Μια στρίγκλα, σου λέω, που τη λάτρεψα έντεκα χρόνια και με τυράννησε άλλα τόσα. Τόσο όμορφη όμως που σου κοβόταν η ανάσα. Το πρώτο πλάσμα που μ’ έκανε κυριολεκτικά ό,τι ήθελε. Μια φορά όλη κι όλη, μια φορά σ’ τ’ ορκίζομαι, αποφάσισα ν’ αντισταθώ στην αδυναμία μου και να λείψω πέντε μέρες χωρίς να την πάρω μαζί μου, και ξέρεις πώς μ’ εκδικήθηκε; Μπορείς να φανταστείς πώς; Πέθανε! Ναι, σου λέω, πέθανε. Και κανείς δε θα μου βγάλει από το μυαλό πως πέθανε για να με τιμωρήσει. Η ανόητη, η τρελή, η άπονη. Αυτοκτόνησε.
Τέσσερις ημέρες έφτασαν. Έπεσε μες στο πανέρι της, πάνω σε μια φούστα μου (που της έβαλα για να με νιώθει κοντά της), κι αρνήθηκε να φάει, να πιει, να ζήσει. Και το πέτυχε, το άκαρδο. Πέτυχε να μου ανταποδώσει το σπαραγμό της γιατί έφυγα και την άφησα.
Έτσι, σαν ένα μεγάλο μαχαίρι με στόχευε πίσω από την πόρτα του γυρισμού μου
η είδηση του θανάτου της. Κι ο κόσμος σκοτείνιασε στις εννιά το πρωί, καθώς ένα γογγητό βγήκε από την καρδιά μου και κατρακύλησε σε χείμαρρο από δάκρυα. Πήρα το δρόμο με τα πόδια κλαίγοντας. Να ’ναι άνοιξη, να ’ναι ο ουρανός γεμάτος δώρα από φως, να σου χαμογελούν τ’ ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών ανεμίζοντας τις κουρτίνες τους και να χάνεις το νόημα της ζωής χάνοντας ένα τοσοδούλικο ζωάκι;
Μην παραξενεύεσαι! Ένα σκυλί αποδέχεται ό,τι αγάπη διαθέτεις. Όσο χρειάζεσαι να δώσεις, όλη την αγάπη που οι άνθρωποι γύρω σου προσπερνούν. Κι όσο περισσότερο του δίνεις, τα μάτια του σου επιστρέφουν καταρράκτες χαράς κι ευγνωμοσύνης. Τρυπώνουν μέσα σου και σε χαϊδεύουν σαν όλα τα χέρια που σ’ εγκαταλείψανε.
Και να ’μαι τώρα καρφωμένη με τούτο το μαχαίρι της ενοχής, ολομόναχη, να ντρέπομαι να κυκλοφορήσω το απελπισμένο πρόσωπό μου, γιατί άλλο δεν μπορώ να πω παρά η Νίνα πέθανε και προκάλεσα ’γώ το θάνατό της, και ποιος να καταλάβει τέτοιο σπαραγμό και τόση ερημιά.
Εκείνη μεγάλωνε σ’ ένα κοφίνι μαζί με τον αδελφό της σ’ ένα μαγαζί του Παρισιού, ζεστή. Εγώ περπατούσα ξεπαγιασμένη, αυτοεξόριστη στους μεγάλους δρόμους της πατρίδας της. Χούντα. Παραμονές Χριστουγέννων κάθε ξενιτεμένος νιώθει πιο έρημος. Όλοι οι άλλοι περπατούν πιο ζωηρά, μιλούν χαρούμενα, ψωνίζουν, μέσα στο σκηνοθετημένο παραμύθι του χριστουγεννιάτικου Παρισιού. Εγώ δεν πήγαινα πουθενά και κανείς δε με περίμενε.
