Ο αναγνώστης της ποίησης και των θεωρητικών για την ποίηση κειμένων του Μπρεχτ καταλαβαίνει αμέσως πως πρόκειται για ένα δημιουργό με γνήσια φιλοκαλία, με κριτήρια αξιολόγησης της ομορφιάς, με ακριβή αίσθηση της συμμετρίας και αλάνθαστο ένστικτο του ουσιώδους, ενωμένα κάτω από μια πηγαία λυρική διάθεση στη φωνή και με μια κλασική λιτότητα στη φόρμα, που δεν ξεπέφτουν ποτέ προς την επιτήδευση ή την κενότητα. Φαίνεται μάλιστα ότι στην πρωτότυπη γλώσσα τους τα ποιήματα του παρουσιάζουν και έναν ασυνήθιστο ρυθμό που συχνά προκαλεί την προσδοκία του αναγνώστη με τη συναρμογή ενός νέου περιεχομένου σε μια καθαγιασμένη από την παράδοση εκφραστική μορφή. Αυτά όμως τα στοιχεία, που σε τελική ανάλυση, αποτελούν μια εξωτερική περιγραφή της ποίησης του πείθουν για ένα κυρίως πράγμα: πως έχουμε να κάνουμε με ένα δημιουργό που ξέρει να χειρίζεται καλά το υλικό του, που ξέρει άριστα τις δυνατότητες της τεχνικής του και φροντίζει να τις χρησιμοποιεί λειτουργικά σε οποιοδήποτε περιβάλλον.
Το να γνωρίζεις όμως άριστα να χειρίζεσαι μια τεχνική, ή πολλές τεχνικές, και να κατορθώνεις να παράγεις έτσι ένα ιδιαίτερο ύφος, αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο ποίημα, οποιονδήποτε ορισμό και αν δώσουμε στον όρο. Ο Μπρεχτ ήταν ένας θαυμάσιος τεχνίτης και επιπλέον ένας επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας. Γνώριζε επομένως τον τρόπο να περιβάλλει το ποίημα του με μια αύρα αποχρώσεων που παραπέμπουν και αναφέρονται σε θεατρικές χειρονομίες και στάσεις, σε συμφραζόμενα που για να αποκαλύψουν την πληρότητα του δυναμικού τους πρέπει να συνοδεύονται, από ορισμένα επιπλέον στοιχεία, από ορισμένες παραστάσεις, οι οποίες συνήθως λείπουν από τη σιωπηλή ανάγνωση της ποίησης, ή υπάρχουν κυρίως στη δραματική και επική δημιουργία, Γι’ αυτό άλλωστε, πέρα από το θέατρο, ο Μπρεχτ αγάπησε τα δημοτικά τραγούδια, τις μπαλάντες και τα σύγχρονα “Songs”. Τα είδη αυτά έδιναν την εντύπωση ότι καταργείται η απόσταση ποιητή και αναγνώστη της ποίησης, αφού και οι δυο συμμετείχαν στην κοινή πράξη του τραγουδιού, ή ακόμα πολλοί στίχοι του τραγουδιού μπορούν να αλλάξουν ανάλογα με τις διαθέσεις και τα γεγονότα της στιγμής, ύστερα από παρέμβαση του ακροατή. Με τον τρόπο αυτό η απομόνωση του ποιητή έσπαγε. Τα στεγανά της τέχνης του, που πάντα έρρεπε προς την αριστοκρατική απόλαυση, κατέρρεαν και ο ποιητής ανακτούσε τον κοινωνικό του ρόλο του παιδαγωγού και του καθοδηγητή.
