Η οικογένεια αποφάνθηκε πως είναι τρελή και την έκλεισε στο τρελοκομείο.
Η Camille Claudel πέρασε έγκλειστη εκεί μέσα τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής της. Για το καλό της, είπαν.
Στο τρελοκομείο, μια παγωμένη φυλακή, αρνήθηκε να ζωγραφίσει και να καταπιαστεί με τη γλυπτική.
Η μητέρα και η αδερφή της δεν την επισκέφθηκαν ποτέ.
Καμιά φορά ερχόταν να τη δει ο αδερφός της Paul, ο μουσικός.
Όταν η αμαρτωλή Καμίγ πέθανε, κανείς δεν πήγε να πάρει τη σορό της.
Ο κόσμος άργησε πολλά χρόνια μέχρι να ανακαλύψει ότι η Camille Claudel δεν ήταν μόνο η ταπεινωμένη ερωμένη του Auguste Rodin.
Σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό της, τα έργα της αναστήθηκαν, ταξίδεψαν κι άφησαν τον κόσμο άναυδο: μπρούντζος που χορεύει, μάρμαρο που κλαίει, πέτρα που αγαπάει. Στο Τόκιο, οι τυφλοί ζήτησαν την άδεια να αγγίξουν τα γλυπτά της. Τα ακούμπησαν. Είπαν πως τα αγάλματα ανέπνεαν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Eduardo Galeano, Γυναίκες
Μετάφραση: Ισμήνη Κανσή
Φωτογραφίες: Wikimedia Commons