Καθώς βγήκα από το μετρό, έπεσα πάνω σε μια βιτρίνα με δυο πιθηκάκια. Το ένα φορούσε ένα πουλόβερ, το άλλο ολοτσίτσιδο. Αυτό, το τελευταίο, προσπαθούσε να βγάλει το πουλόβερ του ντυμένου. Αφού πάλεψε λίγο μαζί του, κατάφερε τέλος να το γδύσει. Κι άξιζε τότε η προσπάθεια να το φορέσει εκείνο. Πέρασε το λαιμό μια χαρά. Έλα όμως που δεν τα κατάφερε να περάσει τα μανίκια. Το ξανάβγαλε λοιπόν και ξανάρχιζε από την αρχή. Τώρα το βοηθούσε και το άλλο πιθηκάκι. Με αποτέλεσμα να του περάσει και το μανίκι στο λαιμό. Τσιρίζανε και τα δυο, τραβολογούσαν το πουλόβερ, ρίχνανε καμιά καρπαζιά το ένα στο άλλο, ώσπου άνοιγε από μέσα η βιτρίνα και κάποιος φόραγε κανονικά το πουλόβερ στο ένα από τα δυο. Και η ιστορία ξανάρχιζε. Γελούσα τόσο πολύ, που χωρίς να το σκεφτώ μπήκα στο κατάστημα. Είχα όμως αποφασίσει πως θ’ αποκτούσα ένα ζωάκι.
Oλόγυρα, στα αραδιασμένα κοφίνια, πρόβαλλαν φατσούλες, σκυλάκια, γατούλες πεντάμορφες, χαμστεράκια πολύχρωμα. Περπατούσα αργά όταν είδα δυο ολόλευκα στρογγυλά μπαλάκια κουρνιασμένα στα πεντακάθαρα άχυρα. Δεν ήμουνα σίγουρη αν ήταν κάτι ζωντανό ή σκέτες μεγάλες κουβαρίστρες μαλλί για πλέξιμο. Βούτηξα το χέρι μου κι έπιασα τη μια από τις δυο άσπρες μπαλίτσες. Δυο μαύρα στρογγυλά μάτια άνοιξαν και καρφώθηκαν στα δικά μου. Ύστερα τέντωσε δυο ηλίθια κοντά ποδαράκια, τ’ ακούμπησε στο πουλόβερ μου και κούρνιασε το κεφάλι στο στήθος μου. Το κρατούσα εκεί, μαλακό και ζεστό, τόσο εύθραστο. Με το άλλο χέρι πήρα και το άλλο, που δεν άνοιξε τα μάτια του, και το ξανάβαλα στο καλάθι.
«Βλέπετε», μου λέει ο μαγαζάτορας, «το θηλυκό σάς διάλεξε».
«Πώς με διάλεξε;», τον ρώτησα.
«Α, βέβαια. Δε διαλέγουμε μόνο εμείς. Μας διαλέγουν και τα ζώα. Πιάσατε και το αρσενικό, μα αυτό δε νοιάστηκε, ενώ αυτή η γαλίφα κόλλησε απάνω σας και δε λέει να σας αφήσει».
«Και πόσο κάνει αυτή η γαλίφα;»
Μου είπε μια τιμή που αντιπροσώπευε το μισθό μου, στο Λύκειο που εργαζόμουν. Απογοητευμένη το ξεγάντζωσα από το πουλόβερ μου και βγήκα από το μαγαζί. Όσο κι αν φανεί παράξενο, μου ’ρθε η διάθεση να κλάψω. Δυο Γάλλοι φίλοι μου με παρηγόρησαν. «Μη στενοχωριέσαι, πάντα πριν από τις γιορτές τα ζωάκια είναι πανάκριβα, γιατί οι Γάλλοι συνηθίζουν να τα δωρίζουν. Μόλις όμως περάσουν οι γιορτές, οι τιμές τους πέφτουν κατακόρυφα. Τι θα τα κάνει ο έμπορος, του στοιχίζουν πολύ και δεν τον συμφέρει να μεγαλώσουν. Θα δεις που θα το πάρεις μισοτιμής μετά τα Χριστούγεννα, αν, αν φυσικά δεν έχει πουληθεί».
Την παραμονή των Χριστουγέννων, μόλις σχόλασα, πήρα πάλι τον υπόγειο και κατέβηκα στην Πορτ Ντ’ Oρλεάν. Το μαγαζί γεμάτο από παιδιά και συνοδούς. Έφτασα αγχωμένη στο κοφίνι με τις άσπρες μπαλίτσες. Ανακουφισμένη πήρα το κοριτσάκι στη χούφτα μου και το ’σφιξα στο στήθος μου. Αυτό μύρισε λίγο το πουλόβερ μου κι έχωσε το μουράκι του μέσα. Με αναγνώρισε. Τι θρίαμβος! Έμενα κει σαν μαρμαρωμένη, μη χαλάσει το όνειρο. Εξάλλου σκεπτόμουν πως όσο έμενα και το κρατούσα, δεν κινδύνευα να το διαλέξει κάποιος πελάτης. Στην Ευρώπη τα πρωτεία, από την αναμονή ταξί στο δρόμο, είναι νόμοι.
