Θὰ καλλιεργήσω τὸ ὡραιότερο ἄνθος. Στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ φυτέψω τὴν Ἀχαριστία. Εὐνοϊκοὶ εἶναι οἱ καιροί, κατάλληλος ὁ τόπος. Ὁ ἄνεμος τσακίζει τὰ δέντρα. Στὴ νοσηρὴ ἀτμόσφαιρα ὀρθώνονται φίδια. Οἱ ἐγκέφαλοι, ἐργαστήρια κιβδηλοποιῶν. Τερατώδη νήπια τὰ ἔργα, ὑπάρχουν στὶς γυάλες. Καὶ μέσα σὲ δάσος ἀπὸ μάσκες, ζήτησε νὰ ζήσεις. Ἐγὼ θὰ καλλιεργήσω τὴν Ἀχαριστία.
Ὅταν ἔρθει ἡ τελευταία ἄνοιξις, ὁ κῆπος μου θά ῾ναι γεμάτος ἀπὸ θεσπέσια δείγματα τοῦ εἴδους. Τὰ σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θὰ περπατῶ στοὺς καμπυλωτοὺς δρόμους, μετρώντας αὐτὰ τὰ λουλούδια. Πλησιάζοντας μὲ κλειστὰ μάτια τὴ βελούδινη, σκοτεινὴ στεφάνη τους, θὰ νιώθω στὸ ἀπρόσωπο τοὺς αἰχμηρούς των στημόνες καὶ θ᾿ ἀναπνέω τ᾿ ἄρωμά τους.
Οἱ ὧρες θὰ περνοῦν, θὰ γυρίζουν τ᾿ ἄστρα, καὶ οἱ αὖρες θὰ πνέουν, ἀλλὰ ἐγώ, γέρνοντας ὁλοένα περσότερο, θὰ θυμᾶμαι.
Θὰ θυμᾶμαι τὶς σφιγμένες γροθιές, τὰ παραπλανητικὰ χαμόγελα καὶ τὴν προδοτικὴ ἀδιαφορία.
Θὰ μένω ἀκίνητος ἡμέρες καὶ χρόνια, χωρὶς νὰ σκέπτομαι, χωρὶς νὰ βλέπω, χωρὶς νὰ ἐκφράζω τίποτε ἄλλο. Θὰ εἶμαι ὁλόκληρος μία πικρὴ ἀνάμνησις, ἕνα ἄγαλμα ποὺ γύρω του θὰ μεγαλώνουν τροπικὰ φυτά, θὰ πυκνώνουν, θὰ μπερδεύονται μεταξύ τους, θὰ κερδίζουν τὴ γῆ καὶ τὸν ἀέρα. Σιγὰ σιγὰ οἱ κλῶνοι τους θὰ περισφίγγουν τὸ λαιμό μου, θὰ πλέκονται στὰ μαλλιά μου, θὰ μὲ τυλίγουν μὲ ἀνθρώπινη περίσκεψη.
Κάτου ἀπὸ τὴ σταθερή τους ὤθηση, θὰ βυθίζομαι στὸ χῶμα.
Καὶ ὁ κῆπος μου θὰ εἶναι ὁ κῆπος τῆς Ἀχαριστίας.
Φωτογραφία: Josef Sudek