11 Σεπτεμβρίου, rue Toullier.
Ώστε, λοιπον, οι ανθρωποι ἔρχονται ἐδῶ γιὰ νὰ ζήσουν, ἐγὼ θὰ ἔλεγα πὼς ἔρχονται γιὰ νὰ πεθάνουν. Βρέθηκα ἔξω. Εἶδα: νοσοκομεῖα. Εἶδα ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ταλαντευόταν καὶ σωριάστηκε. Ὁ κόσμος μαζεύτηκε γύρω του κι αὐτὸ μὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα. Εἶδα μιὰ ἔγκυο. Προχωροῦσε μὲ δυσκολία ἀκουμπώντας σ’ ἕναν ψηλό, ζεστὸ τοῖχο, ψηλαφώντας τον πότε πότε, λὲς καὶ ἤθελε νὰ σιγουρευτεῖ πὼς βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ. Ναί, βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ. Καὶ πίσω του; Ἔψαξα στὸ χάρτη μου: Maison d’Accouchement. Ὡραῖα. Θὰ τὴ βοηθήσουν νὰ γεννήσει —μποροῦν. Λίγο πιὸ κάτω, στὴ rue Saint-Jacques, ἕνα μεγάλο κτίριο μὲ τροῦλο. Στὸ χάρτη ἔγραφε Val-de-grâce, Hôpital militaire. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀπαραίτητο νὰ τὸ γνωρίζω, ἂν καὶ κάτι τέτοιο δὲν βλάπτει. Τὸ σοκάκι ἄρχισε νὰ μυρίζει ἀπὸ παντοῦ. Μύριζε ἰωδοφόρμιο, λίπος ἀπὸ τηγανητὲς πατάτες καὶ φόβο. Ὅλες οἱ πόλεις μυρίζουν τὸ καλοκαίρι. Κατόπιν εἶδα ἕνα περίεργα τυφλὸ οἰκοδόμημα ποὺ δὲν τὸ βρῆκα στὸ χάρτη μου, ὡστόσο πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα μποροῦσες ἀκόμα νὰ διαβάσεις ἀρκετὰ καθαρά: Asyle de nuit. Δίπλα στὴν εἴσοδο ἦταν ἀναρτημένες οἱ τιμές. Τὶς διάβασα. Δὲν ἦταν ἀκριβό.
Κατὰ τὰ ἄλλα; Ἕνα παιδὶ σὲ ἕνα ἀκίνητο παιδικὸ καροτσάκι: ἦταν παχουλό, πρασινωπὸ καὶ εἶχε στὸ μέτωπο ἕνα ἐμφανὲς ἐξάνθημα. Εἶχε ἀρχίσει νὰ θεραπεύεται καὶ δὲν πονοῦσε. Τὸ παιδὶ κοιμόταν μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ καὶ εἰσέπνεε ἰωδοφόρμιο, τηγανητὲς πατάτες καὶ φόβο. Ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα. Τὸ κυριότερο ἦταν πὼς ἤμασταν ζωντανοί. Αὐτὸ ἦταν πολὺ σημαντικό.
Τὸ ἠλεκτρικὸ τρὰμ τρέχει σὰν μανιασμένο ἀπὸ πάνω, πάνω ἀπ’ ὅλα. Κάποιος φωνάζει. ῎Ανθρωποι τρέχουν, προσπερνιοῦνται. Ἕνας σκύλος γαβγίζει. Τί ἀνακούφιση: ἕνας σκύλος. Γύρω στὰ χαράματα λαλεῖ μάλιστα κι ἕνας πετεινός, κι αὐτὸ εἶναι μιὰ δίχως ὅρια εὐχαρίστηση. Ἀμέσως μετὰ μὲ παίρνει ἄξαφνα ὁ ὕπνος.
