Χθες σε ονειρεύτηκα. Δεν θυμάμαι τι έγινε ακριβώς, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι διαρκώς μετατρεπόμασταν ο ένας στον άλλο, εγώ ήμουν εσύ, εσύ ήσουν εγώ.
Τελικά, κάπως πήρες φωτιά, θυμήθηκα ότι πρέπει κανείς να καταπνίγει τις φλόγες με υφάσματα, άρπαξα ένα παλιό πανωφόρι και σε χτυπούσα με αυτό. Αλλά πάλι άρχισαν οι μεταμορφώσεις, σε σημείο που, στο τέλος, δεν ήσουν πια καθόλου παρούσα, αλλά ήμουν εγώ αυτός που φλεγόταν και ήμουν και αυτός που χτυπούσε με το πανωφόρι. Αλλά δεν ωφελούσε σε τίποτα και απλώς επιβεβαίωσε τον παλιό μου φόβο ότι τέτοια μέτρα κατά της φωτιάς είναι παντελώς ατελέσφορα.
Στο μεταξύ όμως είχε έρθει η Πυροσβεστική και κατάφεραν να σε σώσουν κάπως. Αλλά ήσουν διαφορετική από πριν, σαν φάντασμα […] σχεδιασμένο με κιμωλία στο σκοτάδι, και άψυχη, ή ίσως μόνο λιπόθυμη από τη χαρά που σώθηκες, έπεσες στην αγκαλιά μου. Αλλά κι εδώ υπήρχε η αβεβαιότητα της μεταμόρφωσης, ίσως να ήμουν εγώ εκείνος που έπεσε στην αγκαλιά κάποιου άλλου.
Σεπτέμβριος 1920
Απόσπασμα από το βιβλίο Όνειρα
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη