Ήταν η ώρα του σούρουπου. Ένα αντρόγυνο κατέβαινε τη λεωφόρο πιασμένο μπράτσο, καθώς πορεύονταν τα ζευγάρια κάποιον άλλο καιρό. Το βάδισμά του ήταν κανονικό και λιγάκι βαρύ, ανάλογο με την ηλικία. Οι δυο μαζί πρέπει να έστριβαν τον κάβο του αιώνα.
Σε μια στιγμή ξεπροβαίνει μπροστά τους, σ’ αντίθετη φορά, μια ανάλαφρη παρέα: Κοριτσόπουλα και παιδαρέλια ανάμεσα στα δεκαέξι και τα δεκαοχτώ τους. Γύριζαν από κάποιον εξοχικό περίπατο ή εκδρομή, γιατί κρατούσαν κλωνάρια, πρασινάδες. Ούτε λουλούδια αγκαλιές, ούτε μπουκέτα. Ίσα ίσα δυο τρία κλαριά, σύμβολα στεγνά, ένα είδος μαρτυρίας λακωνικής του τόπου απ’ όπου έρχονταν. Η γενιά αυτή αγαπάει τη βραχυλογία, την κοφτή και σχεδόν βλοσυρή υποδήλωση, κάθε μεγαλοστομία τη σιχαίνεται, ακόμα και στα λουλούδια, που είναι για τον άνθρωπο η πιο έμφυτη ερωτική σύνδεση. Οι νέοι προχωρούσαν σε ιδιότυπο σχηματισμό: Μπροστά τα κορίτσια, ξοπίσω τους τ’ αγόρια… Το έβρισκαν φαίνεται πιο πρακτικό ή και πιο σύμφωνο με τον αντιλυρικό τους κόσμο.
Οι δυο γενιές, το ζευγάρι, η διμοιρία, αντικρίστηκαν, αντιπέρασαν. Όμως, στα μάτια του πρώτου, είχε απομείνει ένα ξάφνιασμα. Στάθηκαν, γύρισαν κατά πίσω, κοίταξαν το σχηματισμό που ξεμάκραινε με το γοργό του βήμα. Ξεκίνησαν πάλι.
– Είδες τα κορίτσια; είπε ο ένας. Πώς μας κοίταξαν!
– Αυτά πρόσεξα κι εγώ, έκανε η άλλη.
Αυτό τους είχε ξαφνιάσει. Όχι η αντίθεση στα χρόνια, το χτυπητό δίπτυχο που φέρνει, σε κάποια γραμμένη στιγμή, αντιμέτωπες τις γενιές. Εκείνο που τους είχε κρούσει, ήταν ο τρόπος που τους κοίταξαν τα κορίτσια ώσπου ν’ αντιπεράσουν. Ίσια στα μάτια, αδίσταχτα, καρφωτά. Και με κάτι σαν ατάραχη αναμέτρηση, που τη στόμωνε αδιόρατα μια δροσερή ειρωνεία.
Αναπόλησαν τότε άλλα αντικρίσματα, σε χρόνια περασμένα, πάλι ανάμεσα σε ηλικίες που έρχονταν και που έφευγαν. Ήταν διαφορετικά για να τα έχουν λησμονήσει. Αναθυμήθηκαν μάτια χλωρά, σαν και τούτα που είχαν περάσει, μονάχα λιγότερο αλύγιστα. Θέλησαν να είναι δίκαιοι, όσο τους περνούσε από το χέρι… Αυτά τα παιδιά βγαίνουν από έναν πόλεμο δίχως προηγούμενο. Έναν πόλεμο που απογύμνωσε όλες τις αξίες. Χωρίς να το ξέρουμε, χωρίς να το υπολογίσουμε βάλαμε σ’ αυτόν την τιμή μας. Διακηρύξαμε αρχές και τις ξεγράψαμε. Υπάρχει εδώ ένα θέμα κύρους, που μονάχοι μας το κλονίσαμε. Ο σεβασμός είναι μια τάξη αναγκαία για την ισορροπία της ζωής. Δεν είναι όμως επιταγή δίχως αντίκρισμα. Η υπεροχή πρέπει να έχει τα πειστήριά της πάντοτε έτοιμα, ακόμη κι αν δεν της τα ζητήσει ποτέ κανένας. Ήταν ένας καιρός όπου ο σεβασμός αξιωνόταν με το έτσι θέλω από εκείνον που τύχαινε να έχει ένα χρονικό και μόνο προβάδισμα. Ο κόσμος γνώρισε πρεσβύτερους ανάξιους, που απαιτούσαν το σεβασμό μόνο και μόνο γιατί είχαν την εξουσία να τον επιβάλουν. Ο καιρός αυτός, ας το πάρουμε απόφαση, έχει περάσει.