******************************************
Νὰ μὴν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ μὲ ἀνοιχτὰ παράθυρα! Τρὰμ διασχίζουν κροταλίζοντας τὴν κάμαρά μου. Αὐτοκίνητα περνοῦν ἀπὸ πάνω μου. Μιὰ πόρτα κλείνει. Κάπου σπάει ἕνα τζάμι, ἀκούω τὰ γέλια τῶν μεγάλων κομματιῶν του, τὰ χαχανητὰ τῶν μικρῶν θραυσμάτων.Ἔπειτα ξαφνικὰ ὑπόκωφος, πνιχτὸς θόρυβος ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ. Κάποιος ἀνεβαίνει τὴ σκάλα.Ἔρχεται, ἔρχεται ἀσταμάτητα. Στέκεται ἐδῶ, στέκεται πολλὴ ὥρα ἐδῶ κι ἔπειτα προσπερνάει. Καὶ πάλι ὁ δρόμος. Ἕνα κορίτσι φωνάζει: Ah tais-toi, je ne veux plus. Τὸ ἠλεκτρικὸ τρὰμ τρέχει σὰν μανιασμένο ἀπὸ πάνω, πάνω ἀπ’ ὅλα. Κάποιος φωνάζει. ῎Ανθρωποι τρέχουν, προσπερνιοῦνται. Ἕνας σκύλος γαβγίζει. Τί ἀνακούφιση: ἕνας σκύλος. Γύρω στὰ χαράματα λαλεῖ μάλιστα κι ἕνας πετεινός, κι αὐτὸ εἶναι μιὰ δίχως ὅρια εὐχαρίστηση. Ἀμέσως μετὰ μὲ παίρνει ἄξαφνα ὁ ὕπνος.
******************************************
Αὐτοὶ εἶναι οἱ θόρυβοι. Ὅμως ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι πιὸ τρομερό: ἡ ἡσυχία. Πιστεύω πὼς στὶς μεγάλες πυρκαγιὲς εἰσχωρεῖ μερικὲς φορὲς μιὰ στιγμὴ μέγιστης ἔντασης, οἱ πίδακες τοῦ νεροῦ χαμηλώνουν, οἱ πυροσβέστες σταματοῦν νὰ σκαρφαλώνουν, τίποτα δὲν σαλεύει. Ἐκεῖ ψηλὰ γλιστράει ἀθόρυβα ἕνα μαῦρο γείσωμα, κι ἕνας ψηλὸς τοῖχος, πίσω ἀπὸ τὸν ὁποῖο μαίνεται ἡ φωτιά, γέρνει ἀθόρυβα. Ὅλοι στέκονται καὶ περιμένουν μὲ ἀνασηκωμένους ὤμους, μὲ πρόσωπα συνοφρυωμένα, τὸ τρομαχτικὸ χτύπημα. Ἔτσι εἶναι ἐδῶ ἡ ἡσυχία.
******************************************
Μαθαίνω νὰ βλέπω. Δὲν ξέρω ποῦ ὀφείλεται, ἀλλὰ ὅλα εἰσχωροῦν βαθύτερα μέσα μου καὶ δὲν σταματοῦν στὸ σημεῖο ὅπου ἄλλοτε ἔπαιρναν ἕνα τέλος. Ἔχω κάτι ἐνδόμυχοποὺ δὲν γνώριζα ὣς τώρα. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ὅλα κατευθύνονται πρὸς ἐκεῖνο τὸ σημεῖο. Δὲν ξέρω τί συμβαίνει ἐκεῖ.
Γράφοντας σήμερα μιὰ ἐπιστολή, συνειδητοποίησα πὼς βρίσκομαι ἐδῶ μόλις τρεῖς ἑβδομάδες. Τρεῖς ἑβδομάδες κάπου ἀλλοῦ, λόγου χάριν στὴν ἐξοχή, θὰ ἔμοιαζαν μὲ μία ἡμέρα, ἐδῶ μοιάζουν μὲ χρόνια. Δὲν θέλω νὰ γράψω ἄλλο γράμμα. Γιατί νὰ πῶ σὲ κάποιον ὅτι ἀρχίζω ν’ ἀλλάζω; Ἂν ἀλλάζω, σημαίνει πὼς δὲν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ἤμουν, καὶ ἀφοῦ εἶμαι κάτι διαφορετικό, εἶναι φανερὸ πὼς ἔπαψα νὰ ἔχω γνωστούς. Καὶ σὲ ξένους, σὲ ἀνθρώπους ποὺδὲν μὲ γνωρίζουν, μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ γράψω.
