Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Το χωριό γίνεται ανάστατο μεμιάς. Μέσα απ’ τον αγέρα, που σαλεύει με θόρυβο τα δένδρα και μέσα απ’ τα κεραμίδια, σιγά – σιγά δυναμώνουν και φτάνουν στην αρχή σαν όνειρο κι έπειτα σαν πραγματικότητα στ’ αυτιά του κοιμισμένου χωρικού. Αυτός όμως είναι τόσο καλά μέσα στο καλύβι του, αισθάνεται τέτοια ζέστη κάτω από τα μάλλινα σκεπάσματά του, που δυσκολεύεται ν’ αλλάξει τη ζεστασιά του με το κρύο της νύχτας. Αλλά κι οι ήχοι της καμπάνας του φέρνουν τέτοια χαρά στην καρδιά, του χύνουν τόση γαλήνη στην ψυχή, του ξυπνούν τη θρησκευτική του πίστη, που η φαντασία του παρουσιάζει μπροστά του το εκκλησάκι, που λαμποκοπάει μες στην ομορφιά και στη δόξα. Νιώθει γύρω του να ψάλλονται τα τροπάρια, που δεν καταλαβαίνει τα λόγια τους, αλλά μαντεύει τη σημασία τους με την καρδιά του. Η ψυχή του κυριεύεται από ακράτητη ορμή κι από πόθο να χαρεί την Άγια Γιορτή και διώχνει αμέσως τη νύστα του, πηδώντας ορθός και φωνάζοντας με χαρά:
– Γυναίκες, παιδιά, σηκωθείτε!
Μα οι γυναίκες και τα παιδιά βρίσκονται πριν απ’ αυτόν στο πόδι. Ανάβουν το λυχνάρι, και σκαλίζουν τη φωτιά, που τρώει λαίμαργη μια καινούρια αγκαλιά από φρύγανα. Τα παιδιά ζητούν ανυπόμονα τα καινούρια τους ρούχα, ο χωρικός βιάζεται να καθαρίσει τη σκονισμένη απ’ τη δουλειά φορεσιά του, η χωρική τρέχει παντού.
– Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Χτυπάει, για να ξυπνήσει τους αφεντάδες του τόπου, που δεν τους ξύπνησαν οι πρώτοι ήχοι της καμπάνας. Σηκώνονται κι εκείνοι κι ενώ ετοιμάζονται για τη Λειτουργία, ρίχνουν ματιές στο γουρουνόπουλο, που κρέμεται απ’ το ταβάνι. Θυσιάστηκε κι αυτό μαζί μ’ όλους τους όμοιούς του στο χωριό και στα γύρω τ’ απομεσήμερο της περασμένης μέρας. Από το πρωί είχαν απολυθεί όλα τα φυλαγμένα γουρούνια κι έτρεχαν κοπαδιαστά στους δρόμους του χωριού. Άξαφνα όμως ο Βόλας, ο καλύτερος σκοπευτής του χωριού, ρίχνει στο κοπάδι την πρώτη τουφεκιά. Κι ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, κλείνονται μέσα στα σπίτια, οι χωρικοί με τα καρυοφίλλια στα χέρια πυροβολούν αλύπητα. Οι γρυλισμοί των ζώων, οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που τα κυνηγούν, τα γαυγίσματα των σκύλων κι οι αδιάκοπες ντουφεκιές γεμίζουν τον αέρα με θόρυβο κι αλαλητό. Σε λίγο όμως παύουν όλα. Οι γυναίκες βγαίνουν να ζεστάνουν νερό για το μάδημα, ενώ οι άντρες περιγράφουν ο ένας στον άλλον κοροϊδευτικά τις απελπισμένες φωνές και τα τρεχάματα των γουρουνιών για να ξεφύγουν το θάνατο…Τώρα, καθένα τους κρέμεται στο σπίτι του αφεντικού του, έχοντας στο στόμα του ακέραιο λεμόνι, που του το’ βαλε η νοικοκυρά για να γίνει νόστιμο το κρέας του. Σε λίγο θα λιανιστεί. Θα βραστεί, θα παστωθεί για να γίνει παστουρμάς και πηχτή και να θρέψει όλο το χειμώνα τον αφέντη και το σπίτι του…
– Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Ακούγεται ξανά η καμπάνα, που αντηχεί δυνατά σαν να της μεταδίνει όλη του την ανυπομονησία ο κωδωνοκρούστης. Το νιό αντρόγυνο θέλει να πάει στη Λειτουργία, αλλά πρέπει να πάει καθώς του ταιριάζει μια τέτοια επίσημη μέρα. Η λυγερή θυμάται καλά τα λόγια, που της είχαν πει από βραδίς τα παιδιά, που τραγουδούσαν:
Σήκω κυρά μ’ να στολιστείς,
σήκω κυρά μ’ ν’ αλλάξεις,
βάλε τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι αστήθι
και τον καθάριο αυγερινό
βάλτονε δαχτυλίδι…
Γι’ αυτό στέκεται ορθή μπρος σ’ ένα μικρό κομμάτι από καθρέφτη, κολλημένο με λάσπη στον τοίχο, και βάνει όλη της τη φροντίδα για να δώσει περισσότερη λάμψη στο φυσικό κάλλος του προσώπου της. Μα κι ο άντρας της, λεβέντης με το μαύρο μουστάκι στριμμένο, με το φέσι του λίγο στραβά, με τη φουστανέλλα τη χιονάτη, φοράει τα παπούτσια του και τραβούν για την εκκλησία.
– Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Ας έρθει ο κόσμος όλος! Όλους τους θέλει η εκκλησιά. Κι ολοένα μαζεύονται από δω κι από κει απ’ όλα τα μονοπάτια του χωριού προβάλουν συντροφιές από γυναίκες κι άντρες και παιδιά. Κι η χαμηλή και στενόχωρη εκκλησιά με τις θαμπόθωρες εικόνες της, με το ξύλινο ταβάνι και με το πλακόστρωτο χώμα, όλους τους καρτερεί και όλους τους υποδέχεται, θαρρείς με τις προσευχές του παπά και τις φωνές του ψάλτη. Κι η ψυχή τους φτερουγίζει στο Θρόνο του Πλάστη. Τα πρόσωπα όλα γελούν, οι καρδιές βροντοχτυπούν στα στήθη συγκινημένες, το θρησκευτικό αίσθημα μεγαλώνει. Οι παράτονες φωνές του ψάλτη φαίνονται θεία λόγια και η ιεροτελεστία του παπά σαν φύσημα δροσιστικό, που βαλσαμώνει τους κόπους της καθημερινής ζωής.
– Νταγκ! Νταγκ! Νταγκ!
Η Λειτουργία τελείωσε, απόλυσε η εκκλησιά. Οι χωριανοί ασπάζονται τις εικόνες, φιλούν το χέρι του παπά, άλλοι μεταλαβαίνουν κι άλλοι φεύγουν μασώντας τ’ αντίδωρο και κάνοντας το σταυρό τους. Στα σπίτια τους, εκεί ακούν με προσοχή κανένα γέρο αγωνιστή, που παραβάλλει τη φυγή της Παρθένου και του Ιησού με τα άτυχα ανδρόγυνα στην εποχή της Επαναστάσεως. Και η απλοϊκή παράσταση της γεννήσεως ενός Θεανθρώπου τόσο αρμονικά συνταιριάζεται με τη φαντασία και τα αγνά έθιμα των χωρικών, που καθένας τους φέρνει αμέσως στο νου του το εσωτερικό του στάβλου του και τοποθετεί μέσα σ’ αυτόν μια γυναίκα πανέμορφη, λυμένη από τους πόνους της γέννας, κι ένα απλοϊκό χωρικό γονατισμένο μπροστά της, πρόθυμο να την υπηρετήσει και ένα βρέφος καταγής που τις περισσότερες φορές έχει τη μορφή του πρώτου γιου του, και τα δεμάτια τ’ άχυρο τριγύρω και το βόδι και τ’ άλογα από τη μια μεριά κι από την άλλη και δυο – τρεις γέρους τσοπάνηδες που τρέχουν να προσκυνήσουν το νεογέννητο Βασιλιά…