Γιά τόν περισσότερο κόσμο ή Ελλάδα άντιπροσωπεύει τό λίκνο τής δυτικής κουλτούρας, οί άρχαιοι κίονες, τό κλασικό θέατρο, ή Ίλιάδα του Ομήρου,ό Περικλής, ό Μέγας ‘ Αλέξανδρος, ό Πλάτωνας και ό ’Αριστοτέλης – όπου καί ή ανακάλυψη του πνεύματος.
Σημαίνει άκόμα τήν ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, τό Βυζάντιο, τήν Άγια Σοφία, τόν Άθω τά μοναστήρια καί τούς όρθόδοξους ύμνους, καί τους ποιητής, τόν Παλαμά καί τόν Σολωμό, τόν λόρδο Μπάυρον καί τόν άγώνα γιά τήν έλευθερία, τόν Καζαντζάκη καί τόν Καβάφη, τόν Σεψέρη τόν Ρίτσο καί τόν ‘ Ελύτη, τά βραβεία Νόμπελ καί τά βραβεία Λένιν καί. άκόμα, τούς φιλέλληνες: τόν Λώρενς Ντάρελ καί τόν Χένρι Μίλερ.
Ελλάδα είναι άκόμα ό θόρυβος άπό τις ασφυκτικά γεμάτες κόσμο πόλεις, τά αυτοκίνητα μέ τά καυσαέρια, ό τουρισμός, οί Ακρογιαλιές, τά ξενοδοχεία κι οί ταβέρνες, τό σουβλάκι κι ή ρετσίνα, γαρνιρισμένα ολ’ αυτά μέ μιά στάλα Θεοδωράκη. Ελλάδα τό καινούργιο μέλος τής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
‘Αλλά σημαίνει έπίσης μουσική, ηλεκτρικό μπουζούκι στήν περιοχή τών αρχαίων μνημείων τής ’Αθήνας, τρανζίστορ καί κασετόψωνα, τζιουκμπόξ ή μουσική τής πόλης. Υπάρχει καί ή μουσική τής υπαίθρου, πού άκούγεται στούς γάμους καί σε άλλα γιορταστικά γεγονότα, στή Μακεδονία καί στήν Κρήτη, στήν Πελοπόννησο καί στά νησιά. Ακόμα, σήμερα, μπορείς καμιά φορά ν’ άκούσεις αύτοσχεδιασμούς κλαρίνου στά όρεινά χωριά τής Πίνδου στήν έλληνική ένδοχώρα. ‘Αλλά ή τζάζ στήν ‘Ελλάδα, ή έλληνική τζάζ, ύπάρχει άραγε καθόλου;
Στήν πραγματικότητα ή τζάζ πέρασε δύσκολες έποχές στήν ‘Ελλάδα. Ειν’ άλήθεια ότι τό 1956 δόθηκε στήν ‘Αθήνα μιά συναυλία άπό τή μεγάλη ορχήστρα του Ντίζι Γκιλέσπι καί πού είχε σάν άποτέλεσμα μιά άπό τίς καλύτερες ήχογραφημένες έκτελέσεις τής ορχήστρας καί τόν έπόμενο χρόνο έπαιξε έδώ ό Λούις Άρμστρονγκ. ‘Ωστόσο δέν υπήρχε τίποτα στήν Ελλάδα, ως τίς άρχές τής δεκαετίας τού ‘60 όταν άρχισε νά άναπτύσσεται μιά αληθινή, ζωντανή τζάζ. Ισως καί νά ήταν ή πολύ ζωντανή δημοτική μουσική τής ‘Ελλάδας πού έμπόδισε τή τζάζ νά διαδοθεί γρηγορότερα.