Μας χώριζαν δυο μέρες ώσπου να περάσουν τα Χριστούγεννα. Oύτε όταν ήμουν παιδί και περίμενα πώς και πώς αυτή τη θαυμάσια γιορτή γεμάτη χαρές και εκπλήξεις, ποτέ πριν δεν κοιμήθηκα παραμονές με τέτοια αγωνία. Το απόγευμα των Χριστουγέννων πήρα τους άδειους δρόμους και κατέβηκα στο μαγαζί, που ήταν φυσικά κλειστό, με αμυδρό φωτισμό. Κόλλησα το μούτρο μου στο τζάμι της πόρτας προσπαθώντας να διακρίνω αν το κουταβάκι βρισκόταν στη θέση του, αλλά μάταια.
Ξημέρωσε επιτέλους η επομένη των Χριστουγέννων και βρέθηκα στο μαγαζί την ώρα που άνοιγε. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, αγιάτρευτα παράφορη. Τα κουταβάκια κοιμούνταν αγκαλιά. Λίγο ακόμη και θα ’βαζα τα κλάματα, τόση ήταν η χαρά μου. O μαγαζάτορας δε μου ’δινε καμιά σημασία, παγερός Γάλλος κι επιπλέον μαχμουρλής. Άρπαξα τούτη τη φορά το σκυλάκι, λες και κινδύνευε. Μύριζε όπως τα ανθρώπινα βρέφη. Και τα δυο παιδιά που γέννησα μύριζαν έτσι, σαν συννεφάκια.
Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Γάλλου.
«Δεν το παίρνετε;» Σαν να μου ’λεγε: «Δεν το παίρνεις να σε ξεφορτωθώ;».
«Το θέλω πολύ», είπα, «αλλά είναι ακριβό για μένα».
«Δεν είστε Γαλλίδα».
«Από την Ελλάδα, έχουμε δικτατορία εκεί κι όσοι μπορέσαμε φύγαμε…»
«Δώστε ό,τι λεφτά έχετε», είπε χωρίς να με κοιτάξει.
«Μα…», τραύλισα, «έχω μόνο τα μισά».
«Φτάνουν, αφήστε τα στον πάγκο».
Αν ο μαγαζάτορας δεν ήταν Γάλλος, θα τον φιλούσα σίγουρα. Έβγαλα από το πορτοφόλι τα υπόλοιπα (από το νοίκι) που θα περνούσα το Γενάρη, άφησα το σκυλάκι αραγμένο στο στήθος μου, μέσα από το παλτό μου, και τρελή από χαρά πήρα το μετρό για το σπίτι.
Αυτό ήταν. Γεννήθηκε στο Παρίσι, ε και; Όποιος γεννιέται στο Παρίσι είναι και καλά αριστοκράτης; Και όμως είχε ένα μοναδικό τρόπο να δείχνει τη δυσαρέσκειά της, όταν κάτι δεν της άρεσε. Της άρεσαν τα μεγάλα μαλακά μαξιλάρια του κρεβατιού μου, το πουπουλένιο πάπλωμα, το κοτόπουλο και ’γώ. Δε γούστερνε κανέναν άλλο. Και το ’δειχνε με το μουγκρητό της σαν την πλησίαζε λίγο κάποιος και δαγκώνοντάς τον αν πλησίαζε τελείως. Και να δεις που όλοι μπαίνανε στον πειρασμό να τη χαϊδέψουν, γιατί ήταν όμορφη, μια κούκλα.
Όταν την έβγαζα έξω στους δρόμους του Παρισιού, οι Γάλλοι γελούσανε, «δες», λέγανε, «ίδια η Μπεμπέ». Κι αλήθεια έμοιαζε στην Μπαρντό. Τι στριμμένη και δύσκολη ήταν! Για όλα δυσανασχετούσε και το ’δειχνε. Είχε προσωπικότητα βεντέτας της Μπελ Επόκ. Αν ήταν γυναίκα, θα ζούσε τυλιγμένη σε νταντέλες και βελούδα.