Πάει ο καιρός όπου ένα επιτήδειο μηδενικό απαιτούσε το σεβασμό, επειδή κατάφερε να σκαρφαλώσει σε μια καθέδρα. Όλο και περισσότερο, από δω κι εμπρός, ο διδάσκων θα κρίνεται, ο ηγέτης θα ελέγχεται, ο γονιός θα πρέπει να δείχνεται άξιος της αποστολής του. Ανατέλλει μια εποχή όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος θα ξέρει πως το δύσκολο δεν είναι ν’ ανέβεις, αλλά να σταθείς.
Μέσα στα μάτια των παλαιότερων, που χαμηλώνονταν μπροστά στον οποιοδήποτε μεγαλύτερο με συστολή, έβλεπες… μια παθητική συμμόρφωση. Αν η υποταγή εκείνη στην ανεξέλεγκτη αυθεντία δεν ήταν τόσο τυφλή, συμβατική, μπορεί και ο κόσμος σήμερα να μην είχε ξεστρατίσει τόσο στην ασέβεια. Η σημερινή ανταρσία είναι, σ’ ένα ποσοστό της, έργο των σύγχρονων γονιών, που θέλησαν ν’ αντιδράσουν στην παλιά εκείνη τάξη πραγμάτων. Καταπιεζόμενοι της χτες, έπεσαν σ’ έναν άκριτο φιλελευθερισμό απέναντι στα παιδιά τους. Ο αυτοέλεγχος είναι αναγκαίος. Από εκεί και πέρα, απομένει πάντα ένα περιθώριο αρκετά πλατύ, για να κακίσουμε, δικαιολογημένα πια, το θράσος της σημερινής νεολαίας. Άλλωστε όχι όλης της νεολαίας. Μιας μερίδας της, που τυχαίνει να τη συκοφαντεί ολάκερη, επειδή είναι η πιο πολυθόρυβη και προκλητική. Η άλλη αγωνίζεται βουβά, σκυμμένη, ν’ ανασυντάξει τον κόσμο. Οι θρασείς θα φύγουν. Θα τους αποβάλει μονάχο του το σώμα της αυριανής κοινωνίας, γιατί χρειάζεται πάντα ένας εσωτερικός νόμος, ένα ηθικό μέτρο, που να οργανώνει τη συμβίωση. Τι θ’ απομείνει από το ήθος της σημερινής νεολαίας; Μπορεί και μόνο το θαρρετό τούτο βλέμμα των κοριτσιών που πέρασαν μέσα στο σούρουπο με τα κλωνάρια στο χέρι. Το βλέμμα που ξέρει να κοιτάζει ίσια, κατάματα. Ας τους ευχηθούμε όμως ακόμα κάτι: Σαν έρθει και γι’ αυτά η ώρα να πάρουν την άλλη κατεύθυνση στη λεωφόρο, τότε που θα έχουν ξεπεράσει πια τη σημερινή τους επαναστατική αδιαλλαξία και ψυχρότητα, θα μπορούν να νιώσουν την ίδια μ’ εμάς τρυφερή αδυναμία, που κάνει τον άνθρωπο να στηρίζεται στον άνθρωπο. Ίσως τότε ανακαλύψουν μιαν ανυποψίαστη ποικιλία του σεβασμού: Την ευλάβεια μπροστά στους κουρασμένους, αυτούς που δεν έχουν πια ψευδαισθήσεις, κλωνάρια, τρόπαια.
*Απόσπασμα από το δοκίμιο