Όλοι τους έχουν, όπως εγώ, μια καρδιά ενθουσιώδη και λυπημένη. Τους γνωρίζω καλά. Κάποιοι είναι παιδιά για θελήματα, άλλοι υπάλληλοι γραφείου, άλλοι μικρέμποροι, άλλοι πάλι οι νικητές των καφενείων και των μαγέρικων, ένδοξοι χωρίς να το γνωρίζουν μέσα στην έκσταση του εγωτικού τους λόγου, ικανοποιημένοι μέσα στη σιωπή του φιλάργυρου εγωτισμού τους χωρίς τίποτα το πολύτιμο για να φυλάξουν. Αλλά όλοι τους είναι ποιητές, οι καημένοι, και σέρνουν, στα μάτια μου, όπως και εγώ στα δικά τους, την ίδια αθλιότητα της κοινής μας απρέπειας. Όλοι τους, όπως κι εγώ, έχουν το μέλλον πίσω τους.
Ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Αγαπάμε απλώς την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον. Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας. Αυτό είναι αλήθεια σε όλη την κλίμακα του έρωτα. Στο σεξουαλικό έρωτα αναζητάμε τη δική μας απόλαυση με τη μεσολάβηση ενός ξένου κορμιού. Στον έρωτα που διαφέρει από τον σεξουαλικό αναζητάμε τη δική μας απόλαυση με τη μεσολάβηση μιας δική μας ιδέας. Ο αυνανιστής είναι αποτρόπαιος, αλλά, στην απόλυτη αλήθεια, ο αυνανιστής είναι η απόλυτη λογική έκφραση του ερωτευμένου. Είναι ο μόνος που δεν προσποιείται μήτε κοροϊδεύει τον εαυτό του. Να λες. Να ξέρεις να λες. Να ξέρεις να υπάρχεις μεσ’ από τη γραπτή φωνή και τη νοητική εικόνα!
Η ζωή δεν αξίζει τίποτα παραπάνω: το παραπάνω είναι άντρες και γυναίκες, υποθετικοί έρωτες και ματαιοδοξίες ψεύτικες, προφάσεις της πέψης και της λήθης, άνθρωποι που κινούνται πάνω κάτω, σαν ζώα όταν ανασηκώνουμε μια πέτρα, κάτω από τον μεγάλο αφηρημένο βράχο του γαλάζιου χωρίς νόημα ουρανού. Η λογοτεχνία που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους.
Πιστεύω πως λέω κάποιο πράγμα είναι διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο. Οι αγροί είναι πιο πράσινοι στο λόγο παρά στην πρασινάδα τους. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει.
Επανάσταση; Αλλαγή; Αυτό που θέλω στ‘ αλήθεια από τα βάθη της ψυχής μου είναι να φύγουν τα άτονα σύννεφα που πασαλείβουν με μια γκρίζα σαπουνάδα τον ουρανό. Αυτό που θέλω είναι να δω το γαλάζιο να προβάλλει ανάμεσα τους, αλήθεια βέβαιη και ξεκάθαρη γιατί τίποτα δεν είναι και ούτε θέλει να είναι.
Ανασυνθέτοντας διαρκώς τον εαυτό μου, τον κατέστρεψα. Από την πολλή σκέψη του εαυτού μου είμαι πια οι σκέψεις μου και όχι εγώ. Με βυθομέτρησα και άφησα να πέσει ο βυθομετρητής. Ζω για να σκέφτομαι αν έχω βάθος ή όχι, χωρίς πια άλλο βυθομετρητή πέρα από το βλέμμα μου, που μου δείχνει, φωτεινό πάνω στο σκούρο φόντο του καθρέφτη του τεράστιου πηγαδιού, το πρόσωπό μου να με κοιτάζει ενώ το κοιτάζω.
Μακάριος αυτός που δεν απαιτεί από τη ζωή περισσότερα απ’ όσα αυτή του δίνει αυθόρμητα, καθοδηγούμενος από το ένστικτο της γάτας, που αναζητεί τον ήλιο όταν υπάρχει ήλιος, και, όταν δεν υπάρχει, τη ζέστη, όπου κι αν αυτή βρίσκεται.
Απόσπασμα από το βιβλίο Το βιβλίο της ανησυχίας