Μαζεύτηκαν πολλοί γύρω από την πληγή της.
Με τη φροντίδα τους την κρατούσαν ανοιχτή – έπαιρναν κι έπαιρναν με το νύχι τους για χέρι και φορούσαν τα σπλάχνα της. Από μικρή την κυνηγούσε η στατιστική τής οικογένειας, σαν ένα διαρκές σκούντημα τής ρήμαζε την ομορφιά. Ήθελα να της μιλήσω έξω απ’ τις λέξεις. Χωρίς σκέψεις, να της πω ότι είμαστε μια δίψα μέσα στη δίψα, είμαστε δάκρυα διψασμένα για δίψα – διψάμε για δίψα. Και πρέπει να κατέβουμε στα έγκατα των σωμάτων. Χωρίς σώμα. Ολόκληροι. Κάτω από το κέλυφος της ομορφιάς.
Αν είχε όνομα θα ήταν ραμμένο στις φλόγες. Αν είχε μάτια θα ήταν γεμάτα απ’ ανθρώπους και τυφλούς Θεούς και ζώα. Ζει την τύφλωση με τα μάτια, μόνη, χωρίς όνομα –μόνη, χωρίς πρόσωπο με τα μάτια.
Όπως όλοι όσοι έχουν ετοιμόρροπες ψυχές στα θεμέλια τους, ρίχνει το βάρος μπροστά για να ισορροπεί πάνω στο πηγάδι τού κενού. Δεν έχει αύριο, μόνο την απόσταση που διανύουν από τη χούφτα της οι λίγες ώρες που πετάει γύρω της, στο άγονο χωράφι του χρόνου, για λίγη ψύχα αστεριού. Για τ’ αστέρια που σε ρίχνουν από το παράθυρο καθώς τα κυνηγάς μαγεμένος:
“Είμαι εξαντλημένη απ’ τον ύπνο. Κατάκοπη από την αδράνεια. Διαρκώ. Ζυγίζω όσο μια ταφόπλακα. Είμαι μια ταφόπλακα. Είμαι η ταφόπλακά μου. Με καρφώνει. Στο χώμα μια σφυριά από σκέψεις. Χίλιοι Κένταυροι, ένα λαίμαργο ποδοβολητό πάνω στο σώμα μου. Το σώμα μου επίμονα το περιτριγυρίζει η απουσία. Το περπατάει. Η απουσία. Το ταΐζει! Η απουσία! Το χορταίνει!”
Απόσπασμα aπό το βιβλίο του Δημήτρη Μιχελουδάκη, “Κειμενουργείο”, που πρόκειται να εκδοθεί.
Illustration: Salvador Dalí