******************************************
Τὸ ἔχω ξαναπεῖ; Μαθαίνω νὰ βλέπω. Ναί, μόλις τώρα ἀρχίζω. Δὲν τὰ καταφέρνω ἰδιαίτερα καλά. Ὅμως θέλω νὰ ἐκμεταλλευτῶ τὸ χρόνο ποὺ ἔχω μπροστά μου.
Παραδείγματος χάριν δὲν εἶχα συνειδητοποιήσει ποτὲ πόσα πρόσωπα ὑπάρχουν. Κυκλοφοροῦν ἕνα σωρὸ ἄνθρωποι ἀλλὰ πολὺ περισσότερα πρόσωπα, γιατὶ ὁ καθένας διαθέτει πολλά. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ φέρουν γιὰ χρόνια ὁλόκληρα τὸ ἴδιο πρόσωπο, ποὺ φυσικὰ φθείρεται μὲ τὸν καιρό, βρομίζει, ραγίζει στὶς ρυτίδες, ξεχειλώνει σὰν τὰ γάντια ποὺ φορᾶμε στὰ ταξίδια. Αὐτοὶ εἶναι ἁπλοὶ ἄνθρωποι ποὺ κάνουν οἰκονομίες·δὲν τὸ ἀλλάζουν, μὰ οὔτε καὶ τὸ πλένουν ποτέ. Ἰσχυρίζονται πὼς εἶναι μιὰ χαρά, καὶ ποιός μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ τὸ ἀντίθετο; Προκύπτει, φυσικά, τὸ ἐρώτημα, ἀφοῦ ἔχουν περισσότερα πρόσωπα, τί κάνουν μὲ τὰ ὑπόλοιπα; Τὰ φυλᾶνε. Θὰ τὰ φορέσουν τὰ παιδιά τους. Ὅμως τυχαίνει καμιὰ φορὰ νὰ βγαίνουν ἔξω καὶ τὰ σκυλιά τους φορώντας τα. Καὶ γιατί ὄχι; Τὸ πρόσωπο εἶναι πρόσωπο.
῎Αλλοι πάλι φορᾶνε ἀπίστευτα γρήγορα τὰ πρόσωπάτους, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, φθείροντάς τα. Στὴν ἀρχὴ ἔχουντὴν ἐντύπωση πὼς θὰ τὰ ἔχουν γιὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν εἶναι οὔτε κὰν σαράντα χρονῶν καὶ τοὺς ἀπέμεινε μόνο τὸ τελευταῖο. Αὐτό, φυσικά, εἶναι τραγικό. Δὲν εἶναι συνηθισμένοι νὰ φροντίζουν πρόσωπα·τὸ τελευταῖο χάλασε μέσα σὲ ὀχτὼ ἡμέρες, γέμισε τρύπες καὶ σὲ μερικὰ σημεῖα ἔγινε λεπτὸ σὰν χαρτί·σὲ λίγο θ’ ἀρχίσει νὰ ἐμφανίζεται τὸ ὑπόστρωμα, τὸ μὴ πρόσωπο, καὶ μ’ αὐτὸ θὰ περιφέρονται.
Ὅμως αὐτὴ ἡ γυναίκα, αὐτὴ ἡ γυναίκα: εἶχε καταδυθεῖ ὁλόκληρη στὸν ἑαυτό της, σκυφτὴ μέσα στὰ χέρια της. Ἦταν στὴ γωνία τῆς rue Notre-Dame-des-Champs. Δὲν πρέπει νὰ ἐνοχλοῦμε τοὺς φτωχοὺς ὅταν βυθίζονται στὶς σκέψεις τους. Μπορεῖ νὰ βροῦν αὐτὸ ποὺ ψάχνουν.
