Δύο μεγάλους φίλους έχουν τα βιβλία εις τον κόσμον αυτόν: τους ποντικούς και τους Έλληνας. Κάθε άνθρωπος, που έχει εις το σπίτι του το περιττόν έπιπλον, το ονομαζόμενον βιβλιοθήκη, είναι εις θέσιν να το γνωρίζει.
Εγώ, λόγου χάριν, εάν είχα κάποτε μερικά βιβλία και εάν δεν έχω σήμερον, το οφείλω εις τους δύο αυτούς παράγοντας. Τα μισά μου τα έφαγαν οι ποντικοί, χωρίς να γίνουν σοφότεροι από ό,τι ήσαν. Τα άλλα μισά μου τα έφαγαν οι φιλαναγνώσται φίλοι.
—Μου δανείζεις, καημένε, κανένα βιβλίο, να περνάω την ώρα μου;
—Πολύ ευχαρίστως, φίλε μου. Τι είδος βιβλίου θέλεις;
—Ό,τι και να είναι! Μου είναι αδιάφορον.
Ο Έλλην φιλαναγνώστης δεν έχει προτιμήσεις. Τον ενδιαφέρουν εξ ίσου όλα τα βιβλία. Πως ημπορεί λοιπόν να του αρνηθεί κανείς τον πνευματικόν άρτον; Δεν το αρνήθηκα ποτέ μου εις κανένα. Βαθμηδόν τα ερμάρια της βιβλιοθήκης μου ήρχισαν να χάσκουν ως γεροντική οδοντοστοιχία.
Αυτά τα βιβλία που εδανείσατε, κύριε, δεν θα ξαναγυρίσουν καμιά φορά μου είπε κάποτε η υπηρέτριά μου, η επιφορτισμένη με το ξεσκόνισμα της βιβλιοθήκης, και η οποία απεστρέφετο τα κενά, όπως η φύσις.
—Θα ξαναγυρίσουν κάποτε, παιδί μου της είπα. Αλλά ταξίδι είναι αυτό, βλέπεις. Ποιος ξέρει τις τους συνέβη στο δρόμο; Υπάρχουν, όπως γνωρίζεις και ναυάγια.
Ωμιλούσα εκ ναυτικής πείρας. Πράγματι, πολλά από τα πτωχά μου βιβλία δεν εγύρισαν ποτέ.. Κύριος οίδεν εις ποιους ωκεανούς έχουν ναυαγήσει. Τα επερίμενα, όπως περιμένει κανείς τους ξενιτευμένους του, τρέμων να βάλει το κακόν εις τον νουν του. Και εξακολουθώ να ζω με την τραγικήν αυτήν προσδοκίαν. Ποιος ξέρει! Και ο Ροβινσών είχε χαθεί χρόνια και χρόνια. Οι δικοί του τον εθεωρούσαν χαμένον. Έξαφνα ένα ευσπλαχνικόν κύμα τον έφερε εις την πάτριον γην. Αλλά μήπως ο Οδυσσεύς; Πόσους ενιαυτούς τον επερίμενεν η Πηνελόπη; Εξαναγύρισε και αυτός εις την Ιθάκην. Διατί να μην ελπίζω και εγώ ότι η Ιθάκη της βιβλιοθήκης μου θα ξαναδεχθεί κάποτε τους Οδυσσείς της;
Εν τω μεταξύ μερικοί από τους ξενιτευμένους μου φθάνουν έξαφνα εκεί που δεν τους περιμένω. Και όλοι έχουν την θλιβεράν όψιν των ναυαγών. Όλοι διηγούνται από μίαν τραγωδίαν. Κουρελιασμένοι, βρώμικοι, ακρωτιαρισμένοι, αγνώριστοι. Από τον ένα λείπει το εξώφυλλον. Από τον άλλον τα μισά φύλλα. Άλλος είναι γεμάτος λαδιές, ως πετσέτα λαϊκού οινομαγειρείου. Και άλλος μαρτυρεί με τις καπνιές και την στεατίνην, που εικονογραφούν τας σελίδας του, ότι κατά το διάστημα της αποσίας του, κατεγίνετο να σβήνει κάθε βράδυ το σπερματσέτο του φιλομαθούς φίλου, εις την υπηρεσίαν του οποίου είχεν αποσπασθεί. Ο τελευταίος, όταν μου επέστρεψε το ταλαίπωρον βιβλίον, εθεώρησεν υποχρέωσίν του να μου δικαιολογήσει το ασύνηθες γεγονός:
— Σου έφερα, μου είπε, εκείνο το βιβλίο. Δεν μου χρησιμεύει πλέον. Έβαλα, ξέρεις ηλεκτρικό στο σπίτι μου και δεν μεταχειρίζομαι τώρα σπερματσέτο.
Εννοείται ότι κατόπιν των αλλεπαλλήλων αυτών συγκινήσεων, που μου δημιούργησε η βιβλιοθήκη μου, έπαυσα προ πολλού ν΄αγορἀζω βιβλία. Υπάρχουν τόσοι βιβλιόφιλοι εις την Ελλάδα, ώστε να μη χρειάζωμαι κι΄εγώ. Εξάκαμα λοιπόν και τα τελευταία μου βιβλία και απέστειλα το σχετικόν έπιπλον εις την κουζίναν, δια να χρησιμεύσει ως πιατοθήκη.
Το συμπέρασμα είναι ότι όποιος αγαπά τα ζώα και τα βιβλία εις την Ελλάδα, δεν πρέπει να έχει ούτε ζώα ούτε βιβλία. Αποτελούν ένα διαρκή πόνον ψυχής.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία το 1950
Πίνακας: Jonathan Wolstenholme