Στά έβδομηντα χρονιά του o Γιάννης Ρίτσος είναι πάντα ένας από τούς μεγαλύτερους ζώντες ποιητές Κι ακόμα από τούς πιο δραστήριους χρειάζεται κανείς να τον διαβάζει και να τον ξαναδιαβάσει ώστε να μη λησμονεί τον κόσμο πού μάς περιβάλλει, τόσο την ύπαρξή του όσο και την αληθινή του φύση. Η έκδοση τού έργου τού ποιητή στόν οίκο Γκαλιμάρ εξακολουθεί, χωρίς προσκόμματα ευτυχώς μόλις και είχαμε διαβάσει την τελευταία συλλογή του και κρατούμε στα χέρια μας ένα καινούργιο βιβλίο, στην εξαίρετη μετάφραση τού Ζεράρ Πιερά (ή λέξη μετάφραση είναι άλλωστε ανεπαρκής το κείμενο διαβάζεται απλούστατα σαν ένα πρωτότυπο κείμενο)
Τέσσερα μέρη αποτελούν το σύνολο τού τόμου
Η Χρυσόθεμις Η Φαίδρα Βολιδοσκόπος καί Τό ροπτρο. Άν τό τελευταίο κείμενο είναι μια σειρά σύντομων «σχολίων», τά τρία πρώτα, αντίθετα, πηγάζουν από τή «ρητορική» φλέβα τού ποιητή. Στό Βολιδοσκόπος παρατάσσονται επάλληλα άλληλοσυμπληρώνονται και μπαίνουν ή μια πάνω στήν άλλη, πολλές φωνές, γιά να φέρουν σέ θεατρικές σχεδόν διαστάσεις έναν γεμάτο εικόνες στοχασμό για τη ζωή. Στη Χρυσόθεμι καί τή Φαίδρα το δράμα περιορίζεται στήν άφήγηση ενός μόνο ύποκειμένου είναι οί τελευταίοι άπό τούς μονόλογους πού ό κύκλος τους είχε ανοίξει το 1962, μέ τό νεκρό σπίτι, και πού ξαναδίνουν ζωή κάτω άπό μια άνανεωμένη μορφή, σέ πρόσωπα τής κλασικής μυθολογίας
Η άνανέωση είν’ άλήθεια άπορροφά τόν πρωταρχικό μύθο σχεδόν χωρίς νά τού άφήνει κατάλοιπο. Ό Ριτσος δέν παίζει, όπως άλλοι, μέ τις αναλογίες άνάμεσα στό παρελθόν και τό παρόν, με τους απόηχους που έρχονται καί παλι ώς το σύγχρονο άνθρωπο, από τά βάθη τής μνήμης του. Κανένα μάθημα δέν έξάγεται έδώ άπό την ιστορία, ή Χρυσόθεμις γιά τόν Ριτσο δέν είναι άλλο άπό τήν αιώνια έπικαιρότητα τού θανάτου, ή Φαίδρα δέν είναι παρά μιά υποδειγματική ενσάρκωση τής τυραννικής παρουσίας τού πόθου. Ό ποιητης ό ίδιος, στή δύση τής άνθρώπινης ζωής του -πλούσιας ωστόσο σ’ εμπειρίες- δεν έχει νά μάς μεταβιβάσει καμιά σοφία
«Πάντα ό ίδιος αύτός πόθος
αύτό τό ίδιο ανεκπλήρωτο άμάρτημα»
Αν και ή «πρώτη άθωότητα» -όπως παρατηρεί κάνεις- έχει φύγει, ό άνθρωπος στα όρια τής ύπαρξής του παραμένει πάντοτε «το άγραφο χαρτί» τών αρχικών καταβολών του. Τόν μόνο πλούτο πού μπορεί νά κληροδοτήσει στους άλλους είναι, πραγματικά ή ικανότητά του νά απορεί
«Ναι. δέν είμαι χορτασμένος.
Καμιά φορά ξεχνιεμαι κοιτάζοντας ενα σύννεφο στή δύση ( . )
μ αποσπά άπό τη βαριά μου διάθεση, άν και νιώθω
τό πλησίασμα τής νύχτας πίσω απ όλες τίς λάμψεις της»
Αυτή ή ίδια «άμνησία» είν άλήθεια έχει κάποιες σχέσεις με τήν έμπειρία, ό Ριτσος, προφανώς, μιλά εξίσου σάν «μεταμελημενος» άγωνιστής χωρίς νά χει άπαρνηθεί τίποτα σάν κάποιος που άφού παντρεύτηκε τόν επίσημο μαρξισμό, έρχεται να σκεψεί ότι «Η μόνη άδικία είναι ή ίδια ή ζωή» (Φαίδρα). Δέν εμποδίζει ότι ή ποίησή του πού άνάγεται λιγότερο άπ ό,τι μια άλλη σέ άνεκδοτολογια είναι επίσης και προπάντων ένας «μεταφυσικός» διάλογος. Εδώ μπαίνει βέβαια, κατ’ άρχήν, τό έρώτημα τής λογικής τών πραγμάτων, μέσα άπό τήν ίδια τήν κίνησή της, στό συγκεκριμένο επίπεδο τής γλώσσας καί τής μορφής. Εννοείται, ορισμένες άμεσες εκφράσεις θά μπορούσαν να είναι πιό δραστικές, όπως καί κάποιες εικόνες, πολύ σμιλεμένες ένας ερμητισμός πολύ ένδοτικός όπως εκείνος ορισμένων σύντομων ποιημάτων μπορεί ν’ αποδειχτεί πλανημένος δίπλα, σέ μιά άπλή εμπειρική λεπτομέρεια. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο διάστημα, ή εικόνα τού Pίτσoυ είναι διαυγής στό μέτρο πού συνάμα είναι άδιάφανη.
Πλασμένες από μόνες τους. κομμάτι κομμάτι σάν ένα όνειρο εφήμερο πανω στην πραγματικότητα, οί «ιστορίες» πού άφηγούντοι αυτά τα ποιήματα δεν επηρεάζονται από τα ρήγματά της ξανασυγκροτούν το πραγματικό, σ’ οτιδήποτε είναι συγκεκριμένο, σ ένα άλλο έπίπεδο που διατηρεί όχι μόνο τό αίνιγμά του, άλλά ακόμα καί τήν παροδοξότητα του. Ή ρευστότητά τους δέ συμπληρώνει τήν άπόσταση πού υπάρχει αναμεσά στά φαινόμενα ή «μεσογειακή» τους φωτεινότητα, ή σχεδόν κοφτερή διαύγεια τής γλώσσας τους περισσότερο τείνουν ώστε νά φαίνεται κάθε πραγμα σάν «τελείως ξέχωρο άπό τήν ατμόσφαιρα άπό κάθε αίτια, διαχωρισμένο/μονάχο, ανόμοιο δίχως συνέχεια, δίχως συνέπεια, δίχως σχέση». Αρνούμενη τό συνηθισμένο της ρόλο δηλαδή νά μάς κάνει τόν κόσμο οικείο, ή ποιητική εικόνα, έδώ, αξιοποιεί άντίθετα τήν περα άπ’ τό ανθρώπινο ιδιότητά της. Σκληρό, καμιά φορά μόλις υποφερτό τό παγωμένο φώς της δέν είναι λιγοτερο φώς τής διαύγειας.
Κείμενο του Petr Kral στην Le Monde στις 11 Απριλίου 1980
Μετάφραση: Αλέξης Ζήρας
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 1, Ιανουάριος 1982
Πίνακας: Σπύρος Σούτσος