Γεννημένη στην Ελβετία στα τέλη του περασμένου αιώνα, η Αλοϊζ (Aloïse Corbaz), σε ηλικία είκοσι ετών, τρελαίνεται και κλείνεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Σερί, και εν συνεχεία στο άσυλο της Ροζιέρ, όπου και παραμένει έγκλειστη μέχρι το θάνατό της σε βαθύ γήρας. Μέσα στο άσυλο δημιουργεί πίνακες εξαίσιας ομορφιάς που της εξασφαλίζουν μια μοναδική θέση στο χώρο της Art Brut.
Αν σήμερα ανατρέχουμε στην ξεχασμένη φιγούρα της Αλοϊζ είναι γιατί, μέσα στα εκσυγχρονιστικά οράματα ανάπτυξης, ευζωίας και ευρυθμίας, οι φαντασμαγορικοί της πίνακες θυμίζουν πως τα βάθη του ψυχισμού μας, εις πείσμα όλων των καιρών, εις πείσμα όλων των εποχών, επιμένουν να συγκοινωνούν με το αδύνατο και το ανέφικτο των ερώτων μας και πως αυτό το άλλοτε και αλλού – φευ! – είναι πάντα παρόν. Είναι πάντα εδώ. Ένα ανατρεπτικό ενδεχόμενο!…
1933, βρισκόμαστε στο Πότσνταμ της Γερμανίας. Η Αλοϊζ, μια νεαρή Ελβετίδα δασκάλα, παρακολουθεί μία λαμπρή παρέλαση. Πλήθος συγκεντρωμένο ζητωκραυγάζει τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β’, που παρελαύνει υπέρλαμπρος ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο. Η Αλοϊζ μαγεύεται. Εκστατικά παρακολουθεί τη σκηνή. Σαν υπνωτισμένη καθηλώνει το βλέμμα της στον αυτοκράτορα. Κι εδώ είναι η αρχή του τέλους της. Ή ίσως η αρχή της ιστορίας της. Μέσα στο μυαλό της θα ζήσει έναν περιπαθή έρωτα με τον αυτοκράτορα. Ο απρόσιτος θεός της θα μεταμορφωθεί σε σπαραχτικό εραστή των καθημερινών ονείρων της. Ηδονικά αρχίζει να ξεφεύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας και αφήνεται να απορροφηθεί σιγά σιγά από έναν κόσμο ονειρικό.
Αδιάφορη για τη ζωή, χαμένη μέσα στο παραλήρημα ατέλειωτων μονολόγων, η Αλοϊζ είναι ανίκανη πια να προσαρμοστεί στην κοινωνική ζωή. Στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Σερί και στο άσυλο της Ροζιέρ, η Αλοϊζ θα περάσει έγκλειστη όλη της τη ζωή. Διάγνωση: «σχιζοφρένεια». Έξω δεν έμελλε να βγει παρά μόνο στο θάνατό της, το 1964.
Κι εκεί μέσα κάποια στιγμή θα αρχίσει να ζωγραφίζει. Οι μορφές που σχεδιάζει με τα χρωματιστά μολύβια ή τις κιμωλίες πάνω σε μεγάλες λευκές κόλλες αποτελούν μια απτή υποστήριξη των πλασμάτων της φαντασίας της. Στη ζωγραφική βρίσκει μια συμβολική πραγμάτωση των φαντασιώσεών της. Δεν υποφέρει πια. Δεν της λείπει καθόλου ο αδύνατος έρωτας. Είναι εκεί, παρών.. Κοντά της, με όλα τα μεγαλειώδη θέλγητρά του.