Όλη αυτή η προσπάθεια του Μπρεχτ αναπτύχθηκε κυρίως κάτω υπό την αιγίδα του μεγάλου θεού του μεσοπολέμου: της προστατευτικής παρουσίας των μαζών. Η ανακάλυψη της λαϊκής κουλτούρας έγινε ακριβώς για να τονιστεί η συμβολή της μάζας στον πολιτισμό. Υπάρχει όμως βαθιά διαφορά ανάμεσα στη δημιουργία ενός ατόμου και στη συλλογική δημιουργία ενός λαού. Και η διαφορά αυτή βρίσκεται κυρίως στα μέσα έκφρασης και στον τρόπο που χρησιμοποιούνται παρά στο περιεχόμενο ή στο κοινό που τα διαβάζει. Σε γενικές γραμμές, οι διαφορές προσωπικής και συλλογικής δημιουργίας είναι ίδιες με τις διαφορές ομηρικού έπους και λυρικής ποίησης του Αρχιλόχου και της Σαπφούς. Ειδικά μάλιστα στην εποχή μας, η συλλογική δημιουργία είναι μια από τις πηγές ανανέωσης του λόγου και όχι η μοναδική. Η γλώσσα απέκτησε στο μεταξύ μια μεγαλύτερη διαστρωμάτωση που επιτρέπει στον καλλιτέχνη να επιλέξει αποχρώσεις από τις διάφορες ιδιολέκτους. Αυτό βέβαια ο Μπρεχτ το έκανε συστηματικά και σκόπιμα: ήθελε να διασπάσει την αυτοπεποίθηση των αστικών γλωσσών δημιουργώντας παράλληλα μια ποίηση για τις μάζες χωρίς να υποβαθμίζει το γούστο τους. Πέτυχε βέβαια και στα δύο, με έναν βασικό περιορισμό: η επιτυχία του ήταν άνιση. Ό,τι ήταν προσωπικό του καθαρά, παρέμεινε αναλλοίωτο· άλλαξε μόνο το συλλογικό, η τεχνική του, το πνεύμα του. Μετά από τον Μπρεχτ, οι μπαλάντες και τα τραγούδια τυποποιήθηκαν. Μετά μάλιστα από τη μουσική του Κουρτ Βάιλ έγιναν κάτι περισσότερο· έγιναν πρότυπα που δεν άργησαν να γίνουν καθεστώς.
Μιλώντας για τις μάζες και συνομιλώντας με αυτές, ο Μπρεχτ χρησιμοποίησε με ειλικρίνεια τη γλώσσα τους, έθιξε τα προβλήματά τους, έκρινε, επιδοκίμαζε, θρηνούσε, νουθετούσε και πάντα πρότεινε. Έκανε δηλαδή πολιτική. Έτσι, αν θέλουμε να κρίνουμε από πολιτική άποψη την ποίηση του Μπρεχτ, δε θα την κρίνουμε επειδή υιοθετούσε αυτή την πολιτική θέση ή εκτίμηση του κομμουνιστικού κόμματος. Πίσω από το θέμα του ποιήματος υπάρχει η ποιητική εντύπωση που βασισμένη στις προεκτάσεις της γλώσσας αποκαλύπτει την ποίηση και την ποιητική του έργου. Η πολιτική λοιπόν στο έργο του Μπρεχτ δεν προηγείται· έπεται. Δεν είναι προϋπόθεση της ποίησης του, αλλά απότοκο της. Μέχρι σήμερα η βασική υλιστική αρχή να πολιτικοποιούμε τα κείμενα δεν έχει επιτευχθεί. Η προσπάθεια που άρχισε ο Μπένζαμιν δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα.
Όμως γι’ αυτό έφταιγε και ο ίδιος. Ο Μπρεχτ έγραφε ποίηση με έναν τρόπο, θα λέγαμε, εξαντλητικό. Οι στίχοι του εξαντλούν αυτό που θέλουν να πουν και πέρα από αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο να ειπωθεί. Και αυτό είναι ένα βασικό αντιποιητικό στοιχείο των ποιημάτων του. Ο ίδιος κάπου έγραφε ότι στα έργα του υπάρχει μεγάλη σαφήνεια επειδή ακριβώς σκεφτόταν με μεγάλη ασάφεια. Όμως στην ποίηση οι αναγνώστες αναζητούν αυτήν ακριβώς την ασάφεια· τον μη εκφρασμένο χώρο δηλαδή, το πεδίο των συνειρμών, όπου η φαντασία του μέσου αναγνώστη θα αναγκαστεί να ενεργοποιηθεί και να διαισθανθεί για να απολαύσει με πληρότητα το ποίημα. Αυτός ο χώρος δεν υπάρχει όμως στον Μπρεχτ. Έτσι, μέσα στην απόλυτη απλότητα τους και την επιγραμματική τους βραχυλογία, τα περισσότερα ποιήματα του είναι φλύαρα· μιλούν υπερβολικά γι’ αυτό που λένε· φλύαρα και όμως λειψά· μπορούν να πουν περισσότερα αν τραγουδηθούν, ή αν ενσωματωθούν σε μια θεατρική παράσταση.