Ὁ δρόμος ἦταν τελείως ἔρημος, ἡ ἐρημιά του ἔπληττε μὲ τὸν ἑαυτό της καὶ τραβοῦσε τὸ βῆμα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου κροτώντας μ’ αὐτὸ ἐδῶ κι ἐκεῖ, λὲς καὶ φοροῦσα ξυλοπάπουτσα. Ἡ γυναίκα τρόμαξε καὶ ἀναδύθηκε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της τόσο ἀπότομα, ποὺ τὸ πρόσωπο ἔμεινε στὰ δυό της χέρια. Μποροῦσα τώρα νὰ δῶ πὼς ἦταν κούφιο. Χρειάστηκε νὰ καταβάλω ἀπερίγραπτη προσπάθεια γιὰ νὰ μείνω σ’ ἐκεῖνα τὰ χέρια, δίχως νὰ κοιτάζω αὐτὸ ποὺ εἶχε ξεριζωθεῖ. Ἔφριξα βλέποντας τὴ μέσα πλευρὰ ἑνὸς προσώπου, ἀλλὰ φοβόμουν πολὺ περισσότερο ἐκεῖνο τὸ πληγωμένο γυμνὸ κεφάλι δίχως πρόσωπο.
******************************************
Φοβᾶμαι. Πρέπει νὰ κάνουμε κάτι γιὰ τὸ φόβο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μᾶς κυριεύει. Θὰ ἦταν πολὺ ἄσχημο νὰ ἀρρωστήσει κανεὶς ἐδῶ καί, ἂν κάποιος ἀποφάσιζε νὰ μὲ μεταφέρει στὸ Hôtel-Dieu, εἶναι σίγουρο πὼς θὰ πέθαινα ἐκεῖ μέσα. Αὐτὸ τὸ μέγαρο εἶναι εὐχάριστο καὶ γεμάτο κόσμο. Μὲ μεγάλη δυσκολία μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς τὴν πρόσοψη τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Παρισιοῦ χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ σκοτωθεῖ ἀπὸ κάποιο ἀπὸ τὰ πολυάριθμα τροχοφόρα ποὺ διασχίζουν μὲ μεγάλη ταχύτητα τὴν πλατεία. Εἶναι μικρὰλεωφορεῖα ποὺ κορνάρουν διαρκῶς καὶ ἀκόμα καὶ ὁ δούκας τοῦ Σαγκὰν θὰ ἔπρεπε νὰ σταματήσει τὴν ἅμαξά του, ἂν ἕνας τέτοιος μικρὸς ἑτοιμοθάνατος ἐπέμενε νὰ πάει κατευθείαν στὸ Μέγαρο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἑτοιμοθάνατοι εἶναι πεισματάρηδες, καὶ ὁλόκληρο τὸ Παρίσι ἀκινητοποιεῖται ὅταν ἡ μαντὰμ Λεγκρὰν ἡ brocanteuse ἔρχεται ἀπὸ τὴ rue des Martyrs μὲ τὸ ἁμάξι της σὲ κάποια πλατεία τῆς Σιτέ. Πρέπει νὰ σημειώσουμε πὼς αὐτὰ τὰ μικρὰδιαβολεμένα ὀχήματα διαθέτουν ἀδιαφανῆ παράθυρα ποὺ ἐξάπτουν τὴ φαντασία, γιατὶ μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανεὶς ὅτι πίσω τους κρύβουν τὶς πιὸ ἐξαίσιες ἀγωνίες· γιὰ κάτι τέτοιο ἀρκεῖ ἡ φαντασία μιᾶς concierge. Ἂν διαθέτει κανεὶς μεγαλύτερη φαντασία ποὺ τὴ διοχετεύει πρὸς ἄλλες κατευθύνσεις, τότε οἱ εἰκασίες εἶναι πράγματι ἀπεριόριστες. Ὅμως ἔχω δεῖ νὰ ἔρχονται ἐπίσης ἀνοιχτὲς ἀγοραῖες ἅμαξες, μισθωμένα λαντὸ μὲ ἀνεβασμένο σκέπασμα ποὺ παίρνουν τὸν συνηθισμένο ναῦλο: δύο φράγκα γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.
