Ήρθες και ξάπλωσες στα πόδια μου το τελευταίο εκείνο μεσημέρι, ήσυχα, αδιαμαρτύρητα, τρυφερά. Μου είπες χωρίς φωνή το τελευταίο αντίο. Μ’ αποχαιρέτησες, με το σώμα σου. Μόνο που εγώ δεν το κατάλαβα τότε. Κοιμήθηκες λίγο απ’ την άλλη μεριά της καρδιάς σου. Αυτό ήταν το τελευταίο μας αγκάλιασμα. Η τελευταία φορά που τα σώματά μας αγγίχτηκαν…Δεν είπες τίποτα…Μ” αποχαιρέτησες με τον τρόπο σου, ευγενικά, ωραία. Το λογικό σου δεν έπιανε το μήνυμα για να μου το εκφράσεις, μα ούτε σου άρεσαν οι μελοδραματισμοί.
Ένα βαθύ ευχαριστώ μου είπε το κορμί σου, που είκοσι χρόνια άλλη δε γνώρισε από την αγκαλιά μου.
Ήταν ο χρόνος σου αυτός. Η σιωπή. Το μίλημα με την αίσθηση. Μα εγώ δεν έπιασα το μήνυμα. Το μήνυμά σου εκείνο, με τη ζεστασιά των δύο κορμιών μας, μόλις σήμερα αποκρυπτογραφήθηκε. Ήταν το ύστατο χαίρε στην αγάπη σου. Χωρίς περιττά λόγια, νουθεσίες, δάκρυα ή λυγμούς. Όμως ξάπλωσες σαν προσφορά που στάθηκα ανίκανος να τη μεταλάβω.
Τώρα τι ωφελεί να σου φέρνω λουλούδια στο τάφο σου; Αφού εκείνη τη στιγμή στάθηκα ανίκανος να καταλάβω.
«Δεν φταις εσύ, αγάπη μου. Δε φταις. Η καρδιά είχε κουραστεί. Δεν ήξερα ούτε κι εγώ ότι σ” αποχαιρετάω».
Ποτέ άλλοτε δεν είχες τόση σιωπή. Μα τίποτα να πεις, έστω κάτι, μια κουβέντα;
Μόνο »άσε με να ξαπλώσω στα πόδια σου». Και ξάπλωσες. Κι εγώ όταν είδα πως κοιμόσουν, για αρκετή ώρα δεν κινήθηκα, μη σε ξυπνήσω. Όταν ξύπνησες ήσουν χαρούμενη, ξεκούραστη. Είχες περάσει βαθιά στα κύτταρα το »χαίρε».
Τώρα μου μένει μια ζωή, όσο ζήσω, να το θυμάμαι και να χτυπιέμαι, μάταια. Εσύ, περήφανα, μυστικά, χωρίς κλάψες, όπως ταιριάζει σε, που αξιώθηκες μια τέτοια ζήση, άφησες τα μαλλιά σου να χαϊδεύουν τα πόδια μου με τη σιωπηλή εγκαρτέρηση του αμνού στην Παλαιά Διαθήκη που τον οδηγούν στη σφαγή.
Φωτογραφία: Jesus Paul