Η απλότητα των ποιημάτων του Μπρεχτ έχει ταυτόχρονα και μια ομολογουμένως σπουδαία λειτουργία. Παίζει ένα ρόλο καθαρτήριο· απογυμνώνει την ποίηση στα ελάχιστα συστατικά της και αποκαλύπτει το μηχανισμό της φράσης της. Αν μάλιστα αναλογιστούμε την εποχή που ο Μπρεχτ έγραφε – το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα – μια εποχή που κατακλυζόταν από πολυμορφία εκφράσεων και ποικιλοτυπία μορφών, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τί πετύχαινε. Ο αναγνώστης που, ζαλισμένος από τις λαβυρινθώδεις και κρυπτικές φράσεις των μεγάλων συγγραφέων του αστικού κόσμου, διάβαζε Μπρεχτ, έπαιρνε μια δροσερή ανάσα ανανέωσης, ευθύτητας και αμεσότητας που συγκινούσε και προσανατόλιζε. Γι’ αυτό ακόμα και σήμερα ο Μπρεχτ δεν μπορεί να διαβαστεί αυτόνομος· πρέπει πρώτα κάποιος να διαβάσει τον Ρίλκε, τον Γκέοργκε ή τον Βαλερύ και τον Πάουντ και να περάσει μετά σε αυτόν. Από το χάος θα βρεθεί στην έλλογη τάξη. Από τον Λυκόφρονα σε ένα διαυγές επίγραμμα της “Παλατινής Ανθολογίας”, από τις πρισματικές “Ουπανισάδες” στην υποβλητική απλότητα του “Τάο τε Κινγκ”. Όπως το θέατρο του Μπρεχτ υπάρχει σε αναφορά προς το θέατρο του Αριστοτέλη, έτσι και η ποίηση του· έχει κάποια αξία στο βαθμό που αξίζουν και οι ποιητές που απορρίπτει.
Από μιαν άλλη άποψη όμως τα ποιήματα του Μπρεχτ είναι το ίδιο κρυπτικά όσο και τα ποιήματα του Ρίλκε. Μόνο που σε αυτά η υπερβολική συμπύκνωση των εννοιών έχει αντιστραφεί σε υπερβολική συμπύκνωση των καταστάσεων. Ακόμα και μέσα από ένα στίχο του Μπρεχτ μπορεί να ειδωθεί σαν σε μεγεθυντικό φακό, το γιγάντιο, μακραίωνο και πανούργο σύστημα του καπιταλισμού. Αλλά κάτι τέτοιο είναι ζήτημα οπτικής. Αν ο στίχος του Μπρεχτ αναγνωστεί μέσα στις δικές του θεωρητικές προϋποθέσεις, τότε ο καπιταλισμός φανερώνει το αληθινό του πρόσωπο στον ανυποψίαστο άνθρωπο της αστικής κοινωνίας. Μέσα του διακρίνεται ο πυρήνας της βαρβαρότητας και της εξαθλίωσης, που ο ίδιος έχει τόσο καλά και ενίοτε, τόσο υπέροχα συγκαλύψει. Αν όμως ο στίχος του Μπρεχτ διαβαστεί από άλλη οπτική γωνία, ενός συντηρητικού λόγου χάρη, τότε όλο το υποδηλούμενο οικοδόμημα απλώς δεν υπάρχει, κι έτσι μπορούμε να απευθύνουμε στον Μπρεχτ την ίδια κατηγορία που εκτόξευαν κατά του Ρίλκε: “λέξεις, λέξεις, λέξεις”. Αν όμως το μυστικό της ποίησης του Ρίλκε ήταν οι λέξεις, το μυστικό της ποίησης του Μπρεχτ ήταν οι καταστάσεις. Και ενώ στον Ρίλκε βρίσκουμε πάντα σε αφθονία τις πρώτες, στον Μπρεχτ δεν δηλώνονται πάντα οι δεύτερες. Γι’ αυτό και τα δικά του ποιήματα είναι πολλές φορές σκοτεινά· επειδή δεν καταλαβαίνουμε σε τι αναφέρονται.