Τό 1922, μετά τήν ήττα στόν πόλεμο μέ τήν Τουρκία, έφτασαν άπό τή Μικρά ’Ασία κάπου 1 μέ 2 εκατομμύρια πρόσφυγες αυξάνοντας έτσι κατά 25 τοΐς έκατό τόν πληθυσμό τής χώρας καί δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα, στήν ‘Αθήνα καί τόν Πειραιά, χωρίς δουλειά καί έλπίδα γιά τό μέλλον. Ή ύπαιθρος, παρόμοια, δέν πρόσφερε ούτε στό έλάχιστο τή δυνατότητα στούς άνθρώπους αύτούς νά κερδίσουν χρήματα. Καί σ’ αύτές τίς δυό πόλεις είναι πού τό ρεμπέτικο έξελίχθηκε άπό μουσικά στοιχεία φερμένα άπό τήν Τουρκία καί άπό στοιχεία πού ήδη υπήρχαν στήν Ελλάδα. Μιά μουσική πού τό κύριο όργανό της είναι τό μπουζούκι.
Γιά περισσότερα άπό σαράντα χρόνια τό ρεμπέτικο υπήρξε μουσική τόσο τής έξέγερσης όσο καί τής καρτερικότητας παιγμένο μέ μιά ένταση πού λείπει άρκετά άπό τό σημερινό μπουζούκι. Ή ένταση τού ρεμπέτικου (τραγούδια γιά τόν έρωτα, τό χασίς, τό θάνατο καί τή λαχτάρα τής έπιβίωσης) θυμίζει άρκετά αύτήν του μπλούζ καί τής τζάζ καί οί άντιστοιχίες είναι πολυάριθμες. Ή ‘Ελλάδα διέθετε ήδη μιά μουσική πού μέ πολλούς τρόπους άντανακλούσε τή ζωή, γι’ αυτό ίσως καί στήν άρχή δέν υπήρχε χώρος γιά τή τζάζ. Στίς άρχές τού ’60 έγιναν τά πρώτα βήματα γιά τό ξεκίνημα τής έλληνικής τζάζ. Ό Σάκης Παπαδημητρίου, πού γιά χρόνια είναι ή κύρια μορφή στήν έλληνική τζάζ, σάν πιανίστας, συγγραφέας, θεωρητικός, κριτικός, καί έκδοτης περιοδικών καί βιβλίων έγραψε καί έκδωσε τήν Είσαγωγή στή τζάζ, βιβλίο πού ώς τά μέσα τού ‘70 ήταν τό μόνο γιά τή τζάζ, στήν ‘Ελλάδα.
Επιπλέον άρχισε νά γράφει άρθρα γιά τή τζάζ σέ περιοδικά, νά φτιάχνει γκρούπ καί νά παίζει, νά κάνει διαλέξεις καί γενικά νά είναι άκούραστος στίς προσπά-θειές του.
Τόν ίδιο καιρό τό Ινστιτούτο Γκαίτε τής Δυτικής Γερμανίας άρχισε νά στέλνει γκρούπ τής τζάζ στήν ‘ Ελλάδα. Τό κουιντέτο τού Άλμπερτ Μάνγκελσντόρ (1963) καί τό κουιντέτο τού Γκύντερ Χάμπελ (1965), μέ τούς Μάνφρεντ Ζούφ, Μπούσι Νίμπεργκαλ, Άλεξ φόν Σλιπεν-μπάχ καί Πιέρ Κουρμπουά. Αύτές οί δυό τουρνέ ήταν ιδιαίτερα σημαντικές γιά τήν έξέλιξη τής έλληνικής τζάζ, γιατί δέν ένθάρρυναν μόνο τό μικρό κύκλο τών όπαδών τής τζάζ πού προσπαθούσαν νά ένημερώνονται μέσα άπό δίσκους φερμένους άπό τό έξωτερικό καί άπό άνάλογα μέσα, νά συνεχίσουν τή δραστηριότητά τους, άλλά, έπίσης, έδειξαν στό έλληνικό άκροατήριο μέ τί μοιάζει ή τζάζ τής έποχής μας. Άπό τό 1980 ό Χάρτμουτ Γκέρκεν, ένας άνθρωπος μέ μεγάλο ένδιαφέρον γιά τή τζάζ καί τήν αύτοσχεδιαζόμενη μουσική, έργάζεται στό Ινστιτούτο Γκαίτε, στήν Αθήνα, κάνοντας πολλά γιά νά αύξήσει τό ένδιαφέρον καί νά δημιουργήσει έπαφές γύρω άπό τή μουσική αύτή.
