μάλιστα δεν μπορούσαν να το φανταστούν αισθητά και εικονικά , κι όμως, τι θαυμαστό, τι παράξενο πράγμα , μ’ όλο που είχαν χάσει την πίστη τους στην παλιά ευτυχία, μ’ όλο που λέγανε πως ήταν παραμύθι για μωρά παιδιά, ωστόσο τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχία που γονατίσανε μπροστά στους πόθους της καρδιάς τους, χτίσανε ναούς και προσεύχονταν στην ιδέα τους, στην επιθυμία τους μ’ όλο που ξέρανε πως ήταν απραγματοποίητη, μα δεν παύανε να τη λατρεύουν με προσευχές και δάκρυα.
Κι όμως αν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σ’ αυτή την κατάσταση αθωότητας και την ευτυχίας που είχαν χάσει κι αν τους έδειχναν αμυδρά και τους ρωτούσαν αν πραγματικά θέλανε να ξαναγυρίσουν – σίγουρα θα αρνιόνταν.
Σ’ αυτό μου απαντούσαν: «Είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι∙ έστω∙ το ξέρουμε, κλαίμε κι υποφέρουμε γι’ αυτό και επιβάλλουμε στους εαυτούς μας μαρτύρια και τιμωρίες χειρότερες ίσως από κείνες που θα μας επιβάλει ο Φιλεύσπλαχνος Κριτής σα μας δικάσει, και που ούτε τ’ όνομά του δεν ξέρουμε. Μα έχομε την επιστήμη και χάρη σ’ αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια, και τότες θα την αποδεχτούμε συνειδητά. Η γνώση είναι ανώτερη απ’ το συναίσθημα, κι η συνείδηση της ζωής ανώτερη απ’ τη ζωή. Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι πάνω από την ευτυχία».
Αυτά λέγανε και, ύστερα από κάτι τέτοια λόγια, ο καθένας ξανάρχιζε ν’ αγαπάει τον εαυτό του με ολοένα πιο εγωιστική αγάπη, γιατί θα τους ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετικά.
Απόσπασμα από το βιβλίο Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου
Πίνακας: Fabrizio Cassetta