Η Αλοϊζ ζωγραφίζει. Δεν έχει σημασία αν ζωγραφίζει με πάθος, με μανία, με τρέλα ή με ψυχαναγκασμό. Σημασία έχει πως ζωγραφίζει. Η γιατρός της Ζακλίν Πορέ-Φορέλ αναφέρει: «υπάρχει ένα επανακτημένο αίσθημα ασφάλειας που βοηθά την άρρωστη να ξαναβρεί μια κάποια φυσικότητα στη συμπεριφορά της, μια γλώσσα πιο καταληπτή και μια ορισμένη ηρεμία».
Τα πρόσωπα επιλογής της Αλοϊζ είναι οι μεγάλες ερωτευμένες της Ιστορίας με τις οποίες ταυτίζεται, τα πριγκιπικά ζεύγη, οι θρυλικοί ήρωες, οι προσωπικότητες της ημέρας. Η Κλεοπάτρα, ο Ναπολέων, η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Ντε Γκωλ, η Μαρία Αντουανέτα παίζουν το ρόλο τους μέσα σε μια όπερα-παραλήρημα και ζουν μεγαλειώδεις έρωτες. Οι αναχρονισμοί, οι απιθανότητες, οι παράτολμοι συσχετισμοί, τα πάντα επιτρέπονται σε αυτή την ονειρική πραγματικότητα που έχει ξεπεράσει τους νόμους του χώρου και του χρόνου.
Τα πρόσωπα αυτά δεν υφίστανται παρά μόνο για να «εμφανίζονται», ξετυλίγοντας το μεγαλείο της σε μια λαμπρή επιφάνεια χωρίς περιορισμούς. Αξιομνημόνευτος είναι ο τρόπος που απεικονίζει τα μάτια. Παντού το βλέμμα φαίνεται να καλύπτεται από μια μάσκα γαλάζια ή, καλύτερα, μοιάζει η ίριδα να έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε απορρόφησε όλη την επιφάνεια του ματιού. Η έκφραση ενός καινούργιου ανθρώπινου βλέμματος. Ένα σημάδι ιερατισμού, ένα είδος κενού μεγαλείου.
Αναδημιουργεί έναν κόσμο του οποίου τα στοιχεία είναι δανεισμένα από τον επίσημο κόσμο, αλλά στον οποίο βασιλεύει εκείνη. Η Αλοϊζ είναι θεός. Η νεαρή ανώνυμη δασκάλα μέσα στο άσυλο των αρχών του αιώνα μας δίνει μοναδικές στιγμές. Γράφει ιστορία. Οι εκρηκτικοί της πίνακες φέρνουν στο νου τα λόγια του Breton για το έργο της Φρίντα Κάλο: «Μια κορδέλα γύρω από μια βόμβα».
Να, εδώ είναι η μύτη, θα πρέπει να τοποθετηθούν τριαντάφυλλα στο μέτωπο, τότε όμως δεν θα το κάνουμε καθόλου αυτό γιατί με θλίβει. Ξεγελάστηκα με το πράσινο, νόμιζα ότι ήταν πιο σκούρο. Το πράσινο δεν με τρομάζει σαν το μαύρο. Οι στρατηγοί των πράσινων στρατιών πάνε στην εξοχή. Όταν είναι σκοτάδι, αυτά τα παλιά κοστούμια…πάνε στο θέατρο, αυτά τα παλιά κοστούμια. Είναι μεγαλοπρεπείς αυτές οι κόκκινες φωτοσκιάσεις, είναι μια βασιλική ομορφιά. Το κόκκινο, πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο.
Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο δίχως συνειρμό λόγος που τον είπαν σχιζοφρενικό. Και αυτά τα έργα τα ονόμασαν «ψυχοπαθολογικά» και τα ενέταξαν στην κατηγορία της Art Brut. Ακατέργαστα; Πρωτόλεια; Πρωτόγονη τέχνη; Ο όρος ανήκει στον Jean Dubuffet:
Ακατέργαστη τέχνη. Δηλώνει μια άλλη τέχνη στο περιθώριο της επίσημης, της ακαδημαϊκής, της πολιτισμικά αποδεκτής τέχνης. Ακατέργαστη τέχνη, δηλώνει κάθε λογής ευρηματικές, αυθόρμητες κατασκευές, σχέδια, ζωγραφική, κεντήματα, γλυπτά. Οι δημιουργοί τους είναι πρόσωπα σκοτεινά και δυσεντόπιστα, αυτοδίδακτοι, πλάνητες, παράφρονες, ή παραφόρως αναζητώντες την έκφραση του υψηλού, έξω όμως από μουσεία, γκαλερί, σχολές.
Η Αλοϊζ είναι εκπρόσωπος αυτής της τέχνης. Φτιάχνει με τα χέρια της μύθους και στη συνέχεια τους κατοικεί. Γίνονται προέκταση του εαυτού της. Οι ζωγραφιές αυτές είναι ο εαυτός της. «Όταν είναι σκοτάδι αυτό το πράσινο πάει στην εξοχή», μονολογεί ζωγραφίζοντας. «Ω, ο αγαπημένος μου αυτοκράτορας», λέει. Κι έπειτα προσθέτει: «πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο». Και σαν υπνωτισμένη ζωγραφίζει και έτσι, παραδομένη στα θέλγητρα μιας συμβιωτικής σχέσης, ζει με τις ζωγραφιές της. Και αυτές τη στοιχειώνουν. «Πες μου ποιος σε στοιχειώνει να σου πω ποιος είσαι», έτσι αρχίζει η Νατζά του Breton. Μέσα από τις ζωγραφιές που τη στοιχειώνουν, η Αλοϊζ προσπαθεί να μας πει ποια είναι.
«Είναι τέχνη;» θα έσπευδε κανείς να ρωτήσει. Ασφαλώς, εφόσον, όπως αναφέρει ο Dubuffet:
Η τέχνη δεν έρχεται να πλαγιάσει στα ατσαλάκωτα και καθαρά κρεβάτια που άλλοι έστρωσαν για αυτήν. Δραπετεύει αμέσως μόλις εκφέρεται το όνομά της. Αυτό που αγαπά είναι το ινκόγκνιτο. Οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν λησμονεί πώς ακριβώς ονομάζεται.
Τέχνη λοιπόν, τέχνη που συγκλονίζει με την αμεσότητά της, με την άλλη σκηνή που τόσο γενναιόδωρα αφήνει να αναδυθεί στον ορίζοντα. Η άλλη σκηνή, η μη λογοκριμένη, η σκηνή του ονείρου, της απαγόρευσης, της σκοτεινής και ανατρεπτικής επιθυμίας. Άλλωστε τα όρια της τέχνης από τη μη τέχνη είναι ένα ψευδοπρόβλημα, αν δεχτούμε ότι τελικά «τέχνη είναι ό,τι μας συγκινεί».