Το 1973 Ιδρύθηκε στή Θεσσαλονίκη ένας σύλλογος τζάζ, πάλι μετά άπό παρότρυνση τού Σάκη Παπαδημητρίου, όπου μπορούσε κανείς νά συναντηθεί μέ άλλους φίλους τής τζάζ καί ν’ άκούσει δίσκους. Καί όταν τήν έπόμενη χρονιά, άνατραπηκε ή έλληνική στρατιωτική χούντα, νέοι όρίζοντες άνοίχτηκαν γιά τή τζάζ. Τό ραδιόφωνο άρχισε νά μεταδίδει τά πρώτα προγράμματα τζάζ. Ό Γιώργος Μπαράκος έστησε στήν Πλάκα ένα κλάμπ γιά τή τζάζ πού έξακολουθεί νά είναι τό σημαντικότερο κλάμπ σ’ όλη τή χώρα. Έχει γίνει ένα μέρος όπου παίζουν τακτικά Έλληνες μουσικοί τής τζάζ και παρουσιάζονται όλο καί περισσότεροι ξένοι, φιλοξενούμενοι, μουσικοί. Ό Γ. Μπαράκος έχει πάνω άπό 4.000 δίσκους τζάζ καί μπλούζ. ‘ Η μεγαλύτερη συλλογή στήν Ελλάδα.
Τό έλληνικό περιοδικό ΤΖΑΖ βγαίνει κάθε τρεις μέ πέντε μήνες, άπό τό 1977, μέ άρθρα καί κριτικές γιά δίσκους καί συναυλίες, καί ή κυκλοφορία του φτάνει τά 4.000 άντίτυπα κυκλοφορία πού είναι άρκετά μεγάλη γιά τήν ‘Ελλάδα. (Ό έκδότης τού περιοδικού Κώστας Γιαννουλόπουλος καί ό Σάκης Παπαδημητρίου) όργανώνουν, άκόμα, συναυλίες στήν Αθήνα καί τή Θεσσαλονίκη, παρουσιάζοντας κυρίως καινούργια τζάζ καί αύτοσχεδιαζόμενη μουσική. Τό Sphinx τό πρώτο άλμπουμ τζάζ άπό Έλληνες μουσικούς ήχογραφήθηκε τό Σεπτέμβριο τού 1979, άπό τόν πιανίστα συνθέτη Μάρκο Αλεξίου, τόν μπασίστα Γιώργο Φιλιππίδη καί τόν ντράμερ Γιώργο Τρανταλίδη.
Καθώς ή διάδοση τής τζάζ, άφότου έπεσε ή χούντα, έχει αυξηθεί μέσα άπό τά κλάμπ, τίς έκδόσεις καί τό ραδιόφωνο, τό κοινό έχει πολύ περισσότερο συνειδητοποιηθεί καί πάνω στή δική του λαϊκή μουσική. Άν καί ή έποχή τού ρεμπέτικου έχει περάσει καί μόνο λίγοι άπό τούς παλιούς μουσικούς ζούν άκόμα, οί αρχικές ηχογραφήσεις τών μεγάλων τραγουδιστών τού ρεμπέτικου καί τών μπουζου- κοπαιχτών έχουν τόσο μεγάλη ζήτηση, όσο ποτέ άλλοτε.
Τό νεαρό άκροατήριο πού έχω γνωρίσει σέ τρεις τουρνέ στήν ‘ Ελλάδα ξέρει πολύ καλά τήν λαϊκή του μουσική. Τά ρεμπέτικα τραγουδιούνται τόσο, όσο καί τά τραγούδια τού Θεοδωράκη, μπορείς άκόμα ν’ άκούσεις καινούργια τζάζ. κι όλ’ αύτά είναι σχετικά μεταξύ τους. Στη Δυτική Γερμανία αύτό δέ θά ‘ταν αδύνατο. Ή σχέση μας μέ τή λαϊκή μουσική έχει γίνει τόσο συγκεχυμένη πού διστάζω έντελώς άκόμα καί νά χρησιμοποιήσω τόν όρο λαϊκή. Είναι δύσκολο νά φανταστεί κανείς έδώ ότι τά τραγούδια ένός άριστερού συνθέτη, όπως ό Θεοδωράκης, μέ στίχους ποιητών πού έχουν κερδίσει τό βραβείο Νόμπελ θά μπορούσαν νά τραγουδιούνται σ’ ‘ολη τή χώρα σάν έπιτυχιες.
Οί νέοι μουσικοί τής τζάζ δέν μπορούν νά ζήσουν μόνο άπ’ αύτήν, καί γι’ αυτό πολλοί παίζουν κάθε βράδυ σέ μπουζουκομάγαζα τής Αθήνας καί τής Θεσσαλονίκης συνοδεύοντας ήλεκτρικά μπουζούκια γιά τούς τουρίστες. Ακόμα όμως καί μέσα άπ αύτή τήν έμπορευματοποίηση κατορθώνουν καί διατηρούν τήν έπαφή τους μέ τή μουσική παράδοση.
Καί όταν, τήν άνοιξη τού 1980, κυκλοφόρησε τό πρώτο έλληνικό άλμπουμ αύτοσχεδιαζόμενης μουσικής, περιλάμβανε δυό κομμάτια μέ άναφορές στήν έλληνική δημοτική μουσική, κάτι πού έπίσης δηλώνεται καί στούς τίτλους. Ό Σάκης Παπαδημητρίου καί ό Φλώρος Φλωρίδης είναι οί πρώτοι Έλληνες μουσικοί πού δουλεύουν πάνω στόν έλεύθερο αύτοσχεδιασμό καί άσχολούνται μ’ αυτόν έδώ καί κάμποσο καιρό. Ό Σάκης κάπου κάπου χτυπά τίς χορδές τού πιάνου μέ ξυλαράκια, μιμούμενος έτσι τόν ήχο τού σαντουριού, αύτό πού χρησιμοποιούσε γιά νά παίξει ό Ζορμπάς στό μυθιστόρημα τού Καζαντζάκη. Ό Φλώρος Φλωρίδης σπούδασε κλαρίνο στό ωδείο μ’ έναν καθηγητή πού γνώριζε ταυτόχρονα τήν κλασική τεχνική όσο καί τήν αιωνόβια παλιά παράδοση τών μουσικών τού κλαρίνου στά Βαλκάνια.
Η τραγουδίστρια Ντιαμάντα Γκάλας πού έργάζεται στήν Καλιφόρνια μέ τόν κιθαρίστα Χένρι Κάιζερ καί τόν μπασίστα Μπέρτραμ Ταρέτσκι, προσφέρει ένα άκόμα παράδειγμα τών δεσμών άνάμεσα στήν έλληνική δημοτική μουσική καί τή νέα αύτοσχεδιαζόμενη μουσική. Σ έ ένα άπό τά σόλο κομμάτια της άναφέρεται στήν αύταρχική διακυβέρνηση τής χούντας στήν Ελλάδα: Τραγούδια άπό τό αίμα ένός φονιά. Καί ή ένταση τών τραγουδιών της θυμίζει μοιρολόγια, τά τραγούδια θρήνου τής Μάνης, μιάς μάλλον άγριας περιοχής στην Πελοπόννησο, όπου έδω καί αίώνες οί μανάδες πενθούν τούς θανάτους τών γιων τους πού σκοτώνονται σέ βεντέτες. Άπό αύτή την περιοχή μετανάστευσαν στίς Ηνωμένες Πολιτείες οί γονείς τής Ντιαμάντα.
Peter Kowald
Μετάφραση: Γιάννα Χλαμπέα
Από το περιοδικό Jazz Forum, αριθμός 71, 1981
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 1, Ιανουάριος 1982
Πίνακας: Richard Boigeol
*Να επισημάνω ότι το κείμενο περιέχει μερικές ασάφειες αλλά αξίζει να δημοσιευτεί χωρίς κάποια διόρθωση.