Σιχαινόταν τη Φύση. Δεν της άρεσε καθόλου η ζωή στο χωριό. Έπρεπε να τη δεις να περπατάει στους χωματόδρομους του χωριού. Σήκωνε το ένα πόδι μετά το άλλο τόσο αργά, λες και πατούσε επάνω σε γυαλιά. Άσε το τι γίνηκε σαν πρωταντίκρισε γάιδαρο, που άρχισε να τον κυνηγά με τα πιο δυνατά γαβγίσματα κι ύστερα πήγε και κρύφτηκε σ’ ένα ντουλάπι της κουζίνας. Βέβαια το χωριό ήταν πρωτόγονο, με τους δρόμους γεμάτους πέτρες, καβαλίνες και αγκάθια. Αλλά τι ’θελες να της κάνω; Να της φορέσω παπούτσια; Ή ν’ αρνηθώ το χωριό; Μια ζωή ονειρευόμουν ν’ αποκτήσω σπίτι σ’ ένα τέτοιο χωριό. Το Πάσχα δεν μπορείς να διαβείς τους στενούς δρόμους καθώς φουντώνουνε καταπράσινα φασκόμηλα, μαργαρίτες και τσουκνίδες ανάκατα.
Όταν πηγαίναμε περίπατο, εκείνη βέβαια ακολουθούσε, αλλά μετά τριάντα βήματα σταματούσε. «Θα ’ρθεις;», της φώναζα. Αλλά πέτρωνε καταμεσής του μονοπατιού με τα μάτια της γεμάτα απόγνωση καρφωμένα στα δικά μου. Καθώς έσκυβα κοντά της, μου άπλωνε το ποδαράκι. Αμέτρητα ξερόκλαδα μπερδεμένα στο πυκνό της τρίχωμα σφήνωναν ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τα καθάριζα προσεκτικά κι ύστερα την έπαιρνα αγκαλιά και συνεχίζαμε τον περίπατο. Έμενε τότε ακίνητη, σαν λιγωμένη από την ευτυχία, καθώς ταξίδευε απάνω μου. Κάθε φορά που βγαίναμε, επαναλαμβανόταν το ίδιο.
Μα και να την άφηνα σπίτι, δε θα χαιρόμουν περίπατο. Τα μάτια του σκύλου που φεύγεις και τον αφήνεις, σε τυραννούν πιο πολύ κι από ενός παιδιού. Εγώ που έχω και παιδιά και σκυλιά, ξέρω. O άνθρωπος έχει αμέτρητους τρόπους να διαμαρτυρηθεί. Κλαίει, φωνάζει, βρίζει, κάνει χειρονομίες και κυρίως εκφράζει με λόγια πόσο τον πλήγωσες. Το σκυλί δε διαθέτει παρά τα μάτια του. Πόσες φορές δεν έκλεισα την πόρτα αποφασιστικά πίσω μου, φεύγοντας μόνη, επιμένοντας να μην υποκύψω στο βλέμμα της, και πόσες φορές δε γύρισα πίσω απελπισμένη από την αδυναμία μου. Αλλά ζούσα ανετότερα με τα ελαττώματά μου παρά με τη θλίψη των ματιών της. Μια μεγάλη ποιήτρια έγραφε: «Όταν μπορέσω να περάσω / αδάκρυτη / δίπλα από ένα σκύλο, / θα έχω μεταμορφωθεί».
Λένε, οι υποκριτές, οι φαύλοι, πως είναι ντροπή ν’ αγαπάς τόσο ένα σκυλί, ενώ θα μπορούσες να προσφέρεις όλα τα έξοδα που κάνεις γι’ αυτό σ’ ένα πεινασμένο παιδί. Ξέρεις γιατί το λένε; Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγαπούν χωρίς αναγνώριση. Η ελεημοσύνη είναι εκδήλωση εγωισμού. Σου την αναγνωρίζουν οι άλλοι και σε επαινούν για όσα προσφέρεις. Το ν’ αγαπάς ένα ανυπεράσπιστο ζώο, το να αναλαμβάνεις την ευθύνη της συντήρησής του, της ζεστασιάς, της υγείας του, είναι μια δοκιμασία για τον κούφιο κι επιδειξιομανή. Γιατί πώς να προσφέρει χωρίς προσδοκία έκφρασης ευγνωμοσύνης και επαίνων από τους τρίτους; Ένα σκυλί δέχεται και χωράει όση αγάπη του δώσεις. Μπορείς ν’ ακουμπήσεις απάνω του όλη την αγάπη που οι άνθρωποι γύρω σου δε χρειάζονται.
Όταν κλαίμε για ένα σκυλί που χάσαμε, κλαίμε για μας. Που ορφανέψαμε, καθώς στερηθήκαμε την πιο τέλεια μορφή αγάπης, την πιο αθόρυβη και λιγότερο απαιτητική που γίνεται. Ίσως, λέω!
Δημοσιεύτηκε το 1994 στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία
Φωτογραφία: Lucas Emanuel