Κυρίως από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα, βάζουμε τους τρελούς να ζωγραφίζουν. Όχι για το παιχνίδι, αλλά μέσα στο πλαίσιο μίας εργαλειακής λογικής. Όχι για να δοθεί διέξοδος στην καταχωνιασμένη έκφραση, αλλά για να θεραπευτούν οι τρελοί από την τρέλα τους. Ο επίσημος ψυχιατρικός λόγος δεν ενδιαφέρεται, φυσικά, για ατομικούς μύθους και ζωγραφισμένες φαντασιώσεις. Δέχεται ότι τα περισσότερα από τα προϊόντα της θεραπείας δια της τέχνης, της Art Therapy, δεν είναι τίποτα περισσότερο από συμπτώματα αρρώστιας. Και κανείς δεν θλίβεται ή δε διερωτάται για το ότι ο έγκλειστος, όταν απελευθερώνεται, ως ιαθείς, ως θεραπευμένος, τότε παύει σχεδόν αυτόματα κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Από τότε που έγινε της μόδας η τέχνη των τρελών, από τότε που τους βάζουμε να ζωγραφίζουν, από τότε που τους αφιερώνουμε εκθέσεις (δεκαετία του ’50), από τότε που ψυχίατροι και νοσηλευτικό προσωπικό ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν έτσι τους ασθενείς, να προβάλουν το έργο τους, να παρουσιάσουν τις πλούσιες ώρες της τρέλας, οι ώρες αυτές γίνονται ολοένα και πιο φτωχές, πιο χλομές, πιο ξέπνοες. Από τότε που δεν υπάρχει ούτε ένα ψυχιατρείο που να μη διαθέτει το ατελιέ του και να μην οργανώνει σποραδικά εκθέσεις, η δημιουργικότητα των τρελών έχει πάρει την κατιούσα. Όλο και λιγότερο θα συναντήσουμε τα φαντασμαγορικά σχέδια της Αλοϊζ στους υπάκουα ζωγραφίζοντες, στους υπό επανένταξη χώρους, σχέδια. Στερεοτυπίες, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μιμητισμός- με λίγα λόγια, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, συμμόρφωση στον κανόνα. Είναι ίσως το κόστος που έχουμε να πληρώσουμε για τη γρήγορη ίαση, που πλέον, λόγω των νευροληπτικών φαρμάκων, διαθέτουμε.
Μια ανησυχητικά οικεία αλλά και παράξενη εμπειρία η τρέλα. Αυτό το παράξενα οικείο μοιάζει να είναι το στοιχείο που συγκινεί ακόμα και σήμερα μέσα στις ζωγραφιές της Αλοϊζ. Οι παράφοροι, οι απαγορευμένοι έρωτες, τα μητρικά και πατρικά imagos, όλα εδώ πολύχρωμα ξεδιπλωμένα στις απέραντες επιφάνειες του λευκού χαρτιού. Αυτόν το φανταστικό κόσμο σήμερα τον βρίσκουμε έτοιμο, δεν τον επινοούμε. Εικόνες, εικονολαγνικός πολιτισμός των μίντια, με τους σερβιρισμένους ετοιμοπαράδοτους μύθους. Όχι, δεν υπήρχε τηλεόραση για να τροφοδοτεί τους μύθους της Αλοϊζ.
Στη σύγχρονη ψυχοπαθολογία αυξάνονται οι «νέες αρρώστιες της ψυχής». Πληθαίνουν οι «ναρκισσιστικές, μεθοριακές προσωπικότητες», άτομα που χαρακτηρίζονται από μια αδυναμία συμβολοποίησης, μια αδυναμία ψυχικής αναπαράστασης, άτομα που αδυνατούν να βάλουν σε εικόνες ή σε λόγο το πάθος και τις επιθυμίες τους.
Άτομα που ολοένα και λιγότερο γίνονται μυθο-τόκοι.
Περιστοιχισμένος από εικόνες, ο σύγχρονος άνθρωπος ολοένα και λιγότερο δείχνει ικανός να φαντασιώσει. Ο καταναλωτής εικόνων υποφέρει από την αδυναμία εικονοποίησης. Μήπως ήλθε η εποχή να νοσταλγήσουμε τις μυθογραφικές κατασκευές της Αλοϊζ; Τη δυνατότητα που εκείνη είχε να αφήνει το χνάρι της μέσα στους προσωπικούς της μύθους; Μήπως σήμερα ολοένα και περισσότερο διακυβεύεται αυτό το προσωπικό χνάρι;
Η έκσταση χάνεται και μένουμε με τη νοσταλγία της Αλοϊζ, με τη νοσταλγία μίας παντοτινά χαμένης μυθοποιητικής φαντασμαγορίας. Τότε που όλα, μέσα από την επινόηση, έμοιαζαν να είναι δυνατά, ακόμα και αυτοί οι αδύνατοι, απίθανοι, τρελοί έρωτες.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλους, Ψυχολογία της καθημερινής ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου