Οι πρώτοι υπαίθριοι φωτογράφοι εμφανίστηκαν στην Ελλάδα λίγο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Επρόκειτο για τους πρώτους πρόσφυγες από την Ιωνία. Την περίοδο 1916-1918 το επάγγελμα αυτό άσκησαν πρόσφυγες από τη Ρωσία και τον Πόντο, ενώ μετά το 1922 πρόσφυγες από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, πολλοί από τους οποίους ήταν Αρμένιοι και Πόντιοι. Κύριο γνώρισμα των υπαίθριων φωτογράφων, που εργάζονταν με τη χαρακτηριστική ξύλινη μηχανή πάνω σε τρίποδο, ήταν ότι εμφάνιζαν και εκτύπωναν τη φωτογραφία μέσα σε λίγα λεπτά, στον τόπο όπου βρίσκονταν. Επειδή δεν διέθεταν τα μέσα για να εκτυπώσουν το αρνητικό σε σκοτεινό θάλαμο, το ξαναφωτογράφιζαν πάνω σε ένα άλλο φωτογραφικό χαρτί. Γι’ αυτό, δεν χρησιμοποιούσαν αρνητική πλάκα, αλλά ένα φωτογραφικό χαρτί όπου πάνω του εξετίθετο το αρνητικό είδωλο. Η εμφάνιση γινόταν σ’ έναν μικρό σκοτεινό θάλαμο, που βρισκόταν μέσα στην ξύλινη μηχανή τους. Κατόπιν αντέγραφαν την αρνητική φωτογραφία πάνω σε μια άλλη και έτσι δημιουργούσαν την τελική θετική φωτογραφία.
Η μηχανή αποτελούνταν από δύο τμήματα· στο μπροστινό βρισκόταν η φυσούνα και ο φακός με το διάφραγμα και το κλείστρο, ενώ το πίσω τμήμα ήταν ξύλινο, περιλάμβανε τον σκοτεινό θάλαμο και το πλαίσιο που συγκροτούσε το χάρτινο αρνητικό. Το εμπρόσθιο τμήμα προερχόταν συνήθως από κάποια παλιά φωτογραφική μηχανή με φυσούνα, και το τοποθετούσαν μπροστά από τον ξύλινο σκοτεινό θάλαμο που κατασκεύαζε ο φωτογράφος ή ένας ξυλουργός. Οι περισσότερες από τις φωτογραφικές μηχανές που χρησιμοποιούνταν για το σκοπό αυτό ήταν γερμανικές, Lea, Zeiss, Ernemann κ.ά. Η όλη κατασκευή ήταν τοποθετημένη πάνω σε σταθερό ξύλινο τρίποδο.
Η μηχανές ήταν βαμμένες ανάλογα με το γούστο του φωτογράφου και διακοσμημένες με διάφορες φωτογραφίες, που είχαν τραβηχτεί από τον ίδιο ή προέρχονταν από καρτ-ποστάλ, για να είναι πιο εντυπωσιακές. Ορισμένες μηχανές, εκτός από τον έντονο χρωματισμό τους, είχαν πάνω τους πολύχρωμες χάντρες, κρόσσια και καθρέπτες.
Οι υπαίθριοι φωτογράφοι προτιμούσαν να δουλεύουν εμπειρικά, αχρηστεύοντας τα κλείστρα. Αντί γι’ αυτά χρησιμοποιούσαν ένα μπρούντζινο καπάκι μπροστά από το φακό, που το έβγαζαν τελετουργικά και το κρατούσαν ψηλά σε όλη τη διάρκεια της λήψης της φωτογραφίας· κατόπιν το τοποθετούσαν ξανά μπροστά από το φακό. Από τους φωτογράφους αυτούς, κατά μία άποψη, προήλθε και η έκφραση «κοίταξε εδώ που θα βγει… το πουλάκι», όταν ήθελαν να κρατήσουν ακίνητα μικρά παιδιά, που έπρεπε ταυτόχρονα να κοιτάζουν το φακό της μηχανής.
Αν και η λήψη γινόταν στο ύπαιθρο, η έκθεση του χάρτινου αρνητικού που χρησιμοποιούσαν απαιτούσε «πόζα», δηλαδή χρονική διάρκεια 2-3 δευτερόλεπτων, γιατί τα φωτογραφικά χαρτιά ήταν λιγότερο ευαίσθητα στο φως από τις αρνητικές πλάκες. Το καλοκαίρι τοποθετούσαν τα μπουκάλια με την εμφάνιση και τη στερέωση σ’ έναν κουβά με νερό, που τον είχαν στη σκιά, για να διατηρούνται δροσερά και σε σχετικά σταθερή θερμοκρασία. Όλοι τους είχαν ένα συγκεκριμένο «στέκι» σε πάρκα και πλατείες και διέθεταν ειδική άδεια, που τους εξέδιδε ο Δήμος.
«Αν καμμιά φορά νιώθετε πλήξη και ανία και δεν βρίσκετε τίποτε το ενδιαφέρον για να διασκεδάσετε τον εαυτό σας, σας συνιστούμε μια μικρή βόλτα ως τον Κήπο του Κλαυθμώνος. Εκεί, όπως ξέρετε βέβαια, είναι εγκατεστημένα επισήμως τα υπαίθρια φωτογραφεία των Αθηνών, έτοιμα εις πάσαν στιγμήν να προσφέρουν την στιγμιαίαν αποθανάτισιν σε όσους βιάζονται ν’ απεικονίσουν τον εαυτόν τους σε πέντε λεπτά της ώρας.
******************************************
Δυό ήταν οι «παλαίμαχοι» φωτογράφοι στην Ακρόπολη: ο Παντελής Καπετάνος και ο Ιάκωβος Τζιώτης. Ο πρώτος βρισκόταν εκεί, χειμώνα-καλοκαίρι, από το 1940 μέχρι λίγο πριν από το θάνατό του το 1998. Ο δεύτερος, ο μακροβιότερος, βρισκόταν εκεί από το 1916(!) και μέχρι λίγο πριν από το θάνατό του το 1983. Όταν υπήρχε πολύ δουλειά, «καμιά φορά όταν βράδιαζε, σάλιαζε το στόμα μου να μετρά», διηγείται ο Παναγιώτης Καλούσης, ένας υπαίθριος φωτογράφος της Θεσσαλονίκης.
Το 1920 υπήρχαν πάνω από 250 υπαίθριοι φωτογράφοι στην Αθήνα και τον Πειραιά. Την εποχή εκείνη το επάγγελμα αυτό ήταν προσοδοφόρο, γιατί ο περισσότερος κόσμος, και ιδιαίτερα οι πρόσφυγες, προτιμούσαν τη λύση αυτή για να βγάλουν τις φωτογραφίες, που ήταν γρήγορη και φτηνή. Τις χρησιμοποιούσαν σε πιστοποιητικά και ταυτότητες.
******************************************
Το 1981 στην Αθήνα και τον Πειραιά είχαν απομείνει πλέον λιγότεροι από 20 υπαίθριοι φωτογράφοι. Οι ειδικές προδιαγραφές που απαιτούνταν για τις νέες φωτογραφίες ταυτοτήτων και τα αυτόματα μηχανήματα οδήγησαν στη δραματική μείωση του γραφικού αυτού φωτογραφικού κλάδου. Η Ελλάδα ήταν μία από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες όπου συναντούσε κανείς τέτοιους φωτογράφους. Αρκετοί όμως εργάζονται ακόμα στην Αίγυπτο, την Τουρκία, την Περσία, το Αφγανιστάν, τη Λατινική Αμερική κ.α. Οι υπαίθριοι φωτογράφοι είχαν και δικό τους σωματείο με την επωνυμία «Φαέθων», το οποίο διαλύθηκε, θύμα και αυτό της τεχνολογικής εξέλιξης.
Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, οι υπαίθριοι φωτογράφοι, σε πείσμα των καιρών, παρέμειναν ενεργοί στην Ελλάδα και μετά την έλευση της ψηφιακής φωτογραφίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε ο Νικόλαος Αμπαρτζίδης. Άρχισε να εργάζεται στον Δημοτικό Κήπο της Δράμας το 1942 και παρέμεινε εκεί μέχρι το 2005. Το στέκι του το αποκαλούσε «Φώτο-Βιέννα», και με αυτή τη διεύθυνση έπαιρνε εκεί την αλληλογραφία του. Ήταν το μοναδικό υπαίθριο φωτογραφείο με ταχυδρομική διεύθυνση. Το 1998 υπήρχαν στο Πάρκο της Δράμας τρεις ακόμα υπαίθριοι φωτογράφοι.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Άλκης Ξ. Ξανθάκης, Ιστορία της Ελληνικής φωτογραφίας, 1839-1970
Φωτογραφίες πάρθηκαν από, photographyinfo.gr, eidisis.gr, thecaller.gr, ellinoistorin.gr και anemourion.blogspot.com