******************************************
Αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικὸ μέγαρο εἶναι πολὺ παλιό, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιᾶ Χλοδοβίκου πέθαιναν ἐκεῖ ἄνθρωποι στὰ κρεβάτια του. Τώρα πεθαίνουν σὲ 559 κλίνες. Μὲ τρόπο βιομηχανικὸ φυσικά. Σὲ μιὰ τόσο κολοσσιαία παραγωγή, οἱ μεμονωμένοι θάνατοι δὲν πραγματοποιοῦνται τόσο καλά, ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι καὶ τόσο σημαντικό. Ἡ μεγάλη ποσότητα εὐθύνεται γι’ αὐτό. Ποιός ἐνδιαφέρεται στὶς μέρες μας γιὰ ἕναν καλοφτιαγμένο θάνατο; Κανείς. Ἀκόμα καὶ οἱ πλούσιοι, ποὺ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ πεθαίνουν ἀξιοπρεπῶς, ἔχουν ἀρχίσει νὰ γίνονται ἀμελεῖς καὶ ἀδιάφοροι·ἡ ἐπιθυμία νὰ ἔχει ὁ καθένας τὸν δικό του ξεχωριστὸ θάνατο ἐμφανίζεται ὅλο καὶ πιὸ σπάνια. Σὲ λίγο καιρὸ θὰ εἶναι ἐξίσου σπάνια ὅσο καὶ τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς μιὰ ξεχωριστὴ ζωή. Θεέ μου, τὰ πάντα εἶναι ἐδῶ. Ἀφοῦ καταφθάσουμε, βρίσκουμε μιὰ ζωὴ ἕτοιμη καὶ τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται νὰ κάνουμε εἶναι νὰ τὴ φορέσουμε. Θέλουμε νὰ φύγουμε ἢ ἀναγκαζόμαστε νὰ τὸ κάνουμε: δὲν χρειάζεται καὶ ἰδιαίτερη προσπάθεια: Voilà votre mort, monsieur. Πεθαίνεις ὅπως προκύπτει· πεθαίνεις τὸ θάνατο ποὺ ἀναλογεῖ στὴν ἀρρώστια ἀπὸ τὴν ὁποία πάσχεις (γιατὶ ἀπὸ τότε ποὺ γνωρίζουμε ὅλες τὶς ἀρρώστιες, ξέρουμε ἐπίσης πὼς τὰ διάφορα τελικὰ στάδια σχετίζονται ἀποκλειστικὰ μὲ αὐτὲς καὶ ὄχι μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάσχουν·ὁπότε ὁ ἀσθενὴς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀπολύτως τίποτα).
Στὰ σανατόρια, ὅπου οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν μὲ τόση εὐχαρίστηση καὶ τόση εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς γιατροὺς καὶ τὶς νοσοκόμες, ἔχουν ἕναν ἀπὸ τοὺς θανάτους ποὺ ὁρίζει τὸ ἵδρυμα· αὐτὸ γίνεται εὐχάριστα ἀποδεκτό. Ὅταν ὅμως πεθαίνει κανεὶς στὸ σπίτι του, εἶναι φυσικὸ νὰ ἐπιλέξει ἐκεῖνο τὸν ἐξευγενισμένο θάνατο τῆς καλῆς κοινωνίας, ποὺ ἀπαιτεῖ μιὰ κηδεία πρώτης τάξεως, μὲ ὅλα τὰ ἐξαίσια ἔθιμα ποὺ τὴ συνοδεύουν. Οἱ φτωχοὶ στέκονται τότε μπροστὰ σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι καὶ χορταίνουν θέαμα. Ἐννοεῖται πὼς ὁ δικός τους θάνατος εἶναι κοινότοπος, χωρὶς πολλὲς διαδικασίες. Εἶναι εὐχαριστημένοι ὅταν βρίσκουν κάποιον ποὺ κάπως νὰ τοὺς ταιριάζει. Ἂν εἶναι πολὺ φαρδύς, αὐτὸ δὲν τοὺς πειράζει: ὁ καθένας ἐξακολουθεῖ νὰ ψηλώνει λίγο. Ἂν ὅμως δὲν ἐφαρμόζει στὸ στῆθος ἢ ἂν τοὺς σφίγγει στὸ λαιμό, τότε ὑπάρχει πρόβλημα.
Απόσπασμα από το βιβλίο Οι σημειώσεις του Malte Laurids Brigge
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης
Πίνακας: LAUTIR