Αυτό όμως είναι ένα μόνιμο μειονέκτημα της επικαιρικής ποίησης. Μόλις περάσει η κατάσταση που υποδηλώνει, μόνο με σχόλια και υποσημειώσεις μπορεί να κατανοηθεί. Το κακό με την επικαιρική ποίηση είναι ότι γρήγορα μετατρέπεται σε ακαδημαϊκό υλικό: πρέπει να υπομνηματισθεί από λογιότατους για να κατανοηθεί. Κατανοούμενη όμως με αυτό τον τρόπο, δεν υπάρχει απόλαυση της ποίησης ως ποίηση. Έτσι, ό,τι κατέκρινε ο Μπρεχτ στην εποχή του, σαράντα χρόνια αργότερα βρυκολακιάζει εναντίον του. Τα ποιήματα του Ρίλκε όμως μοιάζουν σαν να γράφτηκαν χθες, ακόμα και αν η γλωσσά τους είναι κάπως παρωχημένη και το πνεύμα τους παράκαιρο. Από μέσα τους αναδύεται το κυρίαρχο αίσθημα της σύγχρονης εποχής, το αίσθημα της εναγώνιας προσμονής, της ανασφάλειας και ενίοτε της απελπισίας που συνεχίζει να υφίσταται, εφόσον υπάρχει ο πολιτισμός που το γέννησε. Ο Ρίλκε, ο Έλιοτ, ο Κάφκα και ο Προυστ είναι με αυτή την έννοια “πιο σύγχρονοι” από τον Μπρεχτ, γιατί περιγράφουν τη δική μας σημερινή κατάσταση που, αντί να ξεκαθαρίζει, εντείνεται και περιπλέκεται. Επειδή όμως ο χωρίς αλλοτρίωση και αντιφάσεις κόσμος του Μπρεχτ δεν πραγματώθηκε, η ποίηση του μετατρέπεται σε ανεδαφική ουτοπία και η γλώσσα της στο καπρίτσιο ενός οραματιστή. Ίσως, αν η ανθρωπότητα φθάσει ποτέ στο “κόκκινο βάθος του ορίζοντα”, τότε να “εκσυγχρονιστεί” ο λόγος του. Ως τότε, ο Μπρεχτ σε όλα τα πεδία της δημιουργίας του κινδυνεύει να γίνει μια απέραντη αρένα επιστημονικών παρατηρήσεων, διδακτορικών διατριβών και πληκτικών αναλύσεων· κάτι δηλαδή που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται με ενθουσιασμό από τους ομοϊδεάτες του.
Μήπως όμως αυτό είναι εγγενές ελάττωμα της κοσμοθεωρίας του; Μέσα στον Μπρεχτ συνυπάρχει το μίσος για τον καπιταλισμό κι η αγάπη για τον κομμουνισμό, χωρίς να μπορούμε να διαχωρίσουμε απόλυτα τα συναισθήματα. Ο Μπρεχτ αγαπάει τον κομμουνισμό επειδή μισεί τον καπιταλισμό ή μήπως μισεί τον καπιταλισμό επειδή αγαπάει τον κομμουνισμό; Το ζήτημα δεν είναι απλώς πρόβλημα πρώτου κινήτρου. Πολλοί συγγραφείς κατέκριναν τον καπιταλισμό, αλλά ποτέ δεν αγάπησαν τον κομμουνισμό. Παράδειγμα ο Φλωμπέρ, ο Προυστ, ο Μαν. Τί ανάγκασε όμως τον Μπρεχτ να αγαπήσει, με ένα διφορούμενο πάθος, τον κομμουνισμό και την ίδια ώρα να χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές και τις προϋποθέσεις της αστικής τέχνης; Γιατί είναι κάπως αφελής η άποψη ότι ο Μπρεχτ “έσπαζε τις αστικές φόρμες” την ώρα ακριβώς που τις χρησιμοποιούσε. Αντιθέτως, έτσι μάλλον διεύρυνε τις δυνατότητες τους και αποκάλυπτε μια επιπλέον χρήση τους. Το σπάσιμο της αστικής τέχνης δεν έγινε βέβαια από τον Μπρεχτ, αλλά από τον σουρρεαλισμό και τον φουτουρισμό. Έγινε από τον Μαγιακόφσκι και τον Μπρετόν δυο συγγραφείς που ακόμα ως σήμερα η κουλτούρα που τους γέννησε αδυνατεί να τους αφομοιώσει. Ενώ η αστική κουλτούρα έχει αφομοιώσει άριστα τον Μπρεχτ. Γιατί οι περισσότεροι αστοί δημιουργοί έχουν υιοθετήσει την τεχνική του της “αποστασίωσης” και την έχουν ενσωματώσει στην τέχνη τους, πράγμα που δεν έχει πετύχει η τέχνη των κομμουνιστών δημιουργών που βασίζεται ακόμα και σήμερα στο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό μέσο της συναισθηματικής ταύτισης. Στην αστική τέχνη όμως ο Μπρεχτ ποδηγετεί μια επιτυχημένη και αξιοσημείωτη σειρά πειραματισμών που ανανεώνουν εκ βάθρων τη λειτουργικότητα και τη χρησιμότητα της τέχνης γενικά. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, ο Μπρεχτ να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αστούς συγγραφείς· ένας αστός συγγραφέας που αγάπησε τον κομμουνισμό βασισμένος σε έναν μανιχαϊστικό δυϊσμό που ως ένα σημείο επέβαλλε η εποχή του. Ο κομμουνισμός ήταν τότε το αντίβαρο στο ναζισμό. Ήταν η διέξοδος από το αδιέξοδο του γερμανικού καπιταλισμού. Έτσι, πόλωσε τις καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε δεν είδε τις “γκρίζες περιοχές” που υφίστανται ανάμεσα σ’ αυτούς τους τόσο θεαματικούς εχθρούς, που τελικά διαφέρουν μόνο ως προς το ποιος νέμεται την εξουσία. Η αγάπη του κομμουνισμού στον Μπρεχτ ήταν απλώς η άρνηση του καπιταλισμού, όπως ένας έφηβος αρνείται τον πατέρα του· τον αρνείται, αλλά τον συνεχίζει γιατί έχει το αίμα του.
Έτσι, στον Μπρεχτ δε θα συναντήσουμε την τέχνη του “σοσιαλιστικού ανθρώπου” ή την “ποίηση της επιστημονικής εποχής”. Ουσιαστικά, η προοπτική να γεννηθεί μια νέα τέχνη από το σοσιαλισμό αυτοκτόνησε μαζί με το Μαγιακόφσκι το 1930. Ύστερα από αυτόν, η τέχνη όπως και το καθεστώς που υποδήλωνε, έγινε και πάλι αστική. Με τον Λούκατς, η αισθητική θεωρία καθηλώθηκε στον Μπαλζάκ και με τον Στάλιν η κουλτούρα μετατράπηκε σε αυλική κολακεία. Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης και ζωής του Μπρεχτ μπορούσε να υφίσταται μόνο στον καπιταλισμό όπου οι αντιθέσεις λειτουργούν ανεμπόδιστες και οι αντιφάσεις αποτελούν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του. Και γι’ αυτό το λόγο, ο Γιαν Κοττ έβλεπε ότι στις συνθήκες της σοσιαλιστικής Πολωνίας “ανεβάζουν Μπρεχτ, όταν ζητάνε φαντασία και παρουσιάζουν το “Περιμένοντας τον Γκοντό” όταν ζητάνε γνήσιο ρεαλισμό”. Μέσα στον καπιταλισμό ο Μπρεχτ μοιάζει ρεαλιστικός συγγραφέας – αν βεβαίως υπήρξε ποτέ συγγραφέας ρεαλιστής – ενώ μέσα στο σοσιαλισμό ένας συγγραφέας φαντασίας. Και αυτό μας δείχνει πόσο αδυνατεί ο σοσιαλιστικός τρόπος σκέψης να αφομοιώσει τέτοια πολυεπίπεδα δημιουργήματα, να τα εντάξει στο απόθεμα των συμβόλων τους και να συναρθρώσει από αυτά την κοινωνική του ιδεολογία. Μέσα στη μαζική κουλτούρα όμως του σύγχρονου φιλελεύθερου καπιταλισμού ο Μπρεχτ έχει γίνει ένα καταναλώσιμο προϊόν, επομένως ένα ακίνδυνο προϊόν, κατάλληλο γι’ αυτούς που αισθάνονται την εσωτερική ανάγκη, όσο πιο πολύ να επικρίνουν τον καπιταλισμό, τόσο λιγότερο να ζητούν την αλλαγή του. Όμως ο βασικός εχθρός του αστικού πολιτισμού, ο κύριος υπονομευτής της λογικής και των θεσμών του. παραμένει ο σουρρεαλισμός. Αυτό το κίνημα προσπαθούν οι αστοί με κάθε τρόπο να αποδυναμώσουν μέσα από μια καλοπληρωμένη στρατιά ερμηνευτών έτσι που σταδιακά να το κάνουν να μοιάζει με βίτσιο της αριστοκρατίας.
Το θέμα όμως του παρόντος άρθρου δεν είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο της ποίησης του Μπρεχτ. Ό,τι μπορεί να κάνει η ιστορία και η κοινωνιολογία, περιττεύει για τη λογοτεχνική κριτική, θέμα μας είναι η ποίηση του Μπρεχτ ως ποίηση, δηλαδή ως μια ειδική ανακατεργασία της καθημερινής γλώσσας και η ένταξη της στο πεδίο αναφορών και συμβόλων μιας ορισμένης παράδοσης. Για να κατανοήσουμε όμως την ποίηση ως ποίηση δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τα καθέκαστα μιας περιόδου ή να γνωρίζουμε και την πρωτότυπη γλώσσα του έργου. Η ποιητικότητα υπερβαίνει τέτοιους περιορισμούς και δηλώνεται από την ειδική θέαση των καταστάσεων που επιχειρεί ο ποιητής. Από το στοιχείο εκείνο που μπορεί να μεταβιβαστεί από γενιά σε γενιά και από γλώσσα σε γλώσσα. Αυτό που προέχει σε τέτοιες προσεγγίσεις είναι πάντοτε να ευρευθεί μια επαρκής οπτική γωνία ερμηνείας και κατανόησης έξω από τον φυσικό χώρο του ποιητή, έτσι ώστε να διακρίνουμε απαραμόρφωτη την ένταση του ποιητικού του λόγου και τη συμπυκνωμένη δύναμη της γλώσσας του ως στοιχεία ιδιότυπα μιας προσωπικής κατανόησης του κόσμου. Και η πιο προκλητική και “ομιλητική” προσέγγιση ενός κομμουνιστή συγγραφέα, εφόσον βέβαια υπάρχει αυτό το είδος συγγραφέων, είναι να ειδωθεί από μια αστική σκοπιά. Ή από μια οπτική γωνία υπό την οποία όλα τα σύμβολά του είναι ισάξια, από αισθητική άποψη, αναφερόμενα μόνο στο περιβάλλον που χρησιμοποιούνται και παράγοντας από αυτό μια νέα σημασία και μια νέα πραγματικότητα. Τούτο σημαίνει ότι ενώ για τον Μπρεχτ ο Λένιν “ήταν το δέντρο που είπε στα φύλλα του φεύγω”, για μας είναι η όλη εικόνα, είναι το σύμβολο, η έκφραση που αντιπροσωπεύει κάτι άλλο και το οποίο μεταφέρει αισθήματα και όχι ιδέες. Στην ποίηση το θέμα είναι πάντα μια πρόφαση· όσο πιο πολύ μιλάς για κάτι, τόσο περισσότερο το απωθείς, το αποδυναμώνεις, μετατρέποντας το ταυτόχρονα σε κάτι ανέκφραστο. Και όσο πιο πολλά μένουν ακόμα να ειπωθούν ύστερα, τόσο βαθύτερα λειτουργεί το σύμβολο αυτό μέσα από την ιδιαίτερη χρήση που του γίνεται στο συγκεκριμένο περιβάλλον συμφραζομένων.
Αυτό που μαθαίνουμε από την παράδοση και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς κάθε εποχής είναι ένας ειδικός τρόπος προσέγγισης σε αυτό το λανθάνον στοιχείο της ποίησης. Βλέπουμε ό,τι περιμένουμε να δούμε, ό,τι μας δίδαξαν να βλέπουμε συνήθως σε παρόμοιες καταστάσεις. Και εδώ βρίσκεται η συμβολή της υλιστικής προσέγγισης στη λογοτεχνία· ότι δηλαδή σε ορισμένες εποχές και με ορισμένα μέσα τάραξε την αισιοδοξία των αστικών μεθόδων προσέγγισης και υποβάθμισε την εγκυρότητα τους. Ο Μπρεχτ τόσο με την ποίηση όσο και με το θεωρητικό του έργο έδειξε έναν εμπλουτισμένο τρόπο γραφής και προσέγγισης και επαναδιέταξε τα στοιχεία του λόγου με έναν κριτικό τρόπο, διαταράσσοντας τις αρχές της αστικής αντίληψης. Ωστόσο, αυτό είναι και το όριο της συμβολής του. Τα γεγονότα τον ξεπέρασαν και ίσως τον διέψευσαν οι δυνατότητες του.
Κείμενο του Βρασίδα